Further tags

Extreme sport στο οποίο επιδίδονται κουκουλοφλώροι, μπαχαλάκηδες και λοιπές δυνάμεις του ανθού της ελληνικής νεολαίας. Συνίσταται στο να αναγκάσεις έναν μπάτσο να αναπηδήσει και να τρέξει, στην δε ιδεατή περίπτωση είναι η ρίψη του τσουμπά από υψηλό κτήριο, αλλά χωρίς σχοινί ασφαλείας.

Προφάνουσλυ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το ακραίο σπορ Bungee jumping, προσφιλές στις κουράδες.

Πάσα: Jeanoir.

  1. ayto to kalokairi as kanoume oloi mpatsoi jumping mpas kai adiasei o topos apo mlkes.. Relax... (Γκρηκλιστής στο hiphop.gr)

  2. Να ανακηρυχθεί το μπάτσοι-jumping σε επίσημο ελληνικό ολυμπιακό άθλημα. (Πρόταση στο athens.indymedia.org).

  3. paidia pame oloi gia mpatsoi jumping;;; na arxisoume na tous rixnoume apo ta ktiria re...oi an8ropoi apoktoun ligoi eksousia kai nomizoun pos einai 8eoi...
    (Πρόταση στο συσιφόνι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική καραφλάζ με την χρήση ράστα.

- Ο Μάνος είναι πολύ ρισπέκτ άτομο, διατηρεί τα ράστα του ακόμα κι αν έχει χάσει τα περισσότερα μαλλιά του!
- Δεν είναι παρά ένας τιποτένιος ρασταφλός...

Αξεσουάρ ρασταφλαζ (από Vrastaman, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικίνδυνος και εύστοχος κατά συρροή κωλάκιας.

- Ρε φίλε, εσύ δεν έχεις αφήσει κώλο όρθιο...
- Αυτή παλικάρι μου είναι η φυσική πορεία ενός κωλοφόνου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκαλυμμένος τρόπος να προφέρεις τη λέξη «πουτάνα», σε όλες τις πιθανές σημασίες της και σε όλες τις πιθανές περιστάσεις.

Αναφέρεται στο «Δεν σε γουστάρω» σε στίχους και μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

(σε γκισέ εφορίας)

- Να μου προσκομίσετε και το στεφανοχάρτι της συμπεθέρας του μπατζανάκη σας, παρακαλώ.
- Που τ' ανακάλυψες ότι χρειάζεται;

στο 1:05 (από allivegp, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός χρησιμοποιημένης κάλτσας (4ο Στάδιο), κατά το οποίο ενδέχεται να τραπεί σε φυγή (προς αποφυγήν επαναχρησιμοποίησής της) δια της πτητικής οδού. Πληθυντικός «οι μπεκάλτσες» ή ένα «μπεκάλτσικο σμήνος». Ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

1ο Στάδιο - Σκοτώνει κουνούπια από απόσταση

2ο Στάδιο - Την πετάς και κολλάει στο ταβάνι

3ο Στάδιο - Την πετάς στο ταβάνι και σπάει

4ο Στάδιο - Πετάει μόνη της (μπεκάλτσα)

- Πώπω, ρε συ Μήτσο, τι μπόχα είναι αυτή! Η κάλτσα σου βρωμάει..,
- Ναι ρε άσε, και να φανταστείς μόνη της έμεινε από χθες. Η άλλη έγινε μπεκάλτσα και την κοπάνησε.

Μπεκ προσαρμοζόμενο σε κάλτσα για κατευθυνόμενη έκχυση βρωμιάς σε συγκεκριμένο στόχο (από GATZMAN, 20/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική για πουτσοσκάμπιλο κατά την οποία ο θύτης επιτίθεται στο θύμα με απανωτές σκαμπιλιές, κρατώντας το πέος του (πέος σε μη πλήρη στύση) και στριφογυρίζοντάς το, επιτυγχάνοντας έτσι πολλαπλά χτυπήματα στο επιθυμητό μέρος του σώματος του θύματος.

— Τι τέρας θα μπορούσε να κάνει τέτοια ζημιά στο πέος σου; Το ξεπέτσιασες πλήρως!
— Μπα, δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο! Απλά τα τελευταία βράδια περνάω την ώρα μου εξασκώντας πεοκόπτερο πάνω στα αρκουδάκια του μικρού μου αδερφού.

Πεοκόπτερο (από Vrastaman, 21/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αυτοκτονία, ή η απόπειρα αυτής, δια της λήψης ουσιών.

Συνήθως ειρωνικά.

- Ρε συ πέτυχα την Καίτη χθες, με φάνηκε πολύ πεσμένη!
- Ναι, περνάμε την εβδομάδα κατάθλιψης, όλο λέει θα δώσει χάπι end στην ζωή της και κάτι τέτοια...
- Καλά ρε συ, μην γίνεσαι αναίσθητος, κρίμα είναι το κορίτσι...
- Κρίμα είμαι εγώ που περνάω τις ίδιες μαλακίες κάθε 15. Αλλά ξέρεις τώρα, γυρίζει το κλειδί στην πόρτα, παίρνει τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά της και πάει λέγοντας...

(από Khan, 18/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από πολλών ετών φανατικός και αποκλειστικός καταναλωτής μπύρας, ο οποίος φέρει με υπερηφάνεια το μπυροκοίλι του.

Ο Μήτσος και ο Γιώργος, μεγάλοι μπυροπατέρες! Ένα καφάσι μπύρες ο καθένας για το καλημέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενίστικος τρόπος να πεις «α, καλά», εννοείται περιφρονώντας κάτι ως αναξιόπιστο, στερούμενο σοβαρότητας ή και αληθείας. Προφάνουσλυ το λολοπαίγνιο αφορά στο γνωστό ποτό Kahlua, μη βάζω λίνκι το ξέρουμε όλοι μας. Πρβλ. και καλούα, καικαλούας.

- Αυτό που σου λέω είναι πολύ σημαντικό! Μόνο εγώ, εσύ κι ο Σάκης το ξέρουν!
- Α καλούα! Στο πρακτορείο Ρόιτερς βρήκες να πεις τα σώψυχά σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified