Further tags

Αλιγάτορας + γαμώ!

Το πρώτο συνθετικό αλιγάτορας, έχει σκοπό να αποδώσει με όσο το δυνατόν εκφραστικότερο και ζωντανότερο τρόπο, την προσήλωση και την ψύχωση προς στο αντικείμενο που αρεσκόμεθα να καλούμε... «μουνί».

Όπως ο αδίστακτος αλιγάτορας, ένας πραγματικός δολοφόνος της φύσης, θανατώνει το θήραμά του, έτσι κι ο αληγάμουρας γαμάει το θήραμά του.

Είναι, με άλλα λόγια, ο τύπος που όχι απλώς γαμάει, αλλά σαρώνει στην κυριολεξία. Ο τύπος ανδρός για τον οποίο το μουνί δεν είναι πλέον διασκέδαση, αναπαραγωγή ή έστω και χόμπι. Είναι αντικείμενο σπουδών, τροφή και στη χειρότερη...; ΠΡΡΡΕΖΑΑΑΑΑΑ!

Φυσικά τέτοιου είδους όντα καταντάνε να καταλάβουν γύρω στα 50 τους ότι δεν έκαναν τίποτε το χρήσιμο και αξιοσημείωτο στη ζωή τους, αφού αναλώθηκαν εκεί, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην ψυχολογική τους κατάρρευση.

ΕΓΩ!
PS: ΒΟΗΘΕΙΑ...

(από Vrastaman, 19/09/10)Κι ο Αλή Πασάς, ως αλη γάμουρας πηδούσε τα πάντα (*.*) (από GATZMAN, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αστείος και το εστιάτορας.

Κάποιος που σερβίρει (κρύα πολλές φορές) αστεία.

Είσαι και αστειάτορας, π' ανάθεμά σε...

Got a better definition? Add it!

Published

Σπασμένο ή σπασμένος συνεκδοχικά, λέγεται το σύστημα οδηγός - όχημα, όταν τηρούνται οι κάτωθι συνθήκες:

  • Το όχημα πηγαίνει με τσίτα τα γκάζια και βαράει κόφτες συνέχεια.
  • Ο οδηγός βλέπει το δρόμο σαν σοκάκι στη Χώρα και αρχίζει να φλερτάρει με τον δαλτονισμό.

Για την συγκεκριμένη συνθήκη πρέπει φυσικά το μηχάνημα να είναι πολλά κυβικά διότι αν είναι πρι-πρι ακυρώνεται αμέσως η νιρβάνα και παίζει σκέτη ταλαιπωρία (βλ. παράδειγμα)

Η σλανγκιά μάλλον προέρχεται από το ότι εάν οδηγείς πάντα στα κόκκινα τελικά θα σπάσεις το μοτεούρ.

- Οταν οδηγω μεγαλες αποστασεις και ειδκοτερα οταν εχω δευτερο ατομο που σε σπρωχνουν να κατσεις ακομα πιο μπροστα, μουδιαζει η ηβικη μου χωρα, και νεκρωνει ολος ο μηχανισμος! Σκοοτερ οδηγω, και πιστευω ειναι επειδη η σελα ειναι πιο μυτερη μπροστα και σου ριχνει σουβλιες στον καβερνοσο. Στα παπακια δεν ξερω αν ισχυει κατι διαφορετικο.

- Να πάρεις μοτάρντ μονοκύλινδρο να πηγαίνεις σπασμένος στας ΕΟ για να σου επαναφέρει το σύστημα ...από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνομιλία δύο ατόμων που τηλεφωνούν ταυτόχρονα από διαφορετικές γραμμές σε τρίτο, ο οποίος έχει βάλει το ακουστικό από το ένα του τηλέφωνο στο μικρόφωνο του άλλου.

Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το τηλεφωνικό σεξ, εκτός κι' αν μιλάμε για τηλεφωνική παρτούζα.

Δες ακόμη: εξηνταεννιά.

— Ναί.
Έλα ρε Μίστερ Υπόχονδρε, πώς πάς;
— 'Ελα ρε. Πώς να πάω, τα ίδια σκατά, πυρετός και συνάχια κι' αηδίες. Άσ' τ' αυτά και πές μου για τη χθεσινή τώρα. Πώς ήταν;
— Ά, μεγάλη ρουφοκαυλέτα.
— Καλύτερη απο Λόλα;
— Τρρρ'λός εισαι;... Ίσαμε πέντε κιλολόλ.
— Τί λέ' ρε μαλάκα;! Και πώς την είπαμε;
— Πιπίτσα.
Αυτά ειναι. Πότε θα μας τη γνωρίσεις;
— Γίνε 'σύ καλά κι' οποτε θ-... όπ, κάτσε λίγο ρ' εσύ, το κουνιστό... [Ναί;... Ά, έλα ρε κούκλα! Πολλά χρόνια θα ζήσεις... Ναί... Νά εδώ, μιλάω στο σταθερό με τον κολλητό... Ναί, ναί...]
— ΡΕ!
— [Μπά όχι, δέ κανόνισα...]
— ΡΕΪ! ΒΑΛ' ΤΗ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!
— (Σκάσε ρε μαλάκα!) [Ναί ρε κούκλα, αμέ... Άμα είναι μηνυματιζόμαστε... Αχά...]
— ΦΕΡΕ ΡΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΙ' ΕΜΕΙΣ, ΠΑΡΤΟΔΟΥΛΕ!
— [Δέ μου λές, θα φέρεις και καμιά φίλη σου μαζί;...] (Κόφ' το ρε βλάκα!) [Τί;... Α όκέι... Γαμώ, κυριλέ... Ναί... Έ, δέν ξέρω αν θα μπορεί, θα δώ... Έ;... Όχι-όχι! να τη φέρεις εσύ, και βλέπουμε!... Ναί... Ναί κούκλα, ναί... Έγινε, ναί... Άντε... Ναί, ναί, τσάο-τσάο, ναί, γειά...] Έλα ρε μαλάκα.
— Καλά, τί μαλάκας είσαι; Φέρ' την γιά 'να τηλεφωνικό εξηνταεννιά να κάνουμε παιχνίδι ρε πούστη, τί παρτάκιας...
— Άντε βρε βλάκα, «τηλεφωνικό εξηνταεννιά» να πούμε...
— 'Ντάξει, τουλάχιστον ξηγήθηκες ντάμπλ ντέιτ, δέ λέω. Τί ώρα είπατε;
— Άρρωστος δεν ήσουνα εσύ;...
— Έλα μωρέ, «άρρωστος»... Τριανταέξ' κι' εννιά πυρετός ειναι;...

(από vikar, 23/09/10)Αυτός μπορεί και το κάνει με τον εαυτό του! (από Vrastaman, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξεως Ιλλουμινάτι («πεφωτισμένοι», βλ. γνωστή νουβέλα του Dan Brown) σε συνδυασμό με το γνωστό Κυπριακό τυρί χαλούμι.

Χαλουμινάτι αποκαλούνται τα κλειστά λόμπι που σχηματίζουν (τρεντόπουστες συνήθως) Κύπριοι φοιτητές οι οποίοι ερχόμενοι στην Ελλάδα για κάποιον ακατανόητο λόγο κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους, πίνουν καφέ μόνο μεταξύ τους, συζητάνε μόνο μεταξύ τους και γενικώς πραγματοποιούν την οποιαδήποτε κοινωνική τους δραστηριότητα αποκλειστικά με ομοεθνείς τους, θυμίζοντας έντονα μασονική στοά.

Αυτό που επίσης προκαλεί εντύπωση είναι ότι όλες αυτές τις δραστηριότητες τις κάνουν δημόσια με τρόπο μάλιστα συχνά παρεξηγήσιμο μιας και δίνουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τριγύρω τους. Κοινώς γράφουν τον περίγυρο στα αρχίδια τους τα μαλλιαρά. Αυτή η ενέργεια βέβαια, συμβαίνει σαφώς και αμφίδρομα από τον περίγυρο προς τους χαλουμινάτι.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι χαλουμινάτι (και όχι χαλουμινάτοι) αποτελείται από ένα εκρηκτικό μείγμα ακατανόητων Κυπριακών με ολίγη από βλαχο-Αγγλικά. Οι διάλογοι πραγματοποιούνται σχεδόν πάντα σε αυξημένη ένταση, πολύ πάνω από το κανονικό (ο κάθε χαλουμινάτoυς συνήθως γκαρίζει σε μια τάξη των 20-30dB παραπάνω από έναν μέσο άνθρωπο). Τα δυο παραπάνω χαρακτηριστικά συμβαίνουν ταυτόχρονα και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα είναι να καθίσταται αδύνατη η συνύπαρξη με κάποιον άτυχο που δεν ανήκει στο εν λόγω λόμπι.

Τα συμπτώματα που έχουν καταγραφεί από προσπάθεια παρακολούθησης συνεστίασης χαλουμινάτι σε κάποιο δημόσιο η μη χώρο από έναν μη-μυημένο με ρεκόρ αντοχής τα 8 λεπτά είναι:

1-2': Παράξενο βλέμμα, οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται ελαφρώς,

2-4': Ελαφρύ χαμόγελο, παλμοί σταθεροί,

4-5': Στιγμιαίο έντονο γέλιο, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται, ο μη-μυημένος αρχίζει να νιώθει μια ψεύτικη ευεξία,

5-6': Σημάδια εκνευρισμού, οι παλμοί αυξάνονται,

6-7': Ο εκνευρισμός τείνει να οδηγήσει ραγδαία σε εγκεφαλικό επεισόδιο, οι παλμοί αυξάνονται πλέον επικίνδυνα,

7-8': Τάση για εμετό, έντονος πονοκέφαλος, συνήθως το θύμα εγκαταλείπει άρον-άρον το χώρο προκειμένου να βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας από τη συνεστίαση των χαλουμινάτι.

-Τι έγινε ρε Σταύρο;
- Άσε ρε συ έπεσα σε παρέα χαλουμινάτι μέσα στο μετρό, και μετά είχα πονοκέφαλο για το επόμενο δίωρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέσχη της απάτης. Η 11η πληγή του Φαραώ. Ο Αρμαγεδδών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα. Το βαθύτερο νόημα της αρπαχτής. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η απόλυτη καταπίεση με προοδευτικό προσωπείο. Η κατάρα των Θεών.

Προέρχεται από τις λέξεις πλαστός + στοκ. Μιλάμε για ολική αστοχία υλικού/παραγγελίας.

Όπως λέει και το τραγούδι:

«παίζω και χιπ παίζω και ρόκ
μεσ' στο σαλόνι το μπαρόκ
την έχω κάτσει απ' το σόκ
γιατί όλο το στόκ ήταν πλαστόκ»

Τα μέλη του αποκαλούνται πλαστόκοι (<πλαστόκος, ο). Καμία σχέση με τον απλό και φερέγγυο στόκο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου. Ο πλαστόκος θα σε ρίξει σίγουρα. Όταν τον έχουν διορίσει στον ΟΤΕ ή στην ΕΥΠ λέγεται και πλαστοκοριός.

Κάθε ομοιότητα με γνωστά κόμματα είναι απολύτως συμπτωματική. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές του, όπως θασόκ, μπατσόκ, σκατόκ, κ.α.

«...Το “λασπολόγησε και κυβέρνα” του Πλαστόκ πάει γαμημένα καλά...»

(Από πού αλλού; ...Μαύρη Φατρία)

ένα είναι το πλαστόκ και προφήτης του ο ΓΑΠ (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί, και μπορέλι, λέγεται με ανάλογο ύφος βαριεστιμάρας.

- Σε παρακαλώ, αγάπη μου, θα πλύνεις τα πιάτα;
- Μπόρα...

Αφιερωμένο στην Ιρονίκ (από Khan, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published