Further tags

Εφόσον το ετυμολογήσουμε από το μπάτσος = χαστούκι, μπάτσα, σκαμπίλι (απ' τα αρωμούνικα), είναι ο οικογενειόρχης, που θέλει να ζήσει ζωή μπάτσελορ (=εργένη) και τελικά τα καταφέρνει να ζήσει ζωή μπάτσελορ με την έννοια ότι τον περιμένει η γυναίκα του με μπάτσους, παντόφλα και τον πλάστη. Ενίοτε και η πεθερά.

Υπερθετικός: μπάτσελορ πάρτι.

- Βγήκε χτες ο Αρίστος με τα μπουζουκομούνια και τελικά έκανε μπάτσελορ πάρτι!
- Πού; Στον Πλούταρχο;
- Όχι, στο σπίτι του, όταν γύρισε τα χαράματα και τον περίμενε η γυναίκα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αράπης, για όσους σαν τον Ράλλη δεν λένε το ρο. Πρβλ.: οι μισοί Έλληνες θα μάθουν τέχνες, οι άλλοι μισοί γάματα, ταγαμάς κ.ο.κ. Ένας ευαίσθητος και γαλλικής κουλτούρας τρόπος να πεις κάποιον αράπη.

Αγάπη! Αγάπη! Αγάπη μου! Σε παγακαλώ μου φέγνεις μια πίτσα και δυο μπύγες!

(Από το γνωστό ανέκδοτο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σημασία της φράσης είναι ίδια με την πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον

Αξιοσημείωτη όμως είναι η προέλευσή της, αν και δεν μπόρεσα να την διασταυρώσω.

Επί Όθωνος, σε μία δεξίωση στ' ανάκτορα, ήταν προσκεκλημένος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μπαίνοντας είδε δύο νέες και άγνωστες σ' αυτόν Βαυαροσκατόφατσες. Ρώτησε λοιπόν τον Αντ. Κριεζή, τον αυλάρχη, ποιοι είναι αυτοί. Ο Κριεζής του είπε:

«Πριν λίγο ήλθαν από την Βαυαρία, Μπαρτ (Burt) λέγεται ο ένας και Χέιστ (Heischt) ο άλλος.»

Και ο Γέρος, εκτιμώντας την υπηρεσία που θα προσέφεραν στην Ελλάδα, απάντησε κουνώντας το κεφάλι του:

«Κατάλαβα, πάρ' τον έναν και χέσ' τον άλλον δηλαδή...»

Αν όντως είναι έτσι, τότε η φράση πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον πρέπει να προήλθε από το λογοπαίγνιο του Κολοκοτρώνη, και το χέσε έγινε χτύπα για κοσμιότερη διαγωγή.

- Ποιοι είναι αυτοί οι καινούργιοι ωρέ Αντώνη;
- Ήρθαν από την Βαυαρία Θεόδωρε. Μπαρτ ο ένας και Χέιστ ο άλλος.
- Μάλιστα, πάρ' τον έναν και χέσ' τον άλλον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαργαριτάρι για το «αναψυκτικό», που έχει (θαρρώ) περάσει στην σλανγκ. Ίσως λόγω του αναβρασμού και των μπουρμπουληθρών.

- Γουστάρω ένα αναψηστικό! Πιάσε μου μια Έψα!
- Χτύψες;

Got a better definition? Add it!

Published

Τι μεγαλειώδης σοφιστεία υποβόσκει εδωδά βρε παιδί μου, δηλαδή μην κρίνεις για να μη κριθείς.

Γιατί; Διότι ζούμε σε εποχή αμφισβήτησης, γεμάτη αμφισβητούμενους αμφισβητίες, που αμφισβητούν τα πάντα και τους πάντες και είναι επίσης γεμάτοι κρίση για όλα και όλους.

Μην τζάζεις = μη δικάζεις (από το αγγλικό).
ίνα = για να.
μη τζαστείς = μη διωχθείς (από εδώ).

Υπόψη ότι, δεν πρέπει να κρίνουμε κανένα, εάν δεν έχουμε έρθει στην θέση του. Αυτό είναι μπούρδα, διότι κανένας από εμάς δεν πρόκειται να γίνει κάποιος Άλλος. Εν κατακλείδι, τζαζάρετε όλους και όλα.

Στα ανωτέρω μετέχω σε όλα.

Ρε γαμτμου, πέθανε το μωρό παιδί από καρκίνο ...
Αχ θεέ μου δεν είσαι δίκαιος...
Άντε τώρα να μπεις στην θέση του...

Ελάτε τώρα, ένα παράδειγμα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αναφορά προς την Μεσσηνjία, είναι τα τρία κακά του κόσμου, δηλαδή: Μαφία, Μασονjία, Μεσσηνjία. Η έκφραση περιγράφει την συνήθεια των Μεσσηνjίων για μεσσηνjιακό παραγοντιλjίκι και lobbying.

- Καλά πώς πήρε το τριχίλιαρο χωρίς νά 'χει καεί το χωράφι του; - 3Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική ονομασία για τρία από τα προϊόντα για τα οποία φημίζεται η Μεσσηνjία, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, σωματέμποροι.

Από Τρία Σίγμα, νταξ! Κάνουμε και εξαγωγές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα πάλαι ποτέ παιχνίδια που παίζαμε όταν είμαστε παιδιά. (Σ.ς.: Αν κρίνω από όσα λέγονται για την πρόσφατη συνάντα αυτό θα ήταν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες... Ή μήπως στον Μεσοπόλεμο;).

Η προέλευση έχει ως εξής: Παίζαμε λ.χ. βόλευ, ή ακόμη καλύτερα «μήλα» κ.ο.κ. και η μπάλα έβρισκε στο λεγόμενο «φυσικό εμπόδιο», δηλαδή στα κλαδιά μιας συκιάς, μουριάς, πεύκου κ.τ.λ. που δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε, γιατί δεν είχαμε πολύ χώρο για να διαλέξουμε πού θα παίξουμε.

Για αυτούς που μεγάλωσαν σε πόλεις, το «φυσικό εμπόδιο» μπορεί να ήταν κολώνα της ΔΕΗ ή η μπουγάδα της κυρα-περμαθούλας. Έτσι η φάση χάλαγε αδικώντας την μία ομάδα, η οποία φώναζε «φυσικό εμπόδιο» και διεκδικούσε την εξαρχής επανάληψή της.

Από εκεί προήλθε το «φυσικό» χάριν συντομίας, το οποίο σλανγκίστηκε με το αυθόρμητο σλανγκικό αισθητήριο που είχαμε ως παιδιά σε «φυσικός» και για μεγαλύτερη σλανγκ αίσθηση σε «χημικός». Αν ήταν τεχνητό εμπόδιο, λ.χ. κολώνα ΔΕΗ, λέγαμε και «τεχνητό». Αατα.

- Μπραααφ! (Κολώνα ΔΕΗ).

Κακομαθημένο παιδί: Δεν παίζω! Φυσικός! Φυσικός! Απ' την αρχή!
Αντίπαλη ομάδα: Σιγά μην σας δώσουμε και χημικό! Εμείς φταίμε που σημάδεψες την κολώνα;
Κ. Π. : Δεν παίζω! Δεν παίζω! Α. Ο. (ρυθμικά): Υ-πο-χώ-ρη-ση! Υ-πο-χώ-ρη-ση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν κάνει τίποτα άλλο στην ζωή του παρά μόνο γαμάει!

- Εμείς οι άντρες είμαστε μονογαμικά όντα!... Μόνο γαμάμε!...

(Απόφθεγμα του bourdela.tv).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified