Η απομίμηση Armani.
Πού ντύνεσαι ρε μεγάλε ... στου Χαρμάνι ;
Η απομίμηση Armani.
Πού ντύνεσαι ρε μεγάλε ... στου Χαρμάνι ;
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
Παράλλαξη της έκφρασης «χέσε μέσα» για να χαρακτηρίσει το γραπτό μήνυμα κινητού τηλεφώνου (sms) που το περιεχόμενό του δεν μας είναι ευχάριστο.
- Η γκόμενα με έχει πρήξει με τα χεσεμές απο το πρωί!...
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς: συναλλαγματική.
Γραμμάτιο λέγεται και η καθημερινή (για τους υγιείς γράφω και εννοώ) δόση προς την μητέρα φύση.
Βεβαίως λόγω γραφειοκρατίας της σούφρας βγήκε και το γνωμικό «τα κακά κόποις κτώνται».
- Μάγκες πάω να πληρώσω το γραμμάτιο και έρχομαι
- Καλά ρε, τι λέει... αυτός πηγαίνει στην χέστρα!!!
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αντιστροφή του τίτλου γνωστού μυθιστορήματος της Κατερίνας Τσεμπερλίδου «Όχι πια sex, μόνο φίλοι».
Λέγεται συνήθως από απηυδισμένα αρσενικά, που έχουν αποτύχει στις σχέσεις ακολουθώντας τη «φιλική» μέθοδο προσέγγισης και πόρευσης.
- Πάει κι η Ζωίτσα φίλε μου... μου τα φόρεσε. Φταίω εγώ, που την είδα και φιλαράκι της. Από δω και στο εξής όχι πια φίλοι, μόνο sex...
Got a better definition? Add it!
Αυτοαναφορικές χρήσεις:
Καβουροσλανγκόσαυρος που γυρνά ξανά και ξανά στον τόπο του εγκ-λήμματος, προσπαθώντας να βγάλει από την μύγα ξίγκι.
Ψωνισμένος Σλάνγκος που την αυτοβρίσκει και γυρνάει για να δει άστρα και σχόλια κατά το «ένας Σλάνγκος μετράει τα άστρα».
Σπεκουλαδόρος ή, το χειρότερο, σπαστήρ, που επιστρέφει, οπωσδήποτε όχι για καλό...
Ασίστ: Από την μια δαγκάνα στην άλλη.
Ο καβουροσλανγκόσαυρος χτυπάει πάντα δυο φορές!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος παραπέμπει σε μια απ' τις τελευταίες πρωτόγονες φυλές του πλανήτη, τη φυλή των Μασάϊ (Δες εδώ αλλά και εδώ), φυλή που κατοικοεδρεύει σε περιοχές της Κένυας και της Τανζανίας.
Τι όμως θέλει να πει ο Σικελιανός εδώ;
Ο όρος προκύπτει εκ του όρου «Φυλή των Μασάϊ» και εκ της λέξης μασάει και στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδέεται με συνδηλώσεις αγριότητας (εκ της φυλής Μασάϊ) και με μάσα. Συνδέεται δηλαδή με άγρια μάσα.
Οταν εδώ μιλάμε για φυλή των Μασάει αναφερόμαστε σε:
1) διαπλεκόμενα ντόπια & ξένα λαμόγια, σε μιζαδόρους (Δες κι εδώ αλλά κι εδώ), κλπ. που μασάνε αγρίως χρήμα με ουρά, χρήμα που θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής, της φυλής των Αφελίμ.
Πολλές φορές δε, κάποιοι της φυλής των Αφελίμ, γίνονται Μασάει με στόχο το εύκολο κέρδος. Θυμόμαστε σχετικά τον Αλεξαντράκη στο ρόλο του προλεφτάριου στο «Ξύπνα Βασίλη» και τον Κούρκουλο, που περιστασιακά έπαιξε αυτό το ρόλο, στο «Ορατότης μηδέν».
Σχετικά λήμματα: νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη, βιοπαλαιστής, στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά, δημοσιοκάφρος, παραθυρομουρμούρα.
Στα συγκεκριμένα λήμματα εικονίζονται διάφοροι φύλαρχοι.
2) Σε φαγοπότες που μασώντας αγρίως, χτίζουν ακάματα κοιλιακούς και σαγωνιαίους, ρίχνοντας τις μάσες της αρκούδας σε φεστιβάλ χοληστερίνης.
Σχετικό άσμα: Μασάϊ (Ερμηνεία: Ελλη Κοκκίνου, Συνθέτης/Στιχουργός:Φοίβος)
Στο συγκεκριμένο λίνκ υπάρχει απόσπασμα σχετικό με τη Φυλή Μασάει αυτής της έννοιας.
Got a better definition? Add it!
«Έτερον εκάτερον», σε χαριτωμενίστικη εκτέλεση αστειάτορα.
- Μεγάλη Παρασκευή πρωί, τσουπ σ’ ένα κανάλι ο Ψωμιάδης να τραγουδάει τον Επιτάφιο θρήνο (η ζωή εν τάφω…)!
Ο άνθρωπος είναι πραγματικά μεγάλος διασκεδαστής!
Τραγουδάει» - δεν ψάλλει. Έτερον το ένα, κότερον το άλλο!
Δες πόσο ευγενικά το λέω…
(από εδώ)
- Δε ρωτάς τους 50+ να σου πουν τι ποσοστό του ακαθάριστου μισθού τους έδιναν τότε για φόρο (έμμεσο-άμεσο) και για ασφάλεια; Νομίζω ότι θα εκπλαγείς. - Α, έτερον κότερον φίλε! Το μεν δεν αναιρεί το δε...τα θέλουμε όλα, έτσι; (από εδώ)
- Δικτατορία υπήρχε στις καπιταλιστικές μπανανίες της Ν. Αμερικής, δικτατορία και στην «σοσιαλιστική Βόρεια Κορέα».
Έτερον εκάτερον το κότερον που θά`λεγε και η Καιλή…
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός συνήθως για γκόμενα καλής ποιότητας.
- Βγήκα με μία χθές.. άσε...
- Τι, καλή;
- Μόνο καλή; Καληφόρνια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφερόμαστε στον ομώνυμο φόρο που έπρεπε να καταβάλλεται από τούς μη Οθωμανούς υπηκόους κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ούτε μιλάμε ακόμα για τον φόρο που θα πέσει στα κεφάλια του κόσμου λόγω οικονομικής στύσεως.
Αναφερόμαστε στο φόρο, στο τίμημα ντε που πέφτει στο κάτω κεφάλι κάποιου, που εφορμώντας ακάλυπτος στο πεδίο της μάχης, αποκτά παράσημο τιμής και ανδρείας (π.χ: σύφιλη).
Πολλές φορές, αυτός ο φόρος αποδεικνύεται φόρος ζωής και έτσι μπορεί να πέσει μια και καλή στο κεφάλι κάποιου και να τον στείλει να κοιτάει μόνιμα τα ραδίκια ανάποδα.
- Έπεσε στο κεφάλι του Ντίνου κεφαλικός φόρος. Πάει να σκάσει ο άνθρωπος.
- Αφου δεν ψηφίστηκε ακόμα το θέμα ρε εσύ.
- Δε μιλάω ρε εσύ για τη νέα οικονομική εισφορά που πρέπει να δώσουμε.
- Τότε;
- Να, είχε.... πλακωθεί στο ξεσκούφωτο τον τελευταίο καιρό.....ε και πολύ θέλει....
- Δηλαδή;
- Ti δηλαδή; Παρασημοφορήθηκε.
Got a better definition? Add it!
Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.
Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.
Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!
Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified