Further tags

Λογοπαίγνιο/λεξιπλασία με τον αγγλικό όρο homosexual και το «ωμός». Αναφέρεται σε άτομο μπρουτάλ, χωρίς συναίσθημα, παραδομένο στην ικανοποίηση των ορμών του. Η φιλοσοφία του είναι «κρέας θα μπει, κρέας θα βγει και το βούτυρο δικό σου».

Σούλα: Αχ για πες καλέ Μπία, τί έγινε με τον Νώντα τελικά;
Μπία: Καλός είναι μωρέ αλλά πολύ ωμοσέξουαλ το παλικάρι: βγάζει τόσο συναίσθημα όσο περίπου ένας νεροβούβαλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης ακούσματος από χρήση ουσιών. Ιδανικά χρησιμοποιείται για μαύρο, αλλά σε πιο απλές καταστάσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αλκοόλ.

Ενδεικτική κλίμακα:

  • 1 μάρλευ: κεφαλάκι
  • 2 μάρλευ: διαταραχές στην ομιλία και την όραση
  • 3 μάρλευ: dolby surround
  • 4 μάρλευ: έιπ

    Η μονάδα πάντως δεν έχει μετρηθεί επιστημονικά, κι έτσι ο χρήστης έχει σχετική ελευθερία να κάνει όποια υπερβολή θέλει κατά τη χρήση της (βλ. παράδειγμα).

Προέρχεται φυσικά από τον Bob Marley, πασίγνωστο μουσικό και εξέχοντα εκπρόσωπο του κινήματος των Ρασταφάρι, οι οποίοι ήταν ένθερμοι οπαδοί του χόρτου.

  1. (21:19) — Μαλάκα γουστάρω φάση. Κόβει βόλτες ο φοσμπά.
    (21:21) — Φίλε, έχω γίνει ζάντα αλουμινίου. Η μαστούρα μου έχει φτάσει τα 10.000 μάρλευ. (οι ώρες κλεμμένες από εδώ)

  2. — Μήπως δεν κάνω καλά που οδηγώ; Είμαι στα 5 μάρλευ αυτή τη στιγμή, ο δρόμος μού θυμίζει video game.
    — Φέρε να οδηγήσω εγώ μωρή πούτα, μην τα δώσουμε σε καμιά κολώνα.

5 Μάρλευ (από Vrastaman, 21/05/10)(από xalikoutis, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υμνητικό προσωνύμιο του γαλατικού παγανιστικού θεού «Bargalatsos», ο οποίος, κατά τη μυθολογία, εισέβαλλε ορμητικά στα μουνάκια των κοριτσιών άμα τη ενηλικιώσει των και τα γονιμοποιούσε.

Λογοπαίγνιο με την ονομασία του μεσαιωνικού όπλου που αποτελούταν από ένα μεγάλο κορμό δέντρου που κατέληγε συνήθως (αλλά όχι πάντα) σε ομοίωμα κεφαλής κριαριού, και χρησίμευε για να σπάνε τις καστρόπορτες («πολιορκητικός κριός»). Ο κορμός αντιστοιχεί στον κορμό του πέονος, ενώ η κεφαλή κριαριού αντιστοιχεί στην πεοκεφαλή.

— Θυμάσαι την πρώτη νύχτα που έκανες έρωτα, καλή μου Γελλοουσαμπμαρίνα;
— Θυμάμαι... Ήταν τα 18α γενέθλιά μου. Αποκοιμήθηκα γλυκά, όταν ήρθε στον ύπνο μου ο «Πολιορκητικός Κρύος» –μεγάλη η χάρη του. Από τότε δεν ησύχασα ποτέ, θέλω συνέχεια σεξ!

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αυτός που παίζει το πέος του. Λογοπαίγνιο από το «θεομπαίχτης» και το «πέος». Κυριολεκτικά, βέβαια, θα σήμαινε «αυτός που εμπαίζει το πέος του», αλλά ποιος νοιάζεται;

Αντώνυμο: πεομπήχτης

— Θα 'ρθει και ο Μάκης. Τον θυμάσαι, έτσι;
— Αν τον θυμάμαι, λέει; Μεγάλος πεομπαίχτης!

Δες ακόμη: πεοκρούστης, ψωλοβρόντης / ψωλοκοπάνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδελοξενοδοχείο. Συχνά θα ονομάζεται με κάποιο αρχαίο ελληνικό ή αιγυπτιακό όνομα, όπως «Όσιρις», «Τουταγχαμών», «Καλυψώ», «Άλκηστις», «Άρτεμις», «Κλεοπάτρα» κ.ά., το δε οικοδόμημα θα είναι είτε ετοιμόρροπο νεοκλασικό, είτε σε στυλ πολυκατοικίας ανατολικού μπλοκ.

— Τελικά τι έκανες με τη Μίνα;
— Την πήγα σε γαμοτέλ και περάσαμε αξέχαστα!

Να ένα γαμοτέλ τύπου "μπλοκ" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Δες και γαμο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δημιουργική σύνταξη βιογραφικού σημειώματος, ώστε να ταιριάζει με τις απαιτήσεις της προκήρυξης.

Το κουκουρίκουλουμ βιτάε περιέχει δράκους, αρκούδες, και γενικά κάνουν την τρίχα τριχιά.

Λεξιπλασία από το curriculum vitæ και το κουκουρούκου.

— Για δες το, είναι καλό;
.....
— Καλά ρε παπαράκι, από που έχεις εσύ εμπειρία στις Διεθνείς Σχέσεις;
— Ε, τι δεν τραβιόμανα δυό χρόνια με κείνη την ολλανδέζα;
Α; Κουκουρίκουλουμ βιτάε το 'κανες!

(από patsis, 21/05/10)(από Khan, 03/08/13)

Σύγκρινε με βυζογραφικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγαπώ, αλλά με σεξουαλική ή ειρωνική διάθεση. Λογοπαιγνιακός σλαγκοόρος που προέρχεται από σύμφυρση του «αγαπώ» και του «γαμώ», καθότι τα δύο έχουν κάποια κοινά φωνήματα, αλλά και μοιράζονται κάποιες σημασίες (βλ. π.χ. στίχους όπως «Έλα ν' αγαπηθούμε». Μη μου πείτε ότι εννοεί «έλα να νιώσουμε αγάπη ο ένας για τον άλλον». Πότε; Τώρα δα να τη νιώσουμε;).

Το ρήμα «αγαμώ» και ασυναίρετο «αγαμάω» (που ακούγεται ακόμα καυλύτερα), δίνει τα εξής παράγωγα:

αγάμη, αγαμημένος /-η, αγαμητός (και όχι «αγάμητος»), αγαμητικός /-ιά, αγαμησιάρης /-α κ.ά.

Έχει ιδιαίτερη φάση όταν η προηγούμενη λέξη λήγει σε -α, οπότε μόνο το «μ» μένει να κάνει τη διαφορά από το «γαμώ» και τα παράγωγά του. Π.χ. «θ (-α/α-) γα[μ/π]ηθούμε».

Μόνο από το http://www.poiein.gr/archives/7660/index.html αντλήσαμε τα εξής παραδείγματα:

Αγαμημένη
Αγάμησέ με σού είπα
Σ’ αγαμώ μού είπες
Μ’ αγαμάς σού έλεγα
Σ’ αγαμώ μού έλεγες
Κι αγαμηθήκαμε
Το γάμμα τής αγάπης έφαγε ολόκληρο το πι
και την έκανε ολόκληρη αγάμη
Ω αγάμη αγάμη
Ω αγάμη μου
αγάμη μου
Αγαμημένη μου
Αγαμημένε μου
Αγάπη και αγάμη ένα μαζί

Θέλετε κι άλλα;!;

να αγαμηθούμε απ\' την αρχή... (από Khan, 19/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πρωκτηδόν σεξ σε τοπίο με φυσική ομορφάδα, λόγγους, ραχούλες, κάνα δυο γιδοπρόβατα με τα κουδούνια τους να ηχούν, κάνα βοσκό να παίζει τη φλογέρα του (ή, αν κρυφοκοιτάζει, να παίζει το πουλί του) κ.ά. Συχνές φράσεις κατά την τοιαύτη συνουσία: «κουδούνισέ μου τον», «έλα να ακούσεις πώς παίζει η φλογέρα μου», «θέλω να σ' αρμέξω αγελαδίτσα μου» κ.ά.

  2. Ο κατσικογαμισμός, το συνουσιάζεσθαι μετά μηρυκαστικού του ιδίου ή αλλότριου κοπαδιού (στη δεύτερη περίπτωση πας μέσα για φθορά ξένης ιδιοκτησίας).

  3. Ό,τι και το 2, αλλά περιορισμένο στο να γαμάς τον κώλο του βοός (βους + κώλος).

  1. Έλα να κάνουμε ένα βουκωλικό, Μήτρο'μ, να θυμηθούμε το χωριό.

  2. Τον έπιασα, που λες, πάνω στο βουκωλικό με την κατσίκα μου. Θα τον αφαλοκόψω τον θεομπαίχτη!

  3. «...μετά το όργωμα, οι παππούδες του χωριού συνήθιζαν να επιδίδονται στο βουκωλικό, ένα έθιμο που ανάγεται στην ομηρική εποχή (όπως τα πάντα στον τόπο μας) και αποδεικνύει την αδιάσπαστη συνέχεια του Γένους...» (από το έργο του Α. Τεκέλογλου «Πώς το έκαναν οι παλιότεροι», εκδόσεις Αργκώ, Αθήνα 2006, σ. 666).

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παρετυμολογία της γνωστής έκφρασης «εκ του περισσού», η οποία δηλώνει ότι κάτι είναι περιττό, ότι κάτι ουσιαστικά δεν έχει καμία σημασία για την εξέλιξη κάποιας κατάστασης.

Με την έκφραση «εκ του Περισσού» δηλώνεται κάθε ενέργεια η οποία δημιουργείται και κατευθύνεται από το κεντρικό Eλληνικό κομμουνιστικό φρούριο (ή αλλιώς «σπίτι του λαού») που εδράζεται στη περιοχή του Περισσού. Τέτοιες ενέργειες αποτελούν προτάσεις, προκηρύξεις, εφημερίδες, τηλεοπτικά κανάλια, φει βολάνς κ.α., τα οποία ακολουθούν τη σκληρή κομμουνιστική γραμμή και τα οποία προσδιορίζουν τους στόχους και τις επιδιώξεις της ταξικής πάλης (κατά το «πάλη μωρό μου λείπεις πάλη μ' εγκαταλείπεις» που αναφέρεται σε γνωστό ελληνικό γυφτοπόπ άσμα).

Μετά την εξαγγελία των νέων μέτρων απο τη κυβέρνηση, εξεδόθη άμεσα προκήρυξη εκ του περισσού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified