Selected tags

Further tags

Οι ηλεκτροντίζελ λοκομοτίβες ADtranz/Bombardier DE2000 του ΟΣΕ, γιατί κοιτάζοντας τες από μπροστά θυμίζουν τα χρώματα της συσκευασίας του ομώνυμου καρκινογόνου προϊόντος.

Επειδή στην Ελλάδα η ηλεκτροκίνηση της γραμμής Αθήνα-Θεσσαλονίκη δεν προβλέπονταν να ολοκληρωθεί άμεσα στα 1998 (ο ορισμός αυτός γράφεται Φεβρουάριο του 2016 και ακόμα να ολοκληρωθεί) και προς αντικατάσταση των παλαιότερων τύπων λοκομοτίβων παρόλο που αυτές δεν ήταν απαραίτητα σε ηλικία συνταξιοδότησης (βλέπε ρουμάνα και κοντογούρουνο) η διοίκηση του ΟΣΕ αποφάσισε να αγοράσει 26 πετρελαιοκίνητα marlboro το 1998 με τα βασικότερα εξαρτήματα τους κατασκευασμένα σε Γερμανία, Αυστρία, Πολωνία και Βρετανία. Οι πρώτες 26 κυκλοφόρησαν με την αρίθμηση A-471 ως A-496 και με την έλευση άλλων 10 μεταξύ 2004-2005 οι 36 συνολικά πλέον λοκομοτίβες ελαβαν νέα 6ψήφια αρίθμηση από 220 001 ως 220 0036.

-Marlboro Λοκομοτίβες ή marlboro διζελάμαξες;

-Εμένα μου αρέσει η λέξη λοκομοτίβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μάγκας. Συνηθίζεται απο έφηβους που ξεκινάνε το κάπνισμα σε μικρή ηλικία συγκρίνοντας τις μάρκες τσιγάρων που καπνίζει ο καθένας.

Mάκης: - Tα <μάρκα> γαμάνε, έχουν τον καλύτερο καπνό!
Μπάμπης: - Winston αναρχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατιωτικό ιδίωμα, κατά το anti-doping control, σχηματίζεται το αντιγόπινγκ κοντρόλ, ή, συνηθέστερα, απλώς αντιγόπινγκ, που σημαίνει το μάζεμα αποτσίγαρων- γοπών από χώρους του στρατοπέδου. Αποτελεί καψώνι ή και αναγκαία μορφή καθαριότητας. Λέγεται και γόπινγκ (ένα από τα πολλά στρατιωτικά γερούνδια, όπως έρπινγκ, πύλινγκ, πευκοβελόνινγκ κ.τ.ό.) ή ξεγόπιασμα.

Πλέον έχει ξεφύγει από τον στρατό, και γίνεται ιδιαίτερα σε παραλίες τα καλοκαίρια, από άτομα που είναι επιφορτισμένα με την καθαριότητά τους ώστε να μην είναι αντιτουριστικές. Επίσης, αναλαμβάνεται ενίοτε από ακτιβιστές ως προσφορά στην οικολογία και την πατρίδα. Σ' αυτήν την μη στρατιωτική χρήση έχει, κττμγ, περισσότερη σημασία ο όρος κοντρόλ, αφού υπάρχει σύντονη προσπάθεια να ελεγχθεί η παραλία (ή άλλος χώρος) από γόπες που μας εκθέτουν.

Στη σημερινή συγκυρία, όπου ασκείται κριτική στην ελλαδιστανική νοοτροπία του «καθαρίζω το σπίτι μου, και πετάω τα σκουπίδια στο δρόμο», το αντιγόπινγκ κοντρόλ είναι επίκαιρο, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε ευγενείς μορφές εθελοντισμού (ή και επαναστατικού δεθελοντισμού) και σε συναφή αυτοκριτική της νοοτροπίας του πετάω τη γόπα μου όπου νά 'ναι, η οποία χρονικώς συνέπεσε με το ντοπάρισμα της μεταπολίτευσης, το οποίο έχει ήδη υποστεί αντιντόπινγκ κοντρόλ (κυριολεκτικά και κυριολεκτικά).

  1. μικροί ψαράδες έτοιμοι;;;;; σήμερα το πρόγραμμα έχει αντιγοπινγκ control. (Εδώ).

  2. Αντιγοπινγκ σφουγγριστρα και καλλιοπη ειναι για σας τους Ι4.
    Ο στρατος ειναι εκπαιδευση και επιστημη.Εκτος και εχετε δει ποτε Spetsnaz να σφουγγαριζουν.
    Σε μας τα κανανε αυτα οι Ι3 θαλαμοφυλακες και οι Ι4 σαν εσας που ηταν να φυγουν και τελειως με μεταταξη συνηθως. (Εδώ).

  3. Βοήθησε τους προσκόπους στο «αντιγόπινγκ« (Εδώ).

  4. ετσι μου τη ΄δίνει η απαισιοδοξία του ΕΛΛΗΝΑ(ΡΑ) (και ο καναπες του ....) ε αφου και ο αλλος αφηνει την μπανανόφλουδα στην παραλία εγω θα κανω αντιγοπινγκ ; ε αφου δεν υπαρχει αξιοκρατια στις προσληψεις εγω θα παω με το σταυρο στο χερι ;
    ε αφου παρκαρουν ολοι παρανομα εκει εγω γιατι να πληρωσω παρκινγκ; ε αφου λαδώνουν για να κανουν τη δουλεια τους εγω να μη λαδωσω ; και ποιος θα τρεχει στα δικαστηρια μωρε ;;;;;;;;;;
    ΕΓΩ ΘΑ ΣΩΣΩ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΜΩΡΕ ΩΧΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ..... !!! ;;;;; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.

Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.

1.
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά

  1. Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: για σένα θα φάω ένα ταψί μπακλαβά.

- Σ' αγαπώ
- Νταξ, θα φάω ένα ταψί μπακλαβά!

(από GATZMAN, 20/02/11)Με ρωτάς εγώ για σένα τι θα έκανα. (από Galadriel, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημη μονάδα μέτρησης χωροχρόνου, την οποία οι φυσικοί όλου του κόσμου, αρνούνται να αναγνωρίσουν. Άσε που με την αντικαπνιστική εκστρατεία θα περάσει και αυτή η μονάδα μέτρησης στην αχρηστία όπως η οκά. Οι ξενέρωτοι επιστήμονες, ακόμα και τα νανοσεκόντ αναγνώρισαν, αλλά αγνοούν επιδεικτικά την εφευρετικότητα του νεοέλληνα, ο οποίος ως ακαμάτης, είναι και εφευρέτης.

Διότι, όπως είπε και ο Αϊνστάιν, ο χρόνος είναι σχετικός. Αν περνάμε καλά (π.χ. η πρώτη φορά που συνευρεθήκαμε με τη γυναίκα μας) περνάει πιο γρήγορα, σε αντίθετη περίπτωση (π.χ. την χιλιοστή φορά που συνευρεθήκαμε με τη γυναίκα μας) δεν περνάει με τίποτα.

Απλουστεύοντάς το, ο νεοέλλην καπνιστής, κατάφερε να καταβαραθρώσει τη σχετικότητα και να σταθεροποιήσει τον χωροχρόνο, σπάζοντάς τον σε τσιγάρα. Η βασική μονάδα μέτρησης είναι το ένα τσιγάρο (όχι στριφτό, όχι κατοστάρι, όχι μπάφο) η οποία έχει τις ακόλουθες υποδιαιρέσεις:

  • μια τζούρα δρόμος (5sec), εδώ δίπλα
  • δύο τζούρες δρόμος (10sec), εδώ παραδίπλα
  • μισό τσιγάρο δρόμος (2min), στα 100 μέτρα

    Και για μεγάλα χρονικά διαστήματα χρησιμοποιούμε:

  • δύο τσιγάρα δρόμος (30 min), Αγ. Παρασκευή-Κέντρο μέσω Καισαριανής

  • τρία τσιγάρα δρόμος (59 min), πολύ ώρα και μακρυά ή αλλιώς ξέχνα το.

    Οι χωροχρονικές αποστάσεις αυτές μετρήθηκαν με αυτοκίνητο μεσαίου κυβισμού και λαμβάνοντας υπόψιν και μικροκαθυστερήσεις που οφείλονται σε αστάθμητους παράγοντες (μούντζες σε άλλους οδηγούς, μπινελίκια σε πεζούς και ντελιβεράδες που δεν βλέπουν το αυτοκίνητο και κάνουν σαν να τους ανήκει ο δρόμος, άδειασμα τάσου σου στην άσφαλτο προ εκκινήσεως κ.λ.π.).

σ.ς. Καλό είναι, κάθε φορά που βγαίνετε εξωτερικό, να προμηθεύεστε το πινακάκι με τις αντιστοιχίες σε sec (ΕΛΠΑ). Οι ξένοι δεν χρησιμοποιούν όπως είπαμε (λόγω κομπλεξισμού, και παγκόσμιας αντιελληνικής συνωμοσίας, βλέπε Λιακόπουλο, Πλεύρη, και τώρα τελευταία Χαρδαβέλλα), την καθαρά ελληνική, μονάδα τσιγαρομέτρησης.

Μπάρμπας, με Renault 5, σταματάει δεξιά στη Σόλωνος, αδιαφορώντας για τους οδηγούς που ακολουθούν, και ρωτάει μακρυμάλλη φρίκουλα φοιτητή, με κιθάρα στον ώμο:
- Δε μου λες κοπέλλα μου, με τι τρόπο θα βγω στη Κάνιγγος;
- Άκου μπάρμπα, τράβα ευθεία, και θα σε βγάλει ο δρόμος.
- Και δε μου λες, είναι μακριά;
- Α μπα, μισό τσιγάρο δρόμος...
- (γυρίζοντας στη δικιά του) Είδες φωνή η κοπέλλα, φαντάσου πόσα τσιγάρα καπνίζει!

(από electron, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

θυμιάζω / θυμιατίζω: Καπνίζω. Φουμάρω. Τσιγαρίζω.

Ως ευφημισμός για το κάπνισμα, το θυμιάτισμα χρησιμοποιείται συνήθως από το παπαδοσυνάφι, την παρασιτική εκείνη κλίκα που έχει προ πολλού πάρει εργολαβία και το ορίτζιναλ θυμιάτισμα. Εννοείται πως θα το ακούσει κανείς μόνο σε κλειστούς κύκλους, μακριά απ' τα μάτια και τ' αυτιά του χριστεπώνυμου πλήθους...

Όποιος έχει συναναστραφεί κατ' ιδίαν κληρικούς, και δη υψηλόβαθμους (δεσποτάδες και τα ρέστα) θα γνωρίζει καλά πως οι άνθρωπες αυτοί δε διαφέρουν ουσιωδώς σε τίποτα από μας τους λαϊκούς: έχουν τα ίδια γούστα, τα ίδια χούγια, τις ίδιες παραξενιές, τις ίδιες ανωμαλίες. Η μόνη τους διαφορά είναι που μας έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο, ζώντας απ' το περίσσευμα που παράγουμε όλοι εμείς οι μαλάκες. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, που θα 'λεγε κι ο Φρειδερίκος. Δημόσιοι υπάλληλοι, αμ πως;

Το γούστο είναι πως και οι ίδιοι, έχοντας πλήρη συναίσθηση της αχρηστίλας και του παρασιτισμού τους, κάνουν τη σχετική πλακίτσα και αυτοσαρκάζονται. Οι μάσκες πέφτουν και τα προσχήματα καταρρέουν όταν βρίσκεσαι με καλή παρεούλα... Αποδομούν και τα σχετικά με το «λειτούργημά» τους, εξ ου και θυμιάζω = φουμάρω. Αρέσκονται ακόμη σε κατινίστικα κακεντρεχή σχόλια προς κάθε κατεύθυνση, αναπολούν με νοσταλγία τα βυζιά της κουμπάρας στον τελευταίο γάμο, σιχτιρίζουν τα μπαστάρδια που δε βγάζουν το σκασμό την ώρα της βάφτισης ή της «θείας» μετάληψης, και πολλά άλλα θεάρεστα και ευσεβή.

Στην τελική όμως, για να είμεθα δίκαιοι με τα τραγιά, δε μπορούμε να μη τους βγάλουμε το καπέλο για τη συσχέτιση των θείων και του καπνού. Διότι τα καπνά είναι πράμα ευλογημένο, όπως ο σίτος, η άμπελος και το έλαιον. Διότι και των μαντείων οι χρησμοί σ' άγιο καπνό υφαίνονταν. Διότι υπάρχει ο όρκος στο τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό (δεν τον πάω τον Κότσιρα αλλά άσχετο). Διότι το κάπνισμα φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά και εξημερώνει τα ήθη (βλέπε Πίπα της Ειρήνης). Γιατί κάθε τσιγάρο είναι μια προσευχή, σαν το άναμμα ενός κεριού. Γιατί το τσιγάρο είναι ο μόνος φίλος που καίγεται για σένα. Γιατί μόνο έτσι καλμάρουν τα νεύρα μας. Γιατί κάνει ωραίο στυλ (δε μπορώ να διανοηθώ ωραία γκόμενα και να μη καπνίζει). Γιατί σ' αυτή τη ρημαδοζωή είναι ότι φάμε κι ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος τους. Γιατί δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτουλα. Γιατί δεν ψαρώνουμε από άψυχα κουφάρια όπως «ποιότητα ζωής» και «σεβασμός στο περιβάλλον». Γιατί έτσι μας αρέσει.

Τέλος, γιατί από σήμερα κάθε τσιγάρο είναι μια φωτιά αντίστασης ενάντια στα ορθόδοξα πολιτικά δόγματα, ενάντια στην τυραννία του ορθού, ενάντια στον καρκίνο του υγιεινισμού και του αποστειρωτισμού. Ένας κόλαφος για τον εξουσιαστικό μπαμπούλα, ένα πλήγμα στην πανούκλα της κανονιστικότητας και της νομοτέλειας.

- Σεβασμιώτατε, προτείνω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στον εξώστη, όπου θα μπορούμε και να θυμιάσουμε συν τοις άλλοις.. Διότι, πιστέψτε με, έχω να σας αποκαλύψω ορισμένες πληροφορίες για τους ανταγωνιστές σας που σίγουρα θα σας ενδιαφέρουν...

- Ναι τέκνον, συνετώς ομίλησες, έχωμεν χαρμανιάσει τόσην ώραν άνευ των σεπτών ημών σιγαρέττων παπαστράτων...

(από xalikoutis, 05/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτο. Στα καλιαρντά είναι ο αναπτήρας εκ του α΄ συνθετικού κάγκελο- που δηλώνει ο,τιδήποτε το μεταλλικό και του κερικεντέ που σημαίνει σπίρτο, ετυμολογούμενο από τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) εκ των κερί και κέντα. Συνώνυμο: σιδεροπυρού.

Σιδεροπυρού

  1. Λούμπα γλίτσας κουελοσφαλάει στοά...καγκελοκερικεντέ και Lucky Strike....
  2. -Αβέλω καγκελοκερικεντέ..... -Ξεροχύνω με το τραβέλι που κατεβαινει πιάτσα με το ΧΤ, τι να λέμε τωρα ουτε να την φορτώσεις δεν θελει,σε φορτώνει εκεινη στο ΧΤ και σε παει καβάτζα -θα εχει πλάκα να σου λέει καβάλα στο ΧΤ και φυγαμε...
  3. Τελικα εσας θα σας αβελω πρεζαντι, ενα καγκελοκερικεντε, και κανα δυο λιτρα μυρμυγκομπαλοζουμο, να πάτε να φοκαριστειτε στην Κανουλού. (Όλα από λοξά θρεντ σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified