Further tags

Ο όρος ελλημπάν (ή helleban) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ελληνοαμερικανικό τύπο για να περιγράψει μερίδα της Ελληνικής ιντελιγκέντσιας που δεν έχυσε και πολλά δάκρυα την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου.

Στην Ελλάδα δημοσιοποιήθηκε από το βιβλίο του δημοσιογράφου Μανώλη Βασιλάκη «Καλά να Πάθουν» το οποίο απανθίζει τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις πληθώρας ελλημπάν στην πτώση των Δίδυμων Πύργων, συμπεριλαμβανομένων των Χρ. Γιανναρά, Κ. Ζουράρι, Ν. Μπογιόπουλου, Β. Μουλόπουλου, Λ. Κανέλλη, Στάθη Σταυρόπουλου, Λ. Παπαδόπουλου, μαρκαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, κ.α.

Χρησιμοποιείται με ζήλο από αυτό-μισούμενους φωταδιστές ανθελληνάρες εις βάρος κάθε αυτάρεσκου συνομοσιολάγνου ελ-ληναρά. Προσφιλής νεολογισμός όσων ανήκουν στον φιλελεύθερο χώρο (όπως αυτός εκφράζεται από τους Σ. Μάνο, Α. Ανδριανόπουλο, Ν. Δήμου, κ.α.).

Εκ των ελληνάρας και ταλιμπάν.

- (η) «τζάμπα μαγκιά» που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των Helleban.
(εδώ)

- ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ ΕΛΛΗΜΠΑΝ! Ο ΜΠΙΛΝΤΕΜΠΕΡΓΚ ΣΤΗΝ ΕΛ ΛΑΔΑ!!
(εδώ)

- Οσο πιστευεις οτι εισαι ο μοναδικος κατοχος της αληθειας, οσο πιστευεις οτι μονο εσυ τα ξερεις και οτι οι αλλοι ειναι απλοϊκα κοροϊδα, θα παραμενεις ελλημπαν.
(εδώ)

- Τον τελευταίο καιρό κάποιοι θερμοκέφαλοι Ελλημπάν κατόρθωσαν να προκαλέσουν και να ξεσηκώσουν τους μουσουλμάνους στην Αθήνα, ανθρώπους που διαχρονικά είχαν πολύ φιλική σχέση με τους Έλληνες. Μετά από αυτό δεν θα με εξέπληττε αν αύριο οι ίδιοι άνθρωποι κατάφερναν να δυναμιτίσουν τις ισορροπίες στην Θράκη ή τη Μακεδονία με ολέθριες συνέπειες.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ουσιαστικού μακάκας, που αποτελεί τροπή του μαλάκας, είτε για να θυμίσει τον ομόηχο πίθηκο, είτε και για λόγους φαρισαϊκής αυτολογοκρισίας σε κάπως πιο επίσημα κείμενα, είτε απλώς για γούστο. Προφάνουσλυ σημαίνει την μαλακία.

Αρκετά από τα δεκάδες χιλιάδες χιτς που δίνει το γούγλε αφορούν στον εθνικό μας μακάκα Νίκο Καρβέλα, που ονοματοδοτήθηκε έτσι από τον φούστη Λάκη Λαζόπουλο.

  1. Η μακακία είναι αήτητη….
    Παρουσιάζοντας τον Ολι Ρεν:
    «Αυτό το παλικαράκι(;) είναι που έρχεται στη χώρα μας. 48 χρονών. Ένα πανεπιστήμιο έχει τελειώσει(!) στη Γαλλία. Όχι πολλά πράματα…
    Γιώργος Αυτιάς πρύτανης μακακίας. (Δώθε).

  2. Τι είναι μία σκηνή αυνανισμού μπροστά σε μία τέτοια ...μακακία;
    Στο ΕΣΡ κλητεύεται για να δώσει εξηγήσεις ο ηθοποιός-σκηνοθέτης Χριστόφορος Παπακαλιάτης για την επίμαχη σκηνή του νέου του σήριαλ στο Mega με την επωνυμία «4» στην οποία, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο ρόλο του Βασίλη εμφανίζεται να παριστάνει πως αυνανίζεται, με την πλάτη στραμμένη στην κάμερα.
    Συγγνώμη, αλλά εμείς δε νιώσαμε πως προσεβλήθη η δημόσια αιδώς με αυτή τη σκηνή. Εξάλλου, εκτιμούμε πως μία αναπαράσταση (και όχι μάλιστα ξεκάθαρη μπρος στο φακό της κάμερας) αυνανισμού, δεν είναι τίποτα σε σχέση με το γεγονός ότι ολόκληρο το σήριαλ φαίνεται να είναι ακόμη μία ... μακακία και μισή, εκ μέρους του κου. Παπακαλιάτη. (Κείθε).

  3. Δεν είναι μακακία, απλώς, κάποιοι πασσάρουν για χαβιάρι κάτι που είναι ταραμάς. (Παραπέρα).

Και στην τρασιά του ειρηνοποιού Στράτου Λασκαρίδη (από Khan, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο στα πλαίσια της επαγγελματικής (και όχι μόνο) σλανγκ, αναφορικά με το διαβόητο «Σχέδιο Καλλικράτης», το οποίο πλέον αποτελεί και Νόμο του Κράτους (Ν. 3852/2010, όχι παίζουμε).

Ωσεκτουτού, χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρνητική ενέργεια που εκπέμπεται από αυτό, πέρα από τον ευφημισμό του ορίτζιναλ ονόματος, κυρίως σε κύκλους αποτελούμενους από άμεσα εμπλεκόμενους εργαζόμενους, οι οποίοι, με μαθηματική ακρίβεια, θα κληθούν να υποστούν τις δυσάρεστες συνέπειες που θα προκύψουν (αναγκαστικές μετατάξεις, αβεβαιότητα, απολύσεις συμβασιούχων... το καυλί, ντε).

Εναλλακτικά και αρκετά πιο γενικά, το παρόν λέγεται και σε περιπτώσεις συνεχόμενης λήψης χυλόπιτας, όπου το απηυδισμένο αρσενικό τα παρατάει και αναγκαστικά καταφεύγει στο Σχέδιο Β, στην αυτοϊκανοποίηση με λίγα λόγια, για την αποφυγή περαιτέρω ψυχολογικής και βιολογικής ζημιάς (καυλικράτης όνομα και πράγμα δηλαδή).

  1. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... λήγει η σύμβαση και τώρα με τον Καυλικράτη, δε μας βλέπω καλά...
    - Και τι σκας; Σ.Π.Ε. και ξερό ψωμί...

  2. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... έφαγα τρεις χυλόπιτες μέσα σε μια μέρα...
    - Και τι σκας; Βάλε σε εφαρμογή το Σχέδιο Καυλικράτης να στανιάρεις και άμα 'ναι να 'ρθει θε να 'ρθεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγόρια στην ηλικία της πρώιμης εφηβείας. Είναι το αντίστοιχο με το «πιπίνι» σε συνδυασμό με αυτό που ανακαλύπτει ότι έχει στο βρακί του ένας έφηβος, το λιλί του. Τα λιλίνια φέρουνε τρέντυ κόμμωση αχτενισιάς, έχουνε ζόρικο ύφος κι απλανές βλέμμα, επειδή την έχουνε κάνει σφεντόνα από τη μια και από την άλλη επειδή έχουνε κάψει σχεδόν όλα τους τα εγκεφαλικά κύτταρα στα βίντεο γκέημς. Αλλά η γενετήσια ορμή, τα αναγκάζει να συγκροτούνε παρέες 3-7 ατόμων, και να συχνάζουνε στα νυμφοπάζαρα. Είναι συνώνυμο του «τραγάκια».

Ωχ, πλακώσανε τα λιλίνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από πολλών ετών φανατικός και αποκλειστικός καταναλωτής μπύρας, ο οποίος φέρει με υπερηφάνεια το μπυροκοίλι του.

Ο Μήτσος και ο Γιώργος, μεγάλοι μπυροπατέρες! Ένα καφάσι μπύρες ο καθένας για το καλημέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε λαϊκά, επαρχιώτικα αλλά και πρωτευουσιάνικα οικιστικά σύνολα της Ελλάδος μας, όπου δεν υπήρξε ποτέ κατά το παρελθόν σχέδιο πόλης και χωρικής ανασυγκρότησης, παρά μόνον άδειες οικοδόμησης οπουδήποτε και οποτεδήποτε, κατόπιν καταβολής λαδιών στις αρμόδιες υπηρεσίες (όχι ότι δεν συνεχίζεται «εντελώς τυχαία» και σήμερα αυτή η κατάσταση), πολλές φορές οι νοικοκυραίοι μας θέλοντας να φροντίσουν για το μέλλον των παιδιών τους ηναγκάζοντο να παρατήσουν το τρακτέρι για να το παίξουν αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, χωροτάκτες και περιβαλλοντολόγοι, δίνοντας έτσι τις «αυστηρές γραμμές» στο παραδοσιακό ύφος της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής του «χτίζω όλο το οικόπεδο και ανεβάζω τόσους ορόφους όσες είναι οι κόρες μου».

Έτσι, οι κατά πολύ νεότεροι συντελεστές δόμησης και κάλυψης που εφαρμόστηκαν από τους πολεοδόμους δεν αποτελούν προϊόντα ακαδημαϊκής ερεύνης των μηχανικών παρά προέρχονται από την εφευρετικότητα του ακούραστου Έλληνα οικογενειάρχη να εφευρίσκει κανονισμούς και να τους εφαρμόζει ο ίδιος όπου και όποτε βρει τον αρμόδιο υπάλληλο που με περισσή δημοκρατικότητα και υπευθυνότητα θα του υπογράψει την άδεια.

Σε περιπτώσεις δε όπου το γεωτεμάχιο ανήκε σε έναν ή περισσότερους εξ’ αδιαιρέτου ή οριζοντίους ιδιοκτήτες, τότε, επειδή οι κόρες δεν ήταν δυνατόν να διαιρεθούν, ο συντελεστής κόρης αυξανόταν αθροιστικά. Έτσι, εάν ήταν 4 ή 5 τα αδέρφια ή ξαδέρφια ή, τελοσπάντων, τα φυσικά πρόσωπα που είχαν δικαιώματα στο ακίνητο (πράγμα σύνηθες στο Εθνικό μας Κτηματολόγιο) και είχαν από 2 κόρες έκαστος, τότε η άδεια για το δεκαόροφο έβγαινε με τα μπούνια.

Αργότερα, οι κόρες άρχισαν να μορφώνονται και να μετακομίζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα για να σπουδάσουν σε επαγγελματικά ιδρύματα. Έτσι, το εμπράγματο δικαίωμα «κόρη» μεταφερόταν από περιοχή σε περιοχή και μεταβιβαζόταν όλο στον επίδοξο «νοικάρη», ιδιοκτήτη σε περιοχή πλησίον του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Έτσι, έχουμε την τύχη σήμερα να μπορούμε να θαυμάζουμε τα σύγχρονα 20όροφα αρχιτεκτονικά θαύματα έξω από την Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου και αλλαχού.

Μερικά μόνο από τα χιλιάδες οικιστικά σύνολα που έχουν σχεδιαστεί με βάση τον «συντελεστή κόρης» παρατίθενται εδώ μόνον για λόγους πρακτικής τεκμηρίωσης του λήμματος και είναι η Νέα Αλικαρνασσός του Ηρακλείου Κρήτης, ο Άγιος Βασίλειος στο Περιστέρι Αττικής, η Κυψέλη του Δήμου Αθηναίων, τα Μανιάτικα του Πειραιά, ο Αλμυρός Βόλου, διότι αν ξεκινούσαμε να τα αναφέρουμε όλα δεν θα τελειώναμε ποτέ.Ζωγραφική με το πόδι

- Καλησπέρα κύριε Νώντα. Σήμερα το πρωί σας έφερα και τη μελέτη για την πυρασφάλεια. Ελπίζω ότι θα καθαρίσετε σύντομα με το θέμα εφαρμογής του συντελεστή κόρης στην οικοδομή μου, εφόσον δεν πήγε από αρχιτεκτονικό συμβούλιο.

- Καλησπέρα κύριε Φώντα. Μείνετε ήσυχος. Η συνεργασία μας ήταν άψογη και όλη η Διεύθυνση θα είναι στην διάθεσή σας. Αφού υπάρχει η άδεια του '70 την οποία δεν υλοποιήσετε λόγω αρχαιολογίας! Θεωρώ ότι σε μία βδομάδα θα μπορείτε να αρχίσετε τις εκσκαφές...

- Είστε εξαιρετικός, κύριε Νώντα!

"Για μια χούφτα τούβλα", Τσάκωνας, 1987 (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 09/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνώμη.

Χρησιμοποιείται από άρρωστους τεχνο-σλανγκάδες, κυρίως λινουξάκηδες. Προέρχεται από το περιβάλλον εργασίας gnome.

- Τι γκνόουμ έχεις για τη γκόμενα;
- Τρελό σώμα, αλλά από μάπα χάλι!

(από Vrastaman, 30/08/10)(από perkins, 30/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified