Further tags

Η κυριαρχία μεγάλου αριθμού άσχημων γυναικών (μπάζων) σε κέντρο διασκέδασης, μπαρ ή σε οιαδήποτε άλλη συγκέντρωση ανθρώπων και των δυο φύλων. Το αντίθετα του μουνοθύελλα.

- Χτύπησες κανένα γκομενάκι χτες ρε;
- Άσε ρε φίλε, μπαζοκαταιγίδα ήταν! Μόνο τη Μαρία την Άσχημη δεν είχαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρταετό λέμε ότι πετάει αυτός ο οποίος αυτοϊκανοποιείται και δεν είναι ιδιαίτερα δραστήριος στον σεξουαλικό τομέα! Γιορτάζει την Καθαρά Δευτέρα.

Έκοψες καθόλου ή μόνο χαρταετό;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά για το βαρετό, το ντεκαυλέ, το παρώ, το αντίθετο του κίνκι. Στα ελληνικά, χρησιμοποιείται κυρίως από την σαδομαζοχιστική κοινότητα (όπως άλλωστε και στα αγγλικά), για να περιγράψει το σεχ που δεν έχει σαδομαζό στοιχεία (ή έστω έχει λίγα, μια και σεξ χωρίς καθόλου σαδομαζό διάσταση ίσως δεν υπάρχει), και είναι ωσεκτουτού φριχτά βαρετό. Επιτομή της βανίλιας είναι ο ιεραπόστολος. Η σειρά από την βανίλια προς την αποβανιλοποίηση πάει περίπου: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSMτζής.

Προφάνουσλυ, προκύπτει από το ότι η βανίλια είναι το πιο ουδέτερο και άχρωμο άρωμα λ.χ. σε κρέμες, παγωτά κ.ά., που υπάρχει επιλογή μεταξύ πολλών.

Θρεντ εδώ:

είστε σε bdsm ή βανίλια σχέση;

- Vanilla θα έλεγα αλλά με πολλά στοιχεία BDSM καθότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Πως λέμε ρε παιδί μου « θα σε γαμήσω που θα σε γαμήσω, ας βάλω και λίγο αίσθημα »
- Είμαι σε ένα περίεργο σύμπλεγμα BDSMικής σεξουαλικά και στα παιχνίδια σχέση με βανιλικα συναισθήματα και συμπεριφορές κατά διαστήματα
- Εγω σε vanilla γαμο με στοιχεια και διαθεση bdsm (και απο τους 2) - Εχω σχεση, συζουμε, τον πλακωνω συχνα στις φαπες αμα με παραζορισει, αυτος με βριζει, εγω τον φτυνω, αυτος με φασκελωνει, οταν παει να κατσει στο pc του τραβω την καρεκλα με αποτελεσμα να κοπανιστει στο παρκε, αλλοτε παλι μου κλεινει το φως ενω κανω ντους μπας και τσακιστω, κατι σαν τον πολεμο τωμ Ροουζ ενα πραγμα!
Ειμαστε τοσο υποδειγματικο ζευγαρι!

Ιδού η απορία! (από Khan, 20/09/10)Βανίλια με Βίσση (από Khan, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικός ήχος κόμιξ που κάνει ένα διεγηρμένο αιδοίο καθώς συσπάται και ανοιγοκλείνουν τα χείλη του.

Η ατάκα συνοδεύεται από χειρονομία του δείκτη και του αντίχειρα που, τεντωμένοι και με φορά προς τα κάτω, ανοιγοκλείνουν γρήγορα, σε απόσταση χιλιοστών, προσομοιάζοντας τις συσπάσεις του αιδοίου.

- Κοίτα ρε συ τα πιπίνια κάτι ξέκωλα που φοράνε!
- Ε βέβαια! Βικ-βικ κάνει το μουνάκι τους!

(από protnet, 18/09/10)(από suxumuxu, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανότατα προέρχεται από το αγγλικό cockblocked που δηλώνει την διακοπή της σεξουαλικής πράξης από τρίτο πρόσωπο, από αμέλεια ή δόλο.

- Και πάνω στην ώρα που είμαι έτοιμος να μπω, χτυπάει η πόρτα και είναι η ξαδέρφη της που έχουν να μιλήσουν από πέρσι και έπαθα κοκομπλόκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει να φασωθεί πολύ καιρό.

- Πού 'σαι ρε μαν, όλα καλά;
- Άσ 'τα να πάνε φίλε, είμαι σε αφασία εδώ και 3 μήνες. Δεν παίζει γκόμενα.
- Κατάλαβα... Κουράγιο!

Φάσες (Αγριοπερίστερα). Η έλλειψη τους συνιστά αφασία  (από GATZMAN, 28/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία στα φλωρατζήδικα, καθώς και για τις μωρές παρθένες που δεν θέλουν να βωμολοχήσουν σε δημόσιο χώρο. Πρβλ. και μακακία που θυμίζει τον πίθηκο μακάκο, ενώ η λαλακία θυμίζει τον λαλάκη, το γνωστό ευτραφές και μπουλουκοειδές παιδί που τον κάνει τρόμπα για οποιοδήποτε λόγο, πίνει γάλα Πουστλέ και δεν πρέπει να πάει στα βαθιά όταν κάνει μπάνιο. Κατά τον Διαστροφικό Γλωσσολόγο, «η λέξη προκύπτει από τη λέξη λάκης με αναδιπλασιασμό της πρώτης συλλαβής για λόγους έμφασης».

  1. η συγκεκριμενη δηλωση νιωθω οτι με προσβαλλει. δεν ειναι δυνατον να πεταγεσαι και να λες φιλε μου οτι ο καθενας γραφει οτι λαλακια του κατεβει εδω μεσα. να σεβεσαι τον εαυτο σου και μετα τους αλλους.ποτε δεν ξερεις ποιος κρυβεται πισω απο ενα nick name. το θεωρω απαραδεκτο για το υφος του noiz , και οφειλω , επειδη τυχαινει να γνωριζω πολλα ατομα απο εδω , σε πληροφορω οτι η πλειοψηφια , δεν λεει ....«λαλακιες».
    στο κατω κατω ποιος εισαι εσυ που θα κρινεις ποιος λεει τι εδω μεσα. τοσο ξερολας εισαι πια;

(Δεν πλακώνονται μόνο στο σλανγκρ, αλλά και εδώ).

    1. Δε θα μας φτάσεις ποτέ στη λαλακία. Όσο κι αν το παίζεις τζόβενο στις αγοροπαρέες σου, ότι και καλά βλέπεις τσόντες από μικρή και αυνανίζεσαι συχνά και άλλα τέτοια, δεν έχει να κάνει. Η λαλακία στον άντρα δεν είναι ούτε αστείο, ούτε κάτι γλυκούλι που κάνουμε για να περνάμε καλά. Είναι σκοτεινό και άρρωστο. Ένας εθισμός που καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της ημέρας μας, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην εκτέλεση. Η γυναίκα για να αυνανιστεί θέλει να είναι ζεστά και άνετα, με την ταινιούλα της, το παπλωματάκι της, το μπανάκι της και όλα τα ωραία. Όχι πως δεν απολαμβάνει και ο άντρας τα παραπάνω. Αλλά αν χρειαστεί, μπορεί να βαρέσει λαλακία πίσω από ένα σκουπιδοντενεκέ σε σκοτεινό σοκκάκι, χρησιμοποιώντας για υλικό το τελευταίο φωτορεπορτάζ του Έψιλον με εικόνες από νεκρά παιδιά στο Μπαγκλαντές. Εσύ μπορείς;
      (Συμβουλές για κυρίες που δεν θα βρείτε σε γυναικεία περιοδικά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.

Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.

Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.

Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»

Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.

(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)

  1. Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
    από εδώ

  2. - Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
    - Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...

(από ironick, 17/08/10)δείτε και αυτή την απίθανη μαλακία (από ironick, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified