Η κυριαρχία μεγάλου αριθμού άσχημων γυναικών (μπάζων) σε κέντρο διασκέδασης, μπαρ ή σε οιαδήποτε άλλη συγκέντρωση ανθρώπων και των δυο φύλων. Το αντίθετα του μουνοθύελλα.
Η κυριαρχία μεγάλου αριθμού άσχημων γυναικών (μπάζων) σε κέντρο διασκέδασης, μπαρ ή σε οιαδήποτε άλλη συγκέντρωση ανθρώπων και των δυο φύλων. Το αντίθετα του μουνοθύελλα.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Χαρταετό λέμε ότι πετάει αυτός ο οποίος αυτοϊκανοποιείται και δεν είναι ιδιαίτερα δραστήριος στον σεξουαλικό τομέα! Γιορτάζει την Καθαρά Δευτέρα.
Έκοψες καθόλου ή μόνο χαρταετό;;
Got a better definition? Add it!
Αγγλιά για το βαρετό, το ντεκαυλέ, το παρώ, το αντίθετο του κίνκι. Στα ελληνικά, χρησιμοποιείται κυρίως από την σαδομαζοχιστική κοινότητα (όπως άλλωστε και στα αγγλικά), για να περιγράψει το σεχ που δεν έχει σαδομαζό στοιχεία (ή έστω έχει λίγα, μια και σεξ χωρίς καθόλου σαδομαζό διάσταση ίσως δεν υπάρχει), και είναι ωσεκτουτού φριχτά βαρετό. Επιτομή της βανίλιας είναι ο ιεραπόστολος. Η σειρά από την βανίλια προς την αποβανιλοποίηση πάει περίπου: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSMτζής.
Προφάνουσλυ, προκύπτει από το ότι η βανίλια είναι το πιο ουδέτερο και άχρωμο άρωμα λ.χ. σε κρέμες, παγωτά κ.ά., που υπάρχει επιλογή μεταξύ πολλών.
είστε σε bdsm ή βανίλια σχέση;
- Vanilla θα έλεγα αλλά με πολλά στοιχεία BDSM καθότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Πως λέμε ρε παιδί μου « θα σε γαμήσω που θα σε γαμήσω, ας βάλω και λίγο αίσθημα »
- Είμαι σε ένα περίεργο σύμπλεγμα BDSMικής σεξουαλικά και στα παιχνίδια σχέση με βανιλικα συναισθήματα και συμπεριφορές κατά διαστήματα
- Εγω σε vanilla γαμο με στοιχεια και διαθεση bdsm (και απο τους 2)
- Εχω σχεση, συζουμε, τον πλακωνω συχνα στις φαπες αμα με παραζορισει, αυτος με βριζει, εγω τον φτυνω, αυτος με φασκελωνει, οταν παει να κατσει στο pc του τραβω την καρεκλα με αποτελεσμα να κοπανιστει στο παρκε, αλλοτε παλι μου κλεινει το φως ενω κανω ντους μπας και τσακιστω, κατι σαν τον πολεμο τωμ Ροουζ ενα πραγμα!
Ειμαστε τοσο υποδειγματικο ζευγαρι!
Got a better definition? Add it!
Φανταστικός ήχος κόμιξ που κάνει ένα διεγηρμένο αιδοίο καθώς συσπάται και ανοιγοκλείνουν τα χείλη του.
Η ατάκα συνοδεύεται από χειρονομία του δείκτη και του αντίχειρα που, τεντωμένοι και με φορά προς τα κάτω, ανοιγοκλείνουν γρήγορα, σε απόσταση χιλιοστών, προσομοιάζοντας τις συσπάσεις του αιδοίου.
Got a better definition? Add it!
Πιθανότατα προέρχεται από το αγγλικό cockblocked που δηλώνει την διακοπή της σεξουαλικής πράξης από τρίτο πρόσωπο, από αμέλεια ή δόλο.
- Και πάνω στην ώρα που είμαι έτοιμος να μπω, χτυπάει η πόρτα και είναι η ξαδέρφη της που έχουν να μιλήσουν από πέρσι και έπαθα κοκομπλόκο!
Got a better definition? Add it!
Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.
- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει να φασωθεί πολύ καιρό.
Got a better definition? Add it!
Η μαλακία στα φλωρατζήδικα, καθώς και για τις μωρές παρθένες που δεν θέλουν να βωμολοχήσουν σε δημόσιο χώρο. Πρβλ. και μακακία που θυμίζει τον πίθηκο μακάκο, ενώ η λαλακία θυμίζει τον λαλάκη, το γνωστό ευτραφές και μπουλουκοειδές παιδί που τον κάνει τρόμπα για οποιοδήποτε λόγο, πίνει γάλα Πουστλέ και δεν πρέπει να πάει στα βαθιά όταν κάνει μπάνιο. Κατά τον Διαστροφικό Γλωσσολόγο, «η λέξη προκύπτει από τη λέξη λάκης με αναδιπλασιασμό της πρώτης συλλαβής για λόγους έμφασης».
(Δεν πλακώνονται μόνο στο σλανγκρ, αλλά και εδώ).
Got a better definition? Add it!
Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.
Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.
Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.
Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»
Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.
(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)
Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
από εδώ
- Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
- Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).
Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.
Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.
Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...
Got a better definition? Add it!