Further tags

  1. Μπορεί να αναφέρεται σε δυσδιάκριτη υπο-περίπτωση ενός γενικότερου φαινομένου, η οποία συνήθως αμελείται ή παραβλέπεται για λειτουργικούς ή άλλους λόγους και σκοπούς.

Μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χρησιμοποιηθεί όπως οι «ψύλλοι στ' άχυρα».

Μαθηματικά, μπορεί να παρασταθεί με μία τοπική ασυνέχεια ή ακρότατο κατά τμήματα συνεχούς συνάρτησης, ορισμένης σ' όλο το R, ή ως ένα πεπερασμένο στοιχειο υψηλής διακριτοποίησης (του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνατι, πρακτικά, αμελητέες), ή ως απειροστικό στοιχείο, μπουρουμπούρου...

Πραγματολογικά, η απεικόνιση μίας «πούτσας», δηλ. ενός μορίου (κάποιου λοστρόμου, Γκασμαδονησιώτη, Φιλιππινέζου μάγειρα, ή ενός θηλαστικού της θαλάσσης) στο αρχιπέλαγος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία αμελητέα ποσότης στην ευρύτερη οντότητά του (κοινωνικο-οικονομική, ναυτιλιακή, γεωγραφική, κλιματολογική, κλπ.)...

  1. Ή, μπορεί να αναφέρεται σε αναπάντεχη, απροσδόκητη εμφάνιση ενός φαινομένου ή πράγματος το οποίο, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, μπορεί να «προεξέχει» της γενικότερης στάθμης των πραγμάτων...

Φυσικο-μαθηματικά, αν και απέχουμε πολύ από την κατανόηση των εννοιών της σύγχρονης κοσμολογίας, αλλά γουστάρουμε να την κάνουμε κρεμαστάρια και να την βαφτίζουμε «μπλε», θα μπορούσε να αποσωθεί με τις θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα και σκουληκότρυπες....

Στην καθομιλουμένη, το «ξεκάρφωτο», το απιστεύτου, το «ξώμπαρκο» που πετάγεται στη ζωή μας και μας αφήνει σέκους, είναι κάποιες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγραφούν από το εν λόγω λήμμα.

  1. Για την ιστορία της φράσης, πιθανότατα ανεφωνήθη δια στόματος τινός λειτουργού των παραμεθορίων νήσων και χερσονήσων (ιδέ το παράδειγμα)...
  1. Μας πήγε τώρα ο Σάββας ο Μπούκερ από τας Σέρρας, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο, να μας κάνει το ντι-τζέη και να κατακτήσει την Αμερική...Ανάθεμα κι αν τον ακούσει κανείς στο ντοριτάδικο στο Σαν Ντιέγκο...

  2. Ποιον είδα ρε τις προάλλες; Το Θέμη τον ψηλλό ρε! Στο σταθμό, στην απέναντι αποβάθρα! Ήταν πήχτρα, ρε, σαρδέλες ο κόσμος! Και πεταγόταν η μάπα του σαν μια πούτσα στο Αιγαίο! Καλή φάση!

  3. Ακάκιε! Τρέξε να βαρέσεις τα σήμανδρα! Θαύμα! Φαλλός αναδυόμενος από της θαλάσσης! Του Αγίου Π.. ανήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιεροκάπηλος. Αυτός που εκμεταλλεύεται τη χριστιανική θρησκεία και τους πιστούς της για ίδιο οικονομικό όφελος.

Όρος βαθιά απαξιωτικός και άκρως φορτισμένος. Χρησιμοποιείται από οξείς πολέμιους της θρησκείας αλλά και σε ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες. Αναφέρεται κυρίως στο παπαδαριό και σπανιότερα σε λαϊκούς. Η χρήση της κατάληξης -ας, -έμπορας και όχι έμπορος, εννοεί να υπογραμμίσει την χυδαιότητα της πρακτικής.

Η έκφραση είχε πάρει τα πάνω της ως χαρακτηρισμός του Χριστόδουλου - βοήθησε και η παρήχηση, ο χριστέμπορας Χριστόδουλος.

  1. Ακόμα κι αν διαφωνείς με αυτή την πλύση εγκεφάλου του μαθήματος των θρησκευτικών, θα πρέπει να δηλώσεις εξαίρεση του παιδιού σου από το μάθημα, με όλες τις συνέπειες κοινωνικού στιγματισμού του. Πολύ βαρύ και θέλει κουράγιο για να το κάνεις. Οπότε συνήθως κάνεις το κοροΐδο, προς δόξα του Χριστόδουλου και κάθε άλλου κοιλιόδουλου χριστέμπορα. (από εδώ.)

  2. Πρώην χωροφύλακας, γνωστό φερέφωνο των γερμανοτσολιάδων στην κατοχή, χαϊδεμένο παιδί της χούντας και εξέχων μέλος της Χρυσοπηγής είναι τα στοιχεία που έχει να παρουσιάσει το βιογραφικό του, πριν καταλήξει δεσπότης. Σήμερα το μόνο που έχει να επιδείξει στο καινούργιο πόστο του είναι οι καταπληκτικές του επιδώσεις σαν Χριστέμπορας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό περασμένο δημοσίευμα του «Ελεύθερου Τύπου» που ανάμεσα στα άλλα «κατορθώματά» του μας περιέγραφε πως μετέτρεψε μια εκκλησιά σε σύγχρονο σούπερ μάρκετ με « υπόγειο πάρκινγκ για πούλμαν, δύο ασανσέρ-καμπαναριά, κυλιόμενες σκάλες, καταστήματα». (σχόλιο για γνωστό εν ενεργεία ιεράρχη, από εδώ.)

  3. Επειδή ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που τον φιλοξενούσε ήταν γνωστός μου, για να μη τον φέρω σε δύσκολη θέση, έφυγα αμέσως, αφού του υπενθύμισα για μια ακόμη φορά ότι είναι ένας κοινός χριστέμπορας προδότης της Ορθοδοξίας! (Από φόρουμ για το Άγιο Όρος εδώ, αναφέρεται σε αμφιλεγόμενο αρχιμανδρίτη που έχει απασχολήσει τα ΜΜΕ).

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση για το φωτομοντέλο, το μανεκέν. Πάνω του κρεμάς τα προς επίδειξη ρούχα. Είναι υποχρεωμένο να ντυθεί όπως θέλει ο μόδιστρος, να βαφτεί όπως θέλει ο φωτογράφος. Όπως έχει πει μια διάσημη κρεμάστρα, είτε είσαι αρχάρια είτε είσαι η Σίντυ Κρώφορντ, δεν σε παίρνει να έχεις αντιρρήσεις αισθητικής φύσεως. Μόνη σου υποχρέωση να επιδεικνύεις τα ρούχα και την έμπνευση του δημιουργού.

Αντίστοιχη υποτιμητική λέξη για άλλο γυναικείο ρόλο: γλάστρα.

Έγινε κοσμικός ναούμ' ο γιος της κυρα-Στέλλας, κατάλαβες, ο καρπαζοεισπράκτορας της παρέας, και πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις είναι στα κλαμπάκια παρέα με κρεμάστρες.

Got a better definition? Add it!

Published

Άνδρας προτιμών την δια του δικού του ορθού συνουσία, προς αύξησιν της ευχαριστήσεως του οργασμού του.

Διακρίνομε δύο τινάς περιπτώσεις, τους ετεροφυλοφίλους, όπου η σύντροφος χρησιμοποιεί αυτοφερομένη επ' αυτής πεϊκή πρόθεση ή άλλα ομοιώματα πέους δια των χειρών της, και τους ομοφυλοφίλους όπου λογικώς η ανάγκη ομοιωμάτων περιττεύει, πλην περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας του συντρόφου.

Η ετυμολογία του όρου συνίσταται από το τοπικό επίρρημα «πίσω» - εκ της ανατομικής θέσεως του πρωκτικού δακτυλίου και του απευθυσμένου - και το ουσιαστικό «βροντή» (ή κατ' άλλους το συνηρημένο ρήμα «βροντάω - βροντώ») λόγω της εντάσεως του οργασμού που ο πισωβρόντης βιώνει. Αντικείμενο ερευνών παραμένει ωστόσο το αν ακούει όντως βροντές.

Ο όρος ενίοτε χρησιμοποιείται υβριστικώς και προσβλητικώς από άνδρα προς άνδρα (υπονοώντας τη β' περίπτωση των ομοφυλοφίλων), ακόμη και επί ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την εν λόγω σεξουαλική συμπεριφορά.

Συνώνυμα: πισωγλέντης

Συζήτησις μεταξύ δύο -νυμφευμένων- φιλενάδων:

(Σούλα): - Άσ' τα Βούλα, ο προκομμένος μου αντί να μου κάνει σεξ μου ζητάει να του βάλω «από πίσω» το τηλεκοντρολ..
(Βούλα): - Αχ φιλενάδα, εγώ που τον έπιασα το δικό μου με το γαλατά;
(Σούλα - έκπληκτη): - Α τον πισωβρόντη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν απαξιωτικά ορισμένοι αγγλοσάξονες δημοσιοκάφροι και οικονομολόγοι την νότια Ευρωζώνη. Eκ του αρκτικόλεξου «P.I.G.S.» (Portugal, Italy, Greece, Spain).

Στα μάτια των ανέραστων αυτών τεχνοκρατών, τα γουρούνια της Ευρώπης όχι μόνο γουρουνιάζουν στο βούρκο των ελλειμμάτων, της ανεργίας και της διαφθοράς αλλά απειλούν να παρασύρουν και την υπόλοιπη Ευρώπη στο βορβορώδες τους τέλμα. Ποια όμως είναι τα πραγματικά γουρούνια της Ευρώπης αποτελεί θέμα άλλης συζήτας.

Νταξ, ceci n'est pas ιδιαιτέρως slang. Αφορά όλως την χώρα μας και ωσεκτουτού αναρτήθηκε.

- Τα γουρούνια της Ευρώπης έχουν πρόβλημα. Το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών ειναι 10% στην Πορτογαλία και Ισπανία και 14% του ΑΕΠ στην Ελλάδα...
(εδώ)

- Η ισπανική ένωση διευθυντών μέσων ενημέρωσης εξέφρασε σήμερα έντονη διαμαρτυρία στη βρετανική εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς για τη δημοσίευση μιας επιστολής στην οποία οι χώρες της νότιας Ευρώπης χαρακτηρίζονταν «χοίροι»...
(Ναυτεμπορική, 5/9/08)

- «PIGS»: c’est ainsi que les Anglo-saxons, indécrottablement perfides, désignent l’ensemble constitué par (...) quatre pays méditerranéens de la zone Euro, qui aujourd’hui traversent une bien mauvaise passe...
(Ici)

- Economists have a new theory as to why the porcine economies of Southern Europe are still so sluggish...
(Newsweek)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του σκάσε.

Είναι συνήθως η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό του μέσου 13χρονου που περιφέρεται στο διαδίκτυο όταν του αναγνωρίσεις το λάθος του.

Διατυπώνεται και ως «sks» se greeklish morfh.

- δεν κάνουμε mkb στην luna ρε.

- ... μην μιλας ρε.. σκσ λιγο να λες την αληθεια μαλιστα. ... sks re exis k ta @@ na xonis mesa apo pc; (από το hiphop.gr)

ska ska (ska sou) sou (από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την αξιολύπητη συνομοταξία των ατόμων που ψάχνουν επισταμένα για γυναικεία συντροφιά (με το πουλί στο χέρι), αλλά συγχρόνως διατηρούν έναν εξόχως σοβινιστικό και καθόλου ανθρωπιστικό χαρακτήρα (αρχιδάκια), δηλαδή αντιμετωπίζουν τις γυναίκες που ασχολούνται μαζί τους ως αντικείμενα - είναι νεολογισμός και προτείνεται η χρήση του ως βρισιά.

Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όλοι γνωρίζουμε κάποιον.

(από electron, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως τσιμπουκαρίων χαρακτηρίζεται μια γυναίκα σε μεγάλη ηλικία, που νομίζει ότι είναι κοπελίτσα και βάφεται, ντύνεται σαν 20άρα, ενώ έχει σίγουρα εγγόνια! Προέρχεται από τη λέξη τσιμπούκι και την κατάληξη -αρίων που προέρχεται από τον Βησαρίων, που δήθεν είχε αγιάσει σε κάποιο μοναστήρι. Λόγω ηλικίας!

Καλά ρε τι τσιμπουκαρίων είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified