Αν κάποτε δημιουργηθεί ίδρυμα προς τιμήν του σύγχρονου προφήτη, θα λέγεται Λιακούρειο Ίδρυμα. Ομοίως Λιακούρειο Μέλαθρον κτλ.
Ξεναγός: Στα δεξιά μας βλέπουμε το Λιακούρειο Μέλαθρον...
Αν κάποτε δημιουργηθεί ίδρυμα προς τιμήν του σύγχρονου προφήτη, θα λέγεται Λιακούρειο Ίδρυμα. Ομοίως Λιακούρειο Μέλαθρον κτλ.
Ξεναγός: Στα δεξιά μας βλέπουμε το Λιακούρειο Μέλαθρον...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.
«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας;»
Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.
(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).
Got a better definition? Add it!
ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ
Είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού «unbeliavable» και σημαίνει «απίστευτο»!
Ωχ!!! Πώς το κανες αυτό ρε φίλε;; ανπιστεύαμπλ!!!
βλ. και unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι αποκαλείται από το 2008 και δώθε, κυρίως από τους άμεσα θιγόμενους αεκτζήδες, ο γαύρος (greeklish: GAYros). Από το λοιπό φίλαθλο κοινό αποκαλείται και «διορισμένος».
Απόψε υποδέχεται τον χάρτινο στο κολασμένο οακα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ
Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.
Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».
βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο βλάκας. Καμία σχέση με τον προηγούμενο ορισμό. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει άριστη ακοή, αλλά καθυστερημένο μυαλό.
Πωπώ, τι μαρμελάδας είναι ο Λευτέρης ρε! Τελείως γκάου!
Got a better definition? Add it!
Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.
Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.
- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.
- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.
- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.
- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...
Got a better definition? Add it!
ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ
Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.
Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ
βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο όταν πράττει χωρίς έλεγχο κι αυτόβουλα, με σταρχιδέ διάθεση, αδιαφορία για τις συνέπειες, όλ' αυτά με την κακή έννοια, ότι βλάφτουν, δηλαδή, τους άλλους. Με άλλα λόγια, μια διεύρυνση και μια ψιλοχοντροδιολίσθηση έχει αρχίσει και παρατηρείται στο νόημα της λέξης, γιατί το να μη φορολογείσαι και να φοροδιαφεύγεις ήταν ένα κατά λίγο πολύ συγγνωστό παράπτωμα, αλλά τώρα έχει αρχίσει και ενοχλεί το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή τον καθένα μας ατομικά που νιώθει o μαλάκας της παρέας επειδή πληρώνει.
Κάτι σαν το πατρινό ερήμη.
- Έρχεσαι ρε μαλάκα έτσι αφορολόγητος στο γραφείο ενώ λείπω και αρχίζεις τα τηλέφωνα σε κινητά κι όλα, κάτσε ρε μαλάκα...
- Θα στα πληρώσω ρε φίλε! 27 του μήνα περιμένω κάτι λεφτά, πώς κάνεις έτσι!
- Το παιδάκι έχει πρόβλημα, μπαίνει αφορολόγητο στο γραφείο των δασκάλων και παίρνει τις μπάλες και φωνάζουν οι γυμναστές, πρέπει κάτι να γίνει!
- Αν είναι δυνατόν! Βεβαίως και κάτι πρέπει να γίνει.
- Με έχει κουράσει, είναι τελείως γεια σου, σκάει αφορολόγητος ό,τι ώρα νά' ναι και θέλει να του πληρώνω ακόμα και την κόκα κόλα.
- Κι εσύ όμως τον έχεις ευνουχίσει τον άνθρωπα...
- Ναι, μωρέ, τον αγαπάω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γαμοσλανγκοπροθήμα βλαχο- προσδίδει σε σχεδόν οποιαδήποτε λέξη μια ουρδεσάνς χυδαίου και νεοπλουτίστικου. Σιγουράκι. Στα πλαίσια αυτά, βλαχοφιλελέδες αποκαλούνται τα πρηξαρχίδια που παπαγαλίζουν καμαρωτά χυδαίες φιλελέ ή νεοφιλελέ κασέτες, συχνά χωρίς να καταλαβαίνουν τι λένε.
Το εν λόγω μπινελίκι εξαπολύεται, inter alia:
Από καραμανλικούς, λαϊκούς δεξιούς, αυγά, κ.ά. λεβέντες στα αριστερά του Καλιγούλα που βγάζουν φλύκταινες με τα όσα αποκλίνοντα πολιτικοκοινωνικά πρεσβεύουν οι δρασυριζαίοι νεοφιλελέφτ νεοφιλενινιστές (Κχανκ ©): τα ΛΟΑΤ του Γ. Βαλλιανάτου, τους αναξιοπαθούντες γυφτοσκοπιανούς που υπερασπίζεται το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, τους φωταδιστές Νίκους Δήμους που επιμένουν να αποκαλούν τα Ίμια Καρντάκ κ.ταλ.
Βλ. και: βλαχοδήμαρχος, βλαχοκυριλέ, βλαχόμαγκας, βλαχομπαρόκ, βλαχοντίσκο, βλαχοντιτζέι, βλαχορόκ, βλαχοτηνέιτζερ, βλαχοτρέντι, βλαχοχιπστέρι κ.ταλ.
Πάσα από το δουπού και πρώτο μήδι: ΜηΧεΣω.
1.Οι μόνες επιχειρήσεις που όταν κλείνουν συγκινούν τους βλαχοφιλελέδες είναι αυτές του ΚΚΕ Βλ.
2.ΠΟΙΟΣ ΠΟΥΣΤΗΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΕΜΑΘΕ ΤΟ TWITTER ΣΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΦΙΛΕΛΕ; ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟ FB; (Φωνακλάς, εδώ.)
3.αμα αρχίσουν οι βλαχοφιλελε τις ντοπιολαλιες γαμα τα Βλ.
4.Crash-test κλασικών φιλελέδων vs. βλαχοφιλελέδων: συγκρίνατε την αισθητική των μετεκλογικών δηλώσεων Στέφανου Μάνου και Θάνου Τζήμερου:
«Ελπίζω οι δυνάμεις που αναδείχθηκαν να μπορέσουν να συνεργαστούν να φτιαχτεί μια κυβέρνηση για να κυβερνηθεί η χώρα. Με τις δυνάμεις που διαθέτουμε θα βοηθήσουμε, γιατί κινδυνεύει να διαλυθεί ο τόπος» (Στ. Μάνος)
«...αναγνωρίζω πως είμαι προδότης, προδότης, προδότης (μπορείτε να το συνεχίσετε εσαεί), δοσίλογος, γερμανοτσολιάς, σκουλήκι που έκλεψε την ψήφο σας για δικό του όφελος, αλήτης, χαμερπής, κάθαρμα, μικροτσούτσουνη κομπλεξάρα (...) Εν τω μεταξύ, όλοι εσείς που πέσατε να κατασπαράξετε με λύσσα το πρώτο κόμμα που έγινε από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, επειδή δεν τα έκανε όλα ακριβώς όπως τα είχατε στο μυαλό σας, να χαίρεστε την ανανέωση του πολιτικού σκηνικού που προέκυψε με την ψήφο σας ή με την αποχή σας.» (Θ. Τζήμερος)
Got a better definition? Add it!