Selected tags

Further tags

Αγγλικές λέξεις, όταν χρησιμοποιούνται από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, έχουν την τάση να τονίζονται στη λήγουσα, κυρίως διότι οι άνθρωποι αυτοί οι μόνες λέξεις που χρησιμοποιούσαν σε άλλη γλώσσα είναι οι ονομασίες από φάρμακα, τα οποία και αυτά, για έναν ανεξήγητο λόγο τονίζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία στη λήγουσα (Νιφλαμόλ, Ντεπόν, Λεξοτανίλ, Παλευόν-Αντιπαλευόν ετσέτερα ετσέτερα).

  1. Ρε Νάσο, πήγαινε στο Μπολρούμ και δες ρε συ αν δουλεύει το Ιντερνέτ!

  2. Αυτός ο γιος μου όλη μέρα που τονε χάνεις και που τονε βρίσκεις στο Φεισμπούκ ρε όλη μέρα ρε. Έχει κάνει χρυσή τη Μικροσόφτ ρε!

  3. Καλά σου μιλάω πήρα το καινούριο το Φωτοσόπ, μιλάμε γαμάει τραβέλια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελαμένος οπαδός της ΑΕΛ κι εν γένει ο φανατικά τοπικιστής Λαρισαίος.

Τίτλος παρμένος από την παρακάτω διαφήμιση:
- Παιδιά, είμαι ο Τυροτρέλας και με την TIROTRELLA Kerrygold παίζουμε και τρώμε. Πραγματικό τυρί από αγελαδινό γάλα. TIROTRELLA Kerrygold! Όταν τρώμε, παίζουμε.

Καλά ρε αυτός ο Γιαννάκης πολύ τυροτρέλας την έχει δει τελευταία, μέχρι και στις προπονήσεις της ΑΕΛ πηγαίνει.

(από nobody, 06/10/11)(από nobody, 06/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τις πιο καθιερωμένες έννοιες, βλέπε τα λεξικά. Χρησιμοποιείται όμως και στην εξής εξαιρετικά συγκεκριμένη περίπτωση.

Σύναξις. Κόσμος πολύς, γκαβλαραίοι αρκετοί, μουνάρα μία. Μουνάρα απίστευτη, σβήνει τις υπόλοιπες γυναίκες. Ψήνεσαι να της την πέσεις. Αλλά αρχίζουν να την απασχολούν τύποι. Αρκετοί τύποι. Και μετά άλλοι λίγοι. Τύποι επάλληλοι. Τύποι που δεν έχουν καμία ελπίδα. Φαίνεται ότι απλά τρώνε τον χρόνο της και ροκανίζουν τις ελπίδες σου. Γιατί όταν καταφέρει ν' ανασάνει, αν πεις να πας καί εσύ, θα είσαι απλά ο δέκατος πέμπτος που της τα 'πρηξε στο ίδιο βράδυ.

Οπότε έχεις μια καλή δικαιολογία που πάλι δεν την έπεσες σε καμία γκόμενα.

Ο λόγος για την παρομοίωση είναι μάλλον μια τραβηγμένη μεταφορά της πιο συμβατικής έννοιας του κηφήνα. Κηφήνες καθ' όσον δεν κάνουν τίποτα, αλλά τριγυρίζουν και τη βασίλισσα.

Διακρίνεται απ' το καταστροφικό ποδόσφαιρο καθ' ότι οι κηφήνες προσπαθούν όντως για την πάρτη τους, αλλά δεν.

Ένιγουέι, το νέτι δεν δίνει τίποτες, είναι κ δύσκολο να το ψάξεις, αλλά είμαι σίγουρος ότι λέγεται.

- Τι είπε χτες στο πάρτυ ρε;
- Ξενέρα, φλωριά και άγιος ο θεός, αλλά ήτανε μία μουνάρα ρε μαλάκα μου, να πηδάει ο μπαμπάς και του παιδιού να μή δίνει.
- Ε, καί; έκανες τίποτα;
- Μπα, όχι.
- Μπράβο ρε, καλά της έκανες.
- Ναι ρε, να μάθει η καργιόλα.
- Ρε, την έχεις σημαδέψει σου λέω. Πάντα θα είσαι αυτός που ποτέ δεν της την έπεσε. Για ψυχοθεραπεία πάει η γκόμενα.
- Σκάσε ρε καραγκιόζη να πούμε, αφού με το που σκάει, αρχίζουν οι κηφήνες. Ένας να μιλάει με το διπλανό της και να της πετάει μια ατάκα κάθε πέντε λεπτά που θυμότανε να πάρει τα μάτια του απ' τα βυζιά της, ένας να της μιλάει για τους Βούδες της Ταϊλάνδης που είναι διαφορετικοί απ' τους Βούδες της Υεμένης, άλλος να της αναλύει τη διαφορά του εκλέρ με τα διαστημικά λεωφορεία, της τα κάνανε μπαλόνια της κοπέλας και την πληρώνουμε εμείς που έχουμε αγνάς προθέσεις.
- Εκεί φαίνεται ο άντρας αγόρι μου. Στα δύσκολα.
- Ποια είναι τα δύσκολα ρε; Οι τσιμπουκοζητιάνες που φορτώνεις εσύ;
- Φίλοι;
- Φιλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκάρι-Γλείψιμο: η ιδιάζουσα περίπτωση αυτής της γλείφτρας ακόμη προβληματίζει την κοινωνία, καθώς κανένας δεν ξέρει εάν σημαίνει γυναίκα που πήγε με παπά ή γυναίκα που χρηματίζεται για μία (μπορεί και 2 αν είναι παρέα) πίπα.

Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και για αυτούς που λαμβάνουν «λάδωμα» από ανωτέρους τους.

Επίσης επειδή η διαδικασία του γλειψίματος περιλαμβάνει κάτι σαν να το λαμβάνουμε (δηλαδή όπως το φάγωμα) μπορεί να σημαίνει και κλέφτης παγκαριών.

  1. Ο τάδε χθες πιάστηκε από την αστυνομία, ήταν παγκαρογλύφτης.

  2. Χθες μια παγκαρογλύφτρα μου πήρε 30 ευρώ για μια πίπα, κλέφτρα ρε φίλε έχουν κρίση και οι πουτάνες να πούμε.

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις καμαρώνω + καυλί: λέγεται για εκείνους που καμαρώνουν για το πέος τους και τα κατορθώματα τους, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και από γυναίκες που σχολιάζουν το πέος ενός που περνάει από μπροστά τους ή οτιδήποτε.

- Αχ αχ κοίτα αυτόν!
- Αχ αχ πού, πού;;
- Α, αυτον τον καμαροκαύλη λές;
- Ναι, όντως πετάγεται πολύ από το τζίν-φόρμα

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύσια-Θήκη: η γυναίκα που παραδόξως αφήνει έναν άντρα να χύσει μέσα της (συνήθως στην πίσω πόρτα).

Επίσης η γυναίκα που καταπίνει τα χύσια κατά την διάρκεια της πίπας.

Αλλά και η γυναίκα που όταν θέλει σεξ θυμάται τους πρώην (μάλλον γι 'αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται άλλη έκφραση, εκτός από πουτανάκι).

- Ρε με πήρε τηλέφωνο η τάδε, πολύ πιπατζού αλλά και χυσοθήκη, δεν αφήνει τίποτα, τα καταπίνει όλα'!

- Μαλάκες κάθεστε; Χθες έχυσα μια γκόμενα.''
- Έλα ρε, τι μας λες! Και 'γω νόμιζα ότι χύνουν μόνο οι μπαμπουίνοι...«
- Όχι ρε, μέσα στο μουνί''
-...Μπράβο μαλάκα, θα σε δούμε στα βαφτίσια''

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπόνος (αγγλιστί Boner): ο ερεθισμός του πέους καθώς και της κλειτορίδας.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στους άνδρες για τον ερεθισμό ή στην θέα μιας θεογκόμενας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.

Πωωωω μουνάρα, φίλε μου 'ρθε μπόνος.

Επίσης μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη «πόνος» στην γνωστή φράση: δώσε πόνο! ('Δώσε μπόνο'').

(από allivegp, 14/10/11)Χιμπατζήδες Bonobo, οι πιο σεξουαλικά δραστήριοι στο ζωικό βασίλειο (από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισό - μηδέν χρησιμοποιείται κυρίως για ποδόσφαιρο, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι μία ομάδα νικάει 1-0 με τα χίλια ζόρια σε τραγικό παιχνίδι.

Αυτός ο Άρης με το ζόρι κρατιέται στη μάχη των Play Off. Όλο μισό - μηδέν νικάει μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Καταχωρίζω κάποιον στη μαύρη λίστα του ΤΕΙΡΕΣΙΑ, δηλ. της τράπεζας πληροφοριών των ελληνικών τραπεζών, όπου καταχωρίζεται σειρά οικονομικών δεδομένων όλων όσων συναλλάσσονται μ’ αυτές. Ειδικότερα στα «δυσμενή», που είναι η μαύρη λίστα, καταχωρίζονται οι ακάλυπτες επιταγές, απλήρωτες συναλλαγματικές, διαταγές πληρωμής, κατασχέσεις και πάσης φύσεως δάνεια που δεν εξυπηρετούνται. Ως συνέπεια, όποιος γράφεται στη μαύρη λίστα δεν μπορεί να πάρει μπλοκ επιταγών, ούτε δάνειο. Εκφέρεται στο τρίτο πληθυντικό «τον μαυρίσανε, θα τον μαυρίσουνε, είναι μαυρισμένος», όπου ως υποκείμενο νοούνται οι τράπεζες συλλογικά. Αντίστοιχο του “blacklist” ως ρήματος (they blacklisted him).

  1. Έχωσε ένα φέσι γύρω στα δυο εκατομμύρια στις τράπεζες, άνοιξε ύστερα καινούργια επιχείρηση στο όνομα του γιου του, τον μαυρίσανε κι αυτόν, τώρα άνοιξε στο όνομα της κόρης του, μόλις ενηλικιώθηκε η μικρή, θα δει προκοπή κι αυτή με τον μπαμπά της.

  2. Μπήκα αφανής εταίρος στο σουβλατζίδικο γιατί ήμουν μαυρισμένος. Τους έστησα την επιχείρηση, έγινε το πρώτο μαγαζί σ’ όλο τον Εύοσμο και τώρα με πέταξαν έξω και ψάχνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified