Selected tags

Further tags

Δυναμική φράση, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως από τα μέλη του σαρωτικού κινήματος - οργάνωσης: «Αλπικαλιστική Διεθνής». Το «Αλ Χουτζούμ» είναι επιθετική φράση που δίνει δύναμη σε αυτόν που την εκστομίζει, συνήθως δυνατά και επικά, ώστε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αλπικαλιστικού περιεχομένου. Πέραν αυτού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί - μεταξύ των μυημένων - και σαν χαιρετισμός / αποδοκιμασία / επιδοκιμασία / αποδοχή / παρότρυνση κ.λπ. αναλόγως με τον τρόπο εκφοράς.

Ο όρος προέρχεται από τα αραβικά και σημαίνει «Η Επίθεση». Η χρήση του όμως ανάγεται στο ηλεκτρονικό παίγνιο Age Of Empires II, όπου την έκφραση αυτή φωνάζουν οι θρυλικοί μαμελούκοι, όταν επί των καμηλών τους επιτίθενται για να συντρίψουν τον εχθρό.

Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι γίνονται κοινωνοί του όρου και μέσω της δράσης της προαναφερθείσας «Αλπικαλιστικής Διεθνούς». Έρευνες της Ανωτάτης Αλπικαλιστικής Ακαδημίας έχουν δείξει ότι η φράση είναι αρεστή ως ιδιαίτερα εύηχη και χρήσιμη στην αλπικαλιστική συνεννόηση.

Το ασκέρι των μαμελούκων είναι μαζεμένο ένα χιλιόμετρο μακρυά από τα τείχη της μικρής πολιτείας και ξεκουράζεται. Το πρωτοπαλίκαρο πηγαίνει κοντά στον αρχηγό και ρωτάει:
-Μπότε μπρε αρχηγέ θα κάνουμε το ντου; Όλοι είναι έτοιμοι...
Ο Αρχηγός, καταπίνει την τελευταία μπουκιά από το σάντουιτς με παστουρμά, καβαλάει την καμήλα του και κραδαίνοντας το κυρτό σπαθί του…
-Αλ Χουτζούμ, κραυγάζει και το ασκέρι ορμά να λεηλατήσει την άτυχη πόλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιντερνετικό σύμβολο @, γνωστό στην Ελλάδα ως παπάκι.

Πιθανότατα από τον ιντερνετικό όρο @@ για τα αρχίδια. Συνήθως χρησιμοποιείται αλλαξοκωλιστί με τον όρο παπάρι. Χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο και ως @ρχίδι.

Νεολογισμός που χρησιμοποιείται και καλά από άτομα με χούμορ ως χαριτωμενιά. Συνήθως κανείς δεν γελάει, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει τον λέγοντα σε σοβαρά υπαρξιακά προβλήματα ή και σε αυτοψυχοψάξιμο, αλλά αυτό δεν μας αφορά καθόλου.

- Και πού θα βρω παρακαλώ πιο πολλές πληροφορίες;
- Τσέκαρε το σαιτ μου, τρία κωλαράκια, τελεία, matziris, τελεία, κομ, ή στείλε μου μήνυμα στο matziris αρχίδι γιαχού κομ.
- Άσ' τ’ αρχίδια-μύδια ρε παίκτη, κόψε τα ξανθά και μίλα σαν αθρώπας ρε σπασοκλαμπάνια, μην σου γαμήσω το ταμτιριρί!

(…μόνος, αργότερα, στο μπαρ…)
- Μα τι είπα; Γιατί όλοι με βρίζουν; Γιατί δεν έχω φίλους μπια, γιατί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαχοκυριλέ (ουδέτερο) και βλαχοκυριλές (αρσενικό) είναι ένα από τα πολλά οξύμωρα σχήματα της saga του βλάχου, όπως και τα αρχοντόβλαχος, βλαχοντίσκο, βλαχορόκ, βλαχοτρέντι (λιγότερο και τα βλαχόμαγκας και βλαχομπαρόκ).

Το χαρακτηριστικό του βλαχοκυριλέ έναντι του βλαχοτρέντι, είναι ότι ο πρώτος δεν είναι μόνο τρέντουλας, αλλά επιδεικνύει και ισχύ, εξουσία, νεοπλουτισμό, κοινωνικό στάτους και πρεστίζ. Για τον λόγο αυτό και το βλαχοκυριλέ αποτελεί συχνά όχι μόνο περιγραφή προσώπων, αλλά και καταστάσεων επίδειξης κοινωνικής πυγμής, όπως κάποιοι ιδιαίτεροι τύποι αυτοκινήτων, συμπεριφορών και διασκέδασης. (Αντίπαλον πέος ο γυφτοκυριλές).

Επειδή, τα παραδείγματα που συνέλεξα στα διαδίχτυα είναι πιο εύγλωττα από όποιον ορισμό θα μπορούσα να κάνω, δεν θα επεκταθώ σε λεπτομερή περιπτωσιολογία, αλλά σε γενικές παρατηρήσεις:

Έχει εν προκειμένω εξασθενήσει αρκετά η αναφορά στο συγκεκριμένο φύλο των
Bλάχων, και μιλάμε γενικότερα για οποιονδήποτε επαρχιώτη έτυχε να αποκτήσει εξουσία και να το επιδεικνύει με το στυλ του. Μάλιστα, ενίοτε δεν είναι ούτε καν ανάγκη ο τοιούτος να είναι κιτς, αρκεί και μόνο η επαρχιώτικη καταγωγή του για να τον κράξουν οι Αθηνέζοι.

Σημαντική περίοδος επέλασης βλαχοκυριλέδων θεωρείται η Θασοκική εϊτίλα του γέρου με το τσιμπούκι. Το άρθρο λ.χ. εδώ αναλύει το «ελληνικό όνειρο», που σε αντίθεση με το αμερικλάνικο τοιούτο, στηρίχθηκε στην διόγκωση του δημόσιου τομέα, εκτρέφοντας στρατιές πειθήνιων βλαχοκυριλέδων. Δικαιολογημένα, ο βλαχοκυριλές πήρε την ρεβάνς του από το κράτος- χωροφύλακα της Δεξιάς, αλλά μετά ίσχυσε το «είπαν στον χωριάτη να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε».

Έκτοτε, ο βλαχοκυριλές κυκλοφορεί και σε μπλε και σε πράσινους κόκκους. Στο πρώτο παράδειγμα φαίνεται ένας βλαχοκυριλές με νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, που μοιάζει σαν ήρωας από λήμμα του Vrastaman. Γενικά, ο βλαχοκυριλές είναι a motherfucker plein de contradictions (βραστόλεκτος) που τραβάει το κυριλέ τε και μεθοδέ στυλ στο ne plus ultra της υπερβολής. Μπορεί να είναι είτε δαπίτης είτε πασπίτης με κυριλογκόμενες ή πασοκομούνες, πάντως οπωσδήποτε θα επικαλεστεί κάποιον ιδεολογικό λόγο που να δικαιολογεί την γκλαμουριά του.

Επειδή, όμως το πολύ το κυριλέησοντο βαριέται κι ο παπάς, ο βλαχοκυριλές θα είναι (;) ένας από τους πρώτους που θα φάει τον δονητή. Με την σαμπάνια της Τζούλιας έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης, και τώρα το ίδιο το κράτος (ενωμένο ΔΝΤ) παροτρύνει τους πολίτες τους να ρουφιανέψουν, ενώ κάθε ευγενής ένδειξη βλαχοκυριλοσύνης θα θεωρείται στο εφεξής τεκμήριο, το οποίο θα καλείται να αγρεύσει ο ρουφιάνος της γειτονιάς σας. Αυτός ο αγώνας, ωστόσο, του βλαχοκυριλέ ενάντια στις δυνάμεις της Δεξιάς και της Προόδου έχει αβέβαιο τέλος, καθώς η Ρωμηοσύνη έχει αποδείξει τις δυνάμεις αδρανείας και αλληλεγγύης προς τους κυριλέδες.

Τέλος, να σημειώσω ότι, όπως μου υπέδειξε και ο Χότζας, ο φθόνος προς τον Βλάχο (με στενή και ευρεία έννοια) χρονολογείται ήδη από την σύσταση του ψευδώνυμου ελληνικού κρατιδίου, με τον δυισμό μεταξύ της βαυαροκρατούμενης τρε κομιλφό (λέμε τώρα) πρωτεύουσας απ' την μια, και της μαύρης υστέρησης απ' την άλλη. Έχει στοιχειώσει το συλλογικό μας υποσυνείδητο και εκπορεύεται συχνά από κολωνακιώτικες παρεούλες μέχρι αυτές να εκθρονισθούν από βλαχοκυριλέδες, οι οποίοι δεν αποκλείεται και να αναπαραγάγουν αυτομισούμενα κλισέ.

  1. Βλαχοκυριλές είναι ένας ενεργότατος μπλόγκερ. Ιδού το αποκαλυπτικό προφίλ του (σ.ς.: νά 'ναι καλά ο άνθρωπος, θά 'χει διαδικτυακό φτάρνισμα):

Είμαι ιδεολόγος Νεοφιλελεύθερος, γουστάρω Καπιταλισμό και Ιδιώτευση. Το όνειρό μου ήταν να γίνω Δημόσιος Υπάλληλος για να αράξω και να χαζεύω το Νεοφιλελευθερισμό με την άνεση μου. Ή να ανοίξω καφετέρια για να πιάσω την καλή και να είμαι ένας μικρός θεούλης (κυρίως στις γκαρσόνες). Εσχάτως κυκλοφοράω με Ζ4 και πουλάω μούρη, να 'ναι καλά το καταναλωτικό της Γιούρομπανκ. Πιτσιρικάς ψήφιζα ΔΑΠ για να κάνω κονέ με γκόμενες στη Μύκονο και πορτιέρηδες στα κλαμπ. Τώρα ΝουΔού δαγκωτό, οι άλλοι είναι για τα ταγάρια...

  1. Από Ελευθεροτυπία:

Ξεδίνεις, ψευτοκουλτουριάρη-βλαχοκυριλέ! Τα κορίτσια που δεν πάνε μέγαρο αλλά φτιάχνονται όταν χορεύουν πάνω στα τραπέζια προκαλώντας τον παίδαρο κάτι ξέρουν περισσότερο για τη ζωή, απ' ό,τι οι συνταξιούχες φιλόλογοι. Τα μπαλέτα, οι χορογραφίες, το σκηνικό είναι πράγματι εντυπωσιακό. Η Βανδή κατεβαίνει κρεμασμένη μ' ένα σχοινί σαν τον Ταρζάν στη σκηνή, ενώ για να εμφανιστεί η Βίσση επιστρατεύεται η... αντιτρομοκρατική. Εμφανίζονται επί σκηνής κουκουλοφόροι κομάντο με προβολείς, τη συλλαμβάνουν, τη δένουν σε μια καρέκλα, τη δέρνουν κι εκείνη ηρωική τραγουδάει με ξεσκισμένο πουκάμισο (νέα μόδα - άλλη εποχή). Επηρεασμένες προφανώς από τις λατινοαμερικάνικες σαπουνόπερες της TV βγαίνουν με γκάμπριο αμάξια και καουμπόικη στολή η Βίσση και η Γαρμπή.

  1. Διένεξη ατονιστη και συνομιλητή του σε φοράδα:

- το αντίθετο του βλαχοκυριλέ εστιατορίου ποιο είναι; Και τι μουσική παίζει;
- ουφ, λοιπον αμερικανια με την καλη εννοια ειναι το Illinois του Sufjan Stevens. αντιθετο του βλαχοκυριλε εστιατοριου ειναι ενα κυριλε εστιατοριο στο οποιο θα ακουγονταν πχ το «Night and the city» των Haden και Barron.
- [...] Ευχαριστώ ειλικρινά για την απάντηση, οπου μαθαίνω οτι το κυριλέ παίζει Haden με Barron , ενώ το βλαχοκυριλέ Haden με Metheny. Άρα τη διαφοροποίηση την κάνει ο δεύτερος οπου χαρακτηρίζεται βλάχος. Ναι; Ερωτάσαι λοιπόν απο ποιό άλλο δίσκο του ξέρεις το Metheny και λές απο κανένα! Έχεις όμως άποψη....
Πώς γίνεται αυτό;

  1. το πανάκριβο Jeep Hammer είναι παραγγελιά ενός « βλαχοκυριλέ » ...
    (Δες).

  2. Όχι, δεν θα γούσταρα ένα βλαχοκυριλέ κάμπριο της Mercedes.
    Πηδ@ω και χωρίς αυτό... :p
    (Δες).

  3. Από το vapsomalliades.blogspot.com.

Πέτρος Κωστόπουλος: Το βλαχοκυριλέ βάψιμο και η αντίστοιχη εμφύτευση.

Ο μικρός Πέτρος ήταν ένα τυπικό παιδί της ελληνικής επαρχίας. Γεννημένος σε μια ταπεινή οικογένεια του μόχθου στην περιοχή του Βόλου, η οποία δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Ο πατέρας επαγγελματίας του βολάν (σε γκρι χρώμα τότε), η μητέρα κατά βάσιν οικιακά. Δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο και αυτό στοίχιζε στον μικρό Πέτρο, του οποίου η ψυχή εφλέγετο για τα μεγάλα, τα πολυτελή και τα υψηλά…[...] Εντελώς άξεστος και ακαλλιέργητος, τριγύριζε με μακριά μαλλιά (είχε τότε τρίχα μπόλικη και θυσανωτή) στενό τζιν και μαύρο σκαρπίνι με λευκή αθλητική κάλτσα δώθε–κείθε, βαρώντας μυίγες της θεσσαλικής πόλεως. [...].
Ο βαθύτερος στόχος είχε επιτευχθεί. Το βλαχαδερό από το Βόλο, με τον λόγο που μοιάζει με λόξιγκα και με τη βαριά, εκνευριστική θεσσαλική προφορά (που τα «ο» τα μετατρέπει σε «ου» τρώγοντας ταυτοχρόνως τα φωνήεντα και την οποία, χρόνια τώρα, δεν κατόρθωσε να αποβάλει - μια προφορά που μόνο γραφικότητα και θυμηδία αποπνέει), πέτυχε. Τα είχε καταφέρει (α λα ελληνικά…). Από τις άσπρες συνθετικές κάλτσες με τα φτηνά σκαρπίνια πέρασε στα Rossetti, από τα μηχανόβια Perfecto στα Cavalli, από τα «μάλμπουρο» που τα στερέωνε στο διπλωμένο μανίκι του (φτηνού) μακό, στα πούρα, από τα clubs στα μπουζουξίδικα… Οι εκδρομές πια δεν αφορούσαν τα γραφικά χωριά του Πηλίου, αλλά τα Aspen στα Colorado (και, φυσικά, την αναπόφευκτη Μύκονο...).

  1. Το ελληνικό όνειρο δεν απείχε πολύ από το αμερικάνικο, αλλά του έλειπαν δύο βασικά συστατικά: Η πραγματική λάμψη και η ακριβή παραγωγή. Στηρίχθηκε σε δύο άλλα στοιχεία πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα: Το «βλαχοκυριλέ» στυλ και η κατάκτηση του εύκολου χρήματος.
    (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομασία φαγητού που οφείλεται στη διαστροφική σεξουαλική ικανοποίηση κατά την οποία η σύντροφος (είπαμε, μόνο τα κουμούνια κάνουν σεχ) ζητεί από τον σύντροφο να αυνανιστεί μέσα στον κεσέ γιαούρτης που ο τελευταίος έτυχε να τρώει, κατόπιν να ανακατέψει το μίγμα και, εν συνεχεία, να ταΐσει με στοργή την κοπέλα (ή να το φάει ο ίδιος, αλλά αυτό δεν το 'χω βιώσει ποτέ).

- Βλέπω τρως γιαουρτάκι, αγοράκι μου.
- Ε, και τι θες;
- Δεν ρίχνεις μια παχίτσα εκεί μέσα, μετά να το ανακατέψεις...
- Ξέρω, και να σ' το δώσω να (ν)το φας. Μ' έχεις πρήξει μ' αυτά τα κίνκι συνέχεια!!!

Όταν τα σχόλια περιττεύουν... (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 25/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοπαγής σλανγκ.

Εισαγωγή παντός καιρού, ή προϊδεάζει τον συνομιλητή ότι θα ακολουθήσει ευφάνταστη δικαιολογία, νεωτεριστικός ισχυρισμός ή απλά δράκος.

- Καλά ρε παπαράκι, δεν είπαμε ότι θα βρεθούμε στις έξι; Εφτά έχει πάει η ώρα!
- Δε φταίω εγώ, με σταματούν άνθρωποι του μόχθου και με πιάνουν στο μπούρου-μπούρου!

(από Khan, 17/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη απ 'τον κόσμο των πισί. Σημαίνει την καβάτζα ή και την προνοια εξασφάλισης σε ό,τι αναφέρεται ο ομιλών - σλανγκιστής (μην ξεχνάμε την αξιωματική ισχύ του Μέρφυ!).
Η οξυδέρκεια του να έχει κάποιος μπακάπ, συνήθως συνοδεύεται με συναισθήματα ανακούφισης. Πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να περιγράψω τι συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση.

  1. - Πού 'τσαι ρε, μία ώρα σε περιμένω, κοντεύει να τελειώσει κι ο γκαϊφές.
    - Τράκαρα το Μαράκι και με χασομέρησε, σόρυ.
    - Ποιο Μαράκι, με τη Σούλα δε νταραβερίζεσαι τώρα;
    - Κρύβε λόγια ρε, το Μαράκι είναι μπακάπ.

  2. - Κι αν δε φτάσουν τα λεφτά για ξίδια, παίζει κι η κάρτα του μπαμπά για μπακάπ, αλλιώς τι σκατά πάρτυ θα κάνουμε;
    - Καλύτερα ρεφενέ, μπρο, αλλιώς μας βλέπω για λουρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το όποιο αδυνατεί να εκφραστεί ή να κρατήσει τον ειρμό του σε μια απλή συνομιλία, με αποτέλεσμα να δυσανασχετούν οι συνομιλητές του.

Γκαρσόνι σε ταβέρνα.

- Γεια σας πατριώτες, τι θα πάρετε;
- Φερτέ τα αναψυκτικά πρώτα.
- Τι είναι αυτά;
- Πε συ, αυτός δε ξέρει ελληνικά ρε πως θα συνεννοηθούμε;
- Τι ελληνικά ρε, αυτός δε ξέρει σκέψη…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος πορδής που αμολιέται μέσα σε ανελκυστήρα, και η φρίκη είναι να την έχουν αμολήσει στο ισόγειο και εσύ να πρέπει να πας στον όγδοο! Τρεις πιθανότητες υπάρχουν: α) να την αφήσει κάποιος συνεπιβαίνων, οπότε αν είναι μόνο ένας και δεν είσαι εσύ, ξέρεις τον ένοχο (κι αυτός / αυτή τον ξέρει, κι ας παριστάνει τον μπιλμέμ), β) να την αφήσει κάποιος συνεπιβαίνων μεταξύ περισσοτέρων από δύο, οπότε όλοι κοιτάζονται, και άντε να βρεις το φταίχτη, γ) να την έχει αφήσει κάποιος που ήδη βγήκε, επίτηδες συνήθως, με στόχο να φρικάρουν αυτοί που θα μπουν μετά. Το τελευταίο έχει πολύ γέλιο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα!!! Ο όρος βασίζεται σε λεξιπλασία, κατά το κομπολογάτη.

- Πάμε από τις σκάλες ρε!
- Όχι πάλι σκάλες, έπηξα.
- Καλά...
(μπαίνουν στο ασανσέρ)
- Τι βρωμάει ρε παπάρα; Έκλασες;
- Μπας κι έκλασες εσύ μωρή άρρωστη;
- Ούτε εγώ έκλασα, μα τον Δία!
- Τότε κάποιος καριόλης άφησε ασανσεράτη... Ωωχ, πάτα να βγούμε στον επόμενο όροφο γρήγορα.

(από Vrastaman, 28/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό κρατίδιο που κατοικούν μόνο μαλάκες και μαλακιστήρια.

Βρίσκεται νότια του Σταρχιδιστάν αλλά μεταφέρεται ανά περίσταση.

Τόπος καταγωγής του μαλάκα με πατέντα

- Ρε αυτή η Γιάννα όλο μαλακίες λέει. Άκου να υπάρχουν διπλοί χρήστες σε σάιτ;; Που ακούστηκε;
- Αφού είναι από το Μαλακιστάν ρε, τι περιμένεις;
- Μήπως να της πω να τις κόψει τις μαλακίες ρε; Δεν την αντέχω...
- Πέσζηστο ρε, μην κολλάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλάζω επίπεδο, γίνομαι καλύτερος.
Χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε φάση που παρατηρείται βελτίωση-πρόοδος.

  1. — Έλα το βράδυ ρε να σε παίξω ένα pro.
    — Αφού όλο χάνεις!
    Μεγάλε, προπονήθηκα από τότε. Έχω ανέβει τσάκρα.

  2. — Πώς έγινε έτσι το Κατερινάκι ρε παιδιά!
    Ανέβηκε τσάκρα, άσ' τα.
    — Και τώρα μας το παίζει κυρία, κατάλαβα...

τσακρα! (από MXΣ, 29/04/10)

Σχετικά: περνάω σε άλλη σφαίρα, λεβελιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified