Selected tags

Further tags

Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.

Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.

Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.

Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»

Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.

(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)

  1. Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
    από εδώ

  2. - Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
    - Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...

(από ironick, 17/08/10)δείτε και αυτή την απίθανη μαλακία (από ironick, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γκουγκλάρω, η οποία, παρόλο που ακόμα δεν δίνει πολλά αποτελέσματα στην Αναζήτηση (και παρόλο που λέμε «γκουγκλ» και όχι τόσο γούγλε) τείνει να επικρατήσει. Ίσως γιατί στη λέξη αυτή είναι πιο δόκιμη και σαφώς διασκεδαστική η ελληνοποίηση (το -γ- δηλαδή), παρά σε άλλες περιπτώσεις (όπως το κωμικό πια Χάυδν αντί Χάυντν).

Γουγλάρω: είμαι στο ίντερνετ και ψάχνω πληροφορίες ή εικόνες ή βίντεο για κάτι.

Γουγλάρω κάποιον: ψάχνω σαν τον χαφιέ ή σαν την κυρα-περμαθούλα να μάθω ό,τι μπορώ προτού επισυνάψω σχέση (κάθε είδους) με κάποιον.

Η λέξη ακόμα δεν έχει βρει την οριστική ελληνική μορφή της ή την απόλυτη σημασία της. Εδώ στο σλανγκρ φαίνεται μέρος της πορείας της:

γόογλε / γούγλε
γκουγκλάρω
γούγλε γούγλε
ψαχτήρι
καθώς και εδώ

  1. - Τι να απέγινε εκείνο το αρχίδι που με παρακολουθούσε πριν τρία χρόνια;
    - Ξέρω και γω, για γουγλάρισέ τονα μπας και διαβάσεις ότι τον χώσαν στην στενή.

  2. Μωρό μου, μπαίνω μισό να γουγλάρω κάτι που χρειάζομαι ακόμα και μετά φεύγουμε, οκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιρμπίλας είναι επώνυμο το οποίο χρησιμοποιείται από την νεολαία τον τελευταίο καιρό. Συνώνυμο του μαλάκας και βλάκας.

- Έλα ρε μπιρμπίλα, τι λέει;
- Καλά ρε μπιρμπίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία στα φλωρατζήδικα, καθώς και για τις μωρές παρθένες που δεν θέλουν να βωμολοχήσουν σε δημόσιο χώρο. Πρβλ. και μακακία που θυμίζει τον πίθηκο μακάκο, ενώ η λαλακία θυμίζει τον λαλάκη, το γνωστό ευτραφές και μπουλουκοειδές παιδί που τον κάνει τρόμπα για οποιοδήποτε λόγο, πίνει γάλα Πουστλέ και δεν πρέπει να πάει στα βαθιά όταν κάνει μπάνιο. Κατά τον Διαστροφικό Γλωσσολόγο, «η λέξη προκύπτει από τη λέξη λάκης με αναδιπλασιασμό της πρώτης συλλαβής για λόγους έμφασης».

  1. η συγκεκριμενη δηλωση νιωθω οτι με προσβαλλει. δεν ειναι δυνατον να πεταγεσαι και να λες φιλε μου οτι ο καθενας γραφει οτι λαλακια του κατεβει εδω μεσα. να σεβεσαι τον εαυτο σου και μετα τους αλλους.ποτε δεν ξερεις ποιος κρυβεται πισω απο ενα nick name. το θεωρω απαραδεκτο για το υφος του noiz , και οφειλω , επειδη τυχαινει να γνωριζω πολλα ατομα απο εδω , σε πληροφορω οτι η πλειοψηφια , δεν λεει ....«λαλακιες».
    στο κατω κατω ποιος εισαι εσυ που θα κρινεις ποιος λεει τι εδω μεσα. τοσο ξερολας εισαι πια;

(Δεν πλακώνονται μόνο στο σλανγκρ, αλλά και εδώ).

    1. Δε θα μας φτάσεις ποτέ στη λαλακία. Όσο κι αν το παίζεις τζόβενο στις αγοροπαρέες σου, ότι και καλά βλέπεις τσόντες από μικρή και αυνανίζεσαι συχνά και άλλα τέτοια, δεν έχει να κάνει. Η λαλακία στον άντρα δεν είναι ούτε αστείο, ούτε κάτι γλυκούλι που κάνουμε για να περνάμε καλά. Είναι σκοτεινό και άρρωστο. Ένας εθισμός που καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της ημέρας μας, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην εκτέλεση. Η γυναίκα για να αυνανιστεί θέλει να είναι ζεστά και άνετα, με την ταινιούλα της, το παπλωματάκι της, το μπανάκι της και όλα τα ωραία. Όχι πως δεν απολαμβάνει και ο άντρας τα παραπάνω. Αλλά αν χρειαστεί, μπορεί να βαρέσει λαλακία πίσω από ένα σκουπιδοντενεκέ σε σκοτεινό σοκκάκι, χρησιμοποιώντας για υλικό το τελευταίο φωτορεπορτάζ του Έψιλον με εικόνες από νεκρά παιδιά στο Μπαγκλαντές. Εσύ μπορείς;
      (Συμβουλές για κυρίες που δεν θα βρείτε σε γυναικεία περιοδικά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλήγω να βρίσκομαι σε κατάσταση απόλυτης νωθρότητας.

Προέρχεται από τη συνειρμική εικόνα του τρεμάμενου κομματιού ζαμπόν (κατακερματισμένο, επεξεργασμένο κρέας) και όχι όπως λανθασμένα αναφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις στη βιβλιογραφία, από την πρέζα.

Μαλάκα, ζαμπονιάστηκα. (Μετά από εκτενή ηλιοθεραπεία)

Μαλάκα, ζαμπονιάστηκα. (Μετά από εκτενή σεξουαλική δραστηριότητα)

Μαλάκα, ζαμπονιάστηκα. (Μετά από εκτενή Ανίτα Πάνια)

βλ. όλες τις σημασίες και στα παρακάτω λήμματα: ζαμπόν, ζαμπονιάζω, ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός είναι συνώνυμος με τις λέξεις φίλοι, παρέα και κολλητοί. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από τους νέους.

Όταν κάποιος αναφέρει ότι θα βγει με τα φιλάρια, δεν εννοεί μόνο τα πρόσωπα αλλά αυτομάτως αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει πολύ καλή ατμόσφαιρα στη παρέα και θα διασκεδάσουν μέχρι πρωίας.

-Πού πας;
-Θα βγω με τα φιλάρια, αλλά μην ανησυχείς θα επιστρέψω νωρίς, κατά τις 6 το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει να φασωθεί πολύ καιρό.

- Πού 'σαι ρε μαν, όλα καλά;
- Άσ 'τα να πάνε φίλε, είμαι σε αφασία εδώ και 3 μήνες. Δεν παίζει γκόμενα.
- Κατάλαβα... Κουράγιο!

Φάσες (Αγριοπερίστερα). Η έλλειψη τους συνιστά αφασία  (από GATZMAN, 28/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι εύκολα, γρήγορα, αβίαστα, χωρίς πρόβλημα.

Παρέα κάθεται σε καφέ. Χτυπάει το τηλέφωνο:
- Που' στε ρε καυλιάρηδες;
- Κάτσαμε για καφέ στο στέκι. Μόλις παραγγείλαμε.
- Καλά ρε φίλος, το πάω μαρούλι και έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified