Ολόκληρο: Ομάρ Ταρίφ. Ο ταρίφας, ο ταξιτζής. Εκ του Ομάρ Σαρίφ, αλλά για την κίτρινη φυλή.
- Πάτα κόρνα! Θα σου χωθεί ο Ομάρ, δεν βλέπεις;
Ολόκληρο: Ομάρ Ταρίφ. Ο ταρίφας, ο ταξιτζής. Εκ του Ομάρ Σαρίφ, αλλά για την κίτρινη φυλή.
- Πάτα κόρνα! Θα σου χωθεί ο Ομάρ, δεν βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Ο φουσκωτός επιδειξίας, αυτός που στο γυμναστήριο φοράει εφαρμοστά αμάνικα, προσφέρεται να δείξει (μόνο σε καλές γκόμενες) πώς γίνεται σωστά η άσκηση και περιφέρεται σφιγμένος από τους διαδρόμους και τα ποδήλατα μέχρι τα πεκ-ντεκ, έχοντας άποψη για κάθε τύπο άσκησης.
Συναντάται επίσης και σε πολυσύχναστες παραλίες το καλοκαίρι, παίζοντας κυρίως ρακέτες και έχοντας αδειάσει όλο το coppertone στο σώμα του. Το λήμμα προέρχεται από την αγγλική λέξη body (σώμα).
- Χθες ο Φλοίσβος ήταν γεμάτους μποντέους που παίζαν ρακέτες. Αν έκανε ντου η υπηρεσία αντιντόπινγκ εκεί θα γέμιζε 10 κλούβες!!!
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, πρησμένος, σβάρτσος, σφίχτερμαν, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χαρακτηριστικός τύπος που μιλάει για σκηνικά ενώ δεν ήταν ποτέ μπροστά, απλά τα έχει ακούσει. Συνήθως υπερηφανεύεται για τις κατακτήσεις του, για τις αντοχές του στο ποτό και για τους σαματάδες σε γήπεδα, τις πορείες που είδε αλλά δεν πήρε μέρος.
Μπορεί να συμμετέχει σε καταστάσεις που δεν υπάρχει περίπτωση να του βγουν σε κακό, π.χ. πεσίματα 10 σε 1.
Ακούει λαϊκή μουσική και βγαίνει κυρίως σε μπουζούκια, αλλά δεν έχει πρόβλημα να βρεθεί σε τρεντομάγαζα όπου συνήθως το παίζει ζάντα ακόμα κι αν έχει πιει μια μπύρα φωνάζοντας «Πω πάλι κομμάτια έγινα».
Συνώνυμο του στραβοστόμης.
- Τι σου έλεγε ο Γιώργος;
- Έλα μωρέ... Ότι έδειρε 10 άτομα μόνος του, ότι πήδηξε τρεις γκόμενες σε παρτούζα και τέτοιες παπαριές. Δεν τον ξέρεις τον βλαχόμαγκα...
Got a better definition? Add it!
Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.
Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.
Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία και ανασύνταξη του την κάνω, δηλαδή φεύγω, αποχωρώ.
Την-κά-νω -> Τη-γκα-νά
- Πότε θα τελειώσετε με τα ποτά; Πήγε 6 η ώρα άντε, εγώ τηγκανά παιδιά να ξέρετε.
βλ. και τιγκανά
Got a better definition? Add it!
Έκφραση χαράς απο στρατιώτη που τρελένεται καθώς κοντεύει να απολυθεί. Συναντάται μαζί με το απολελέ.
Απολελέ και τρελελέ ποντίκια!
Got a better definition? Add it!
Published
Έκφραση χαράς απο στρατιώτη που κοντεύει να απολυθεί. Συναντάται μαζί με το τρελελέ.
Απολελέ και τρελελέ ψάρακες!
Got a better definition? Add it!
Published
Μαλάκας κι αυτός, αλλά χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός της λέξης μαλάκας.
- Καλά ο τύπος, μιλάμε, είναι φευγάτος. Εσένα πώς σου φαίνεται;
- Εγώ ανέκαθεν ήξερα ότι πρόκειται για τριμάλακα!
Got a better definition? Add it!
Κάθε μικρή μπάρα απο ραβδόγραμμα που πληροφορεί για στατιστικά όπως «ενέργεια χαρακτήρα», «χρόνος που απομένει για να τελειώσει η πίστα» κ.λπ. σε (βιντάζ) ηλεκτρονικό παιχνίδι.
- Πού κρύφτηκες ρε μαλάκα πίσω απ'το βαρέλι γαμώ το κέρατό σου! Έλα ρε που πλάκωσαν κι'οι χοντροί!
- Έχω μείνει με δυό πουτσίτσες ρε μαλάκα, μιά φάπα και χάνω ζωή...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιώ διάφορες αναληθείς προτάσεις και επιχειρήματα, για λόγους συνήθως εντυπωσιασμού.
Συνώνυμο: πουλάω σώτα, πουλάω τρελά σώτα, πουλάω παπατζιλίκια.
- Κοίτα τον ρε, κάνει τρελό καμάκι ο τύπος. Θα το ρίξει στάνταρ το γκομενάκι.
- Έλα μωρέ, σώτα πουλάει κλασικά.
- Ναι, όντως. Σωτάρει κάργα.
Got a better definition? Add it!