Selected tags

Further tags

Η αγάπη του για την τετρακίνηση εκτός δρόµου είναι δεδοµένη. Λάτρης των οικογενειακών εκδροµών στην ύπαιθρο, σε µέρη όπου τα άλλα αυτοκίνητα είναι αδύνατο να τα βγάλουν πέρα. Στον ιδιοκτήτη τζιπ, οι συνήθειές του είναι τα τριήµερα µέχρι και πολυήµερα µακρινά ταξίδια του µέσα από λαγκάδια, βουνά, λάσπες, νερά και χιόνια.

Περασμένα μεγαλεία ρε φίλε, πρόπερσι είχαμε πάει Καιμακτσαλάν... αλλά τώρα με αυτή την κρίση δεν έχει τέτοια, το σκεφτόμαστε και για Παρνασσό.

τζιπατος φωτο (από stratos98, 13/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σα να λέμε «λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή». Εξυπακούεται ότι το πάνελ δεν είναι φωτοβολταϊκό αλλά μεσημεριανάδικου.

- Φέτα δεν έχει η σαλάτα ρε;
- Όχι!
- Μα γίνεται πάνελ χωρίς πούστη;;

Παρακμή μαύρη, αλλά αυτό μου ήρθε ως παράδειγμα. (από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση-αμερικλανιά. Εισήχθη στα χωρικά μας ύδατα τρεντικώ τώ τρόπω (σε συνδυασμό με τα διάφορα χελόου, θένκζ, ομιτζί και πάει λέγοντας) αλλά τείνει να παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη.

Ελληνιστί: Παιδιά, φιλαράκια, μάγκες.Τζυμπριακά: Πεθκιά.

- Τσαγιάζω;! Πω πω...έχω μείνει πίσω στις σλανγκιές.
- Γκάιζ είναι ευρέως γνωστό, μου κάνει εντύπωση πως δεν είχε παίξει ως τώρα..
(διάλογος σλάνγκων)

- Έψαξα όλο το αρχείο, αλλά δεν βρήκα τον φάκελο που μου ζητήσατε. Σόρυ γκάιζ, σφάλμα 404.
(παράδειγμα λήμματος)

- θενκς γκαϊζ (υπόκλιση)
(σχόλιο σλανγκέσσας)

Γκάι(φυλια)ζ (από perkins, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψάχνω στο skroutz.gr για φθηνές τιμές. Χρησιμοποιείται και ως αμετάβατο ρήμα, λ.χ. κάθομαι και σκρουτζάρω και ως μεταβατικό, δηλαδή σκρουτζάρω κάποιο προϊόν.

Ο γούγλης δεν δίνει για το σκρουτζάρω κάποια ευρύτερη σημασία, λ.χ. είμαι τσιγκούνης κ.τ.ό., πάντως από τον ίδιο ήρωα, τον Ebenezer Scrooge του Charles Dickens που αναλήφθηκε από τον Scrooge McDuck του Walt Disney βγαίνουν οι εκφράσεις Σκρουτζ και σκρουτζιές.

Πάσα: Gatzman.

  1. Απο που το πήρες αν επιτρεπεται;Σκρουτζαρω εδω και καιρο και δεν βγαζει τπτ. (Εδώ).

  2. Το προβλημα δεν ειναι η τιμη που το φερνουν, το προβλημα ειναι γιατι κλειδωνουν την τιμη του... Πως γινεται ολα τα προιοντα απλα να τα σκρουτζαρεις και να τα βρισκεις 50-100€ φθηνοτερα απο τα γνωστα μεγαλα καταστηματα, αλλα τα προιοντα της apple να ειναι κλειδωμενα σε μια τιμη...!!! (Εδώ).

  3. Γυρω στα 80ευρω τη σκρουτζαρω οποτε το απογευματακι αν προλαβω θα πεταχτω για αγορα!! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ο) ουσ., εκ του πούτσα και ζητώ.

Ο ζητιάνος της πούτσας, ο διακονιάρης. Αυτός που παρακαλάει να συνευρεθεί ερωτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιπτώσεις γένους θηλυκού και ειδικότερα για στερημένες, παντρεμένες, στραβογαμημένες κλπ.

Αμάν αυτή η Κατερίνα! Με έχει πρήξει. Όλο το σεξ έχει στο μυαλό της. Τι πουτσοζήτουλας έχει καταντήσει ρε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συσκευή κινητής τηλεφωνίας ή αλλιώς κινητό τηλέφωνο, που είναι όμως μοντέλο περιωπής, σύγχρονο, τελευταίας μόδας, με τεχνολογία αιχμής, αρκετές δυνατότητες, εντυπωσιακή εμφάνιση, σε δυσπρόσιτη τιμή κτήσης, ή γενικότερα που δεν είναι για τον καθένα.

Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε παρέες νεαρών ατόμων.

  1. Στον φίλο της παρέας που μόλις έβγαλε και ακούμπησε το καινούργιο κινητό του στο τραπεζάκι του καφέ.
    - Ω πα μεγάλε, και γαμώ τη κινητούρα.

  2. Καλά μωρέ, πώς κάνεις έτσι που στο κλέψανε. Δεν ήταν και καμιά κινητούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υποτιμητικός όρος για τη σχέση, κυρίως όταν εμείς είμαστε υπεράνω αυτής (παρ. 1).

  2. Ανάλαφρη και παροδική σχέση, χωρίς ορίζοντες, μια σχέση που είναι (κυριολεκτικά) για το μπούτσο. Αντίθετο, δηλαδή, της «σχεσάρας» που είναι για μια ζωή ή τεσπα είναι μια βαρβάτη σχέση με απαιτήσεις και μέλλον κλπ (παράδειγμα 2 α και β).

  3. Σχέση μεταξύ 2 ετέρων ημίσεων που δεν αποτελούν κανονικό ζευγάρι, ούτε θα γινόταν ποτέ -εκ των πραγμάτων- κάτι τέτοιο. Επί πλέον δεν υπονοείται στη σχέση αυτή απολύτως τίποτε το κρυφό ή ανώμαλο, πλην αλλ' όμως υπάρχει μεταξύ τους τέτοιο πάρε-δώσε (συμπάθεια, διεκδίκηση, εξάρτηση, διάλογος (μτφ. ή κυρ.), συμπεριφορά, ζηλίτσες, κλπ) που θυμίζει σχέση ενός ζευγαριού (παρ. 3 α και β).

  4. Ακόμα πιο υποτιμητικά, ο σχεσάκιας (κατά το ψυχάκιας / ψυχάκι).

  1. παντως μαγκα να ξερεις οτι αν το ξεπαρθενιασεις το πιτσιρικι μετα θα κολησει μαζι σου και θα θελει σχεσακι...οποτε προσεχε...

2.α. με κοπελες (σχεσακια και μετα απο καιρο) προτιμω χωρις προφυλακτικο γιατι ειμαι πιο ασφαλης

2.β. Όντως έτσι συνέβαινε παλιότερα ( προξενοδουλειά ) και τώρα παίζει περισσότερο το επιφανειακό καλοπερασίδικο σχεσάκι , που απ'όξω αφήνουμε να φαίνεται ως η σχεσάρα του αίωνος !

3.α. Τ' είπες τώρα! Καλά, είπαμε να τα βρίσκει κανείς με τα πεθερικά, αλλά εδώ εσείς έχετε σχεσάκι!

3.β. - Πώς τα πας με τον σκύλο του Κώστα;
- Ού, τέλεια, σχεσάκι! Πιο καλά τα πάει με μένα παρά με το αφεντικό του.

  1. Πολύ σχεσάκι το άτομο, μακριά!

Έτσι είν\' οι σχέσεις :-Ρ (από HODJAS, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πολιτικός όρος που αρχίζει να καθιερώνεται. Η κατάληξη -ατο δείχνει ότι το υπόδειγμα της λέξης είναι το προλεταριάτο, ενώ το α΄ συστατικό βγαίνει από το αγγλικό precarious που σημαίνει επισφαλής.

Στο πρεκαριάτο συμπεριλαμβάνονται: «Οι άνεργοι, οι φτωχοί και οι απασχολήσιμοι (όρος που καθιερώθηκε από τον Σημίτη), δηλαδή οι άνθρωποι που δουλεύουν με το μπλοκάκι, με καθεστώς stage -απόκτηση εμπειρίας- του ΟΑΕΔ για λιγότερο από 1 χρόνο και χωρίς ασφάλιση, οι μερικώς απασχολούμενοι και οι ενοικιαζόμενοι, με άλλα λόγια οι εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις εργασίας». (Δες). Θα προσθέταμε και τους ένδοξους πιτσαράδες, πιτσαφέρνες ντελιβεράδες.

Το πρεκαριάτο συνδέεται συχνά με την γενιά των 700 Ευρώ και με θέματα διαγενεακής δικαιοσύνης, καθώς πρεκάριος είναι συχνά ο Έλληνας νέος που δεν μπορεί να βρει εργασία ανάλογη με τα πτωχία του, ενώ μεγαλώνει σε οικογενειακό καθεστώς τ. κυνόδοντα του (Λ)άνθιμου. Ένα φλέγον ερώτημα είναι αν το πρεκαριάτο μπορεί να αναδειχθεί σε επαναστατικό υποκείμενο, όπως το προλεταριάτο (Δες). Πάντως πρωταγωνιστεί τελευταίως σε κινητοποιήσεις, και έχει και δικό του άγιο προστάτη, τον άγιο Πρεκάριο. Συγγενές με το πρεκαριάτο σε παρόμοιες κοινωνικές εξεγέρσεις είναι και το λεγόμενο κογκνιταριάτο, δηλαδή τα παραμορφωμένα κοινωνικά στρώματα που είναι πρεκαριάτοι επειδή έπαθαν παραμόρφωση.

  1. «Φάτε τους γονείς σας!» Πως το «πρεκαριάτο» θα ξεπεράσει την κρίση. [...] Και δεν αναφέρομαι εδώ στις προσωπικές και οικονογενειακές σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά. Κάθε άλλο. Αυτές ήταν και είναι μια χαρά. Το αποδεικνύουν έτσι κι αλλιώς οι μεγάλες μεταβιβάσεις πόρων από τους γονείς στα παιδιά για εκπαίδευση και διασκέδαση. Το οικογενειακό σχέδιο Μάρσαλ στην Ελλάδα είναι κεντρικό χαρακτηριστικό της αναδιανομής που γίνεται ανάμεσα στις γενιές. Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό. Αμφισβείται όμως το κατά πόσο αυτό βοηθάει τους νέους ή αντιθέτως τους κάνει εξαρτημένους μαμάκηδες.(Εδώ).

  2. Το πρεκαριάτο δεν είναι το νέο επαναστατικό υποκείμενο. Δεν πρόκειται να υποκαταστήσει εκμοντερνισμένα την αγωνία ενός αριστερού. (Εδώ).

  3. Βγήκαν στους δρόμους το «πρεκαριάτο» και οι μετανάστες/τριες δεύτερης γενιάς, οι άνεργοι/ες και οι απολυμένοι/ες. (Δεκέμβρης 2008, μια εξέγερση αλλιώτικη απ'τις άλλες).

(από Khan, 10/02/14)ο προστάτης Άγιος - από σβέρκο... (από xalikoutis, 25/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στην ιδιόλεκτο των δεξιών, ακροδεξιών και όσων εντοπίζουν τα προβλήματα της νεοελληνικής κενωνίας ιδίως στην αθρόα προσέλευση αλλοδαπών μεταναστών. Το λογοπαίγνιο αφορά στην αρρώστια Ηπατίτιδα και στο κτήριο της Υπατίας, όπου κατέφυγαν στις αρχές του 2011 τριακόσιοι μετανάστες απεργοί πείνας.

Στην (ακρο)δεξιά ιδιόλεκτο ο όρος σημαίνει δύο πράγματα κυρίως: α) Αριστερές ιδεολογίες που βάζουν τον εργασιακό διεθνισμό πάνω από το θεωρούμενο εθνικό συμφέρον, και οι οποίες κατά τους χρήστες του όρου μεταδίδονται μολυσματικώς χτυπώντας κατ' αρχήν συριζαίους και θολοκουλτουριάρηδες και μετά άλλα ευπαθή μέλη της κοινωνίας. β) Τους ίδιους τους μετανάστες ως μολυσματική ασθένεια για την εθνική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι οι εν λόγω απεργοί πείνας αντιμετωπίστηκαν συχνά ως «κίνδυνος για την υγεία» από έναν ευρύτερο κυριαρχικό λόγο (discourse) όχι μόνο δεξιών.

(Σ.ς.: Ο ρατσισμός ιδίως της δεύτερης σημασίας είναι προφανής, προκειμένου περί συνανθρώπων μας που κινδυνεύουν με θάνατο ή με μη αναστρέψιμες βλάβες εν μέσω γενικής αδιαφορίας, και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλο τον σλανγκικό μου αμοραλισμό για να το αναρτήσω).

  1. Τελικά κυβερνάει κανείς αυτόν τον τόπο; Έχει περάσει περίπου ένας μήνας από την τελευταία ανάρτηση και 32 μέρες από την έναρξη της απεργίας πείνας των απίθανων που μάζεψε ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. στο μέγαρο ηπατίτιδα, εε Υπατία ήθελα να πω. (Εδώ).

  2. - Πλάκα με κάνεις; Κόλλησες κι εσύ υπατίτιδα και πας για αλληλεγγύη; Στην γιαγιούλα που έριξαν χτες τρεις μαχαιριές οι πάκηδες στον άγιο Παντελεήμονα ποιος θα δείξει αλληλεγγύη;
    (Σύνηθες παπαραλήρημα).

Και η λατρεία της Υπατίας. (από Khan, 04/03/11)(από Vrastaman, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στραβισμός ή αλληθωρία στα τσιτσία ή βυζιά παρατηρείται σε δύο μορφές:

  • Στον κάθετο άξονα, που είναι και η γλαφυροτέρα μορφή. Στην περίπτωση αυτή η δύσμοιρη κάτοχος του βυζοσέτ έχει ανισομερώς κρεμαστά μεμέ. Έτσι το ένα παραμένει ημιθελκτικό ενώ το άλλο φλερτάρει επικίνδυνα με τον αφαλό.
  • Στον οριζόντιο άξονα. Στην μορφή αυτή μόλις επιτύχεις το γδύσιμο της αλληθωροβύζας συνήθως γκριματσώνεσαι σαν να δοκίμασες ληγμένο ζωντανό γιαούρτι. Ήτοι θωρείς 2 ρώγες η μία να βλέπει ανατολή και η άλλη δύση με αποτέλεσμα αντί για ανάπλαση ερωτικών εικόνων στον εγκέφαλο, ανακαλείς αποσπάσματα από βιντεοσαβούρες-ταινίες του 1980 με ψευτοαλλήθωρους που συνήθως είναι και κεκέδες. Η αλληθωροβύζα έχει συνήθως αχλαδάτα στήθη δυσανάλογα με το σώμα της σε κάθε οψιόν δυσαναλογίας.

- Μην πας για μπάνιο στην παραλία γυμνιστών «της γριάς το μνι» γιατί συχνάζουν κάτι αλληθωροβύζες Γερμανίδες 50άρες τύπου Angela MerKel και θα ξενερώσεις τελείως. Θα τον ψάχνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified