Selected tags

Further tags

Ο Παναθηναϊκός.
Ο οπαδός της ομάδας του Παναθηναϊκού (ή αλλιώς: βαζελάκι)

Γαύρος: Πότε είναι το ντέρμπι με τον βάζελο;

Θέλει προσοχή το πράμα για να καταλάβεις την συνάφεια χε χε (homework) (από Galadriel, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα επεισόδια που γίνονται σε πορείες ή στα γήπεδα που δεν έχουν κάποιο νόημα ή ιδιαίτερο στόχο και απλά προκαλούν αναστάτωση.

Και ενώ είχε συμφωνηθεί πως η πορεία θα είναι ειρηνική, αρχίζουν κάτι πιτσιρικάδες τα μπάχαλα και σπάνε μια στάση λεωφορείου και κάτι καρτοτηλέφωνα. Ορμήσαν τα ΜΑΤ και πήραν όλη την πορεία στο κυνήγι.

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο φλου. Ο αραχτός. Ο ό,τι-βρέξει-ας-κατεβάσει-και-τ' αρχίδια-μου-κουνιούνται. Η έννοια της σήψης είναι έκδηλη σε αυτόν τον ορισμό.

Προέρχεται από τον γνωστό παίκτη καλαθοσφαίρισης του αμερικανικού μπασκετικού στερεώματος (NBA), Shaquille O'Neal.

Λεοπόλδος: -Ρε συ Μιμίκο... Ο Χοσέ πολύ Σαπίλ Ονίλ δεν έχει καταντήσει; Μου τη σπάει η αδιαφορία του...

Μιμικος: -Ρε Λεοπόλδε, ξεκόλλα από τη ζωή σου... Περνάει την άραγκον φάση του το παιδί... Στέι κουλ ντουντ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι οπαδοί του Άρη στη Θεσσαλονίκη.

Πάλι θα οργώσουν τα γήπεδα της β΄εθνικής οι βουλγαροεβραίοι.

(από Vrastaman, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.

Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση επευφημίας, συνήθως μεταξύ κολλητών, που αναφέρεται στο ρίξιμο ή στο πήδημα μιας γκόμενας...

Η έκφραση ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον σπίκερ Βασίλη Σκουντή στο τρίποντο του Δημήτρη Διαμαντίδη στον ημιτελικό αγώνα του Eurobasket με την Γαλλία.

- Το κάναμε τελικά χθες με την Μαρία
- Έτσι μπράβο! Βάλ' το αγόρι μου...

- Φέυγω, έχω πρώτο ραντεβού με την Κικίτσα...
- Βάλ' το αγόρι μου...

Βάλ\' το αγόρι μου!  (από Hank, 31/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και για ποδόσφαιρο, σε προχωρημένες καταστάσεις.

Χαρακτηρισμός για αντροπαρέα, 5 άτομα και άνω, μπακούρια συνήθως, που βγαίνουν βράδυ. Σχεδόν πάντα τρώνε πόρτα από τα καλά μαγαζιά και καταλήγουν να πίνουν μπύρες και να τρώνε βρώμικα στο δρόμο ή σε κάποιο παρακμή μαγαζί που παίζει να τους δεχτεί και να χωράνε. Συνήθως είναι λιγούρια και κοιτάνε τριγύρω σα μαλάκες αλλά ποτέ δεν κάνουν κίνηση.

- Καλά ρε μαλάκες, για μπάσκετ θα πάτε; Ποιός θα σας βάλει μέσα τόσα άτομα;
- Τι να κάνουμε ρε γαμώτο, μας έχει φάει η αγαμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά τυχερός άνθρωπος. Από τον ήρωα Γκαστόνε Ντακ, ξάδερφο του Ντόναλντ στα Μίκυ Μάους. Είναι και νικ του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, του προπονητή του Παναθηναϊκού, επειδή έχει γιουγκοσλαβία στο να παίρνει τίτλους.

Είσαι πολύ τυχερός παιδάκι μου, πραγματικός Γκαστόνε. Γιατί δεν πας να παίξεις κανένα Τζόκερ;

Γκαστόουν (από Khan, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα προέρχεται από τον συμπαθή αλλά κακάσχημο Ρώσο διεθνή μπασκετμπολίστα Μπαζάρεβιτς (έπαιξε ένα φεγγάρι και στον ΠΑΟΚ) με το χαρακτηριστικό ακριδομούστακο.

Υποσύνολο του μπάζου. Προσδιορίζει την έννοια μπάζο ως την ασχήμια η οποία εστιάζεται στο πρόσωπο κυρίως και λιγότερο στο σώμα. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις εμφανούς τριχοφυΐας στο πρόσωπο.

Στο γραφείο!
(Βρασίδας με υψηλές προσδοκίες): - Είναι καλή η καινούρια γραμματέας;
(Στέλιος γειώνοντας εν τη γενέσει): - Σωματικώς κάτι λέει, αλλά κατά τα άλλα ο Μπαζάρεβιτς ο ίδιος!

Σύγκρινε με γκόμενα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified