Further tags

Λολαδερός και λολοπαιγνιώδης χαρακτηρισμός εις βάρος της εγχώριας φυλής των φιλελέδων.

Ο φιλελέλλην κος Ποτάμης

Συχνά το συναντάμε κι ως μαργαριταρένια εκδοχή του φιλέλληνας.

"Ο Σόιμπλε είναι φιλελέλληνας" είπε η Ντόρα... tweet (εδώ)

Εν του φιλελέ και της εθνοφαυλιστικής γαμοσλανγκοκατάληξης -ελληνας. Βλ. επίσης: βαζέλληνας, κωλοέλληνας, τεμπέλληνας, τσιφτετέλληνας, φραπέλληνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός του οποίου η δίαιτα, -με τη διπλή (αρχαία ελληνική) σημασία της διατροφής και του (πολιτικού) τρόπου του βίου-, βασίζεται στο σουβλάκι. Όπως και το σουβλακοφάγος χρησιμοποιείται ως:

  • οιονεί χαρακτηριολογική τυπολογία

Ελληναράς ΜΠΑΛΟΚΡΙΤΙΚΟς σουβλακοβιος. (Εδώ).

  • ως εθνικό τυπολογικό χαρακτηριστικό

Ο πιο Έλληνας είμαι εγώ που είμαι σουβλακόβιος! (Από συζήτηση περί ελληνικής ιδιαιτερότητας στο Μπου).

  • και, ασφαλώς ως παρατσούκλι του Κώστα Καραμανλή (ανηψιού).

Μην ξεχνάμε τη στάση του Γ.Α.Π. τον Απρίλιο του 2009 όταν ο σουβλακοβιος του ζήτησε εθνική συνενόηση γιατί τα είχε σκατώσει κι ο ΓΑΠ απάντησε λεφτά υπάρχουν. (Εδώ).

Αιώνιος σουβλακόβιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο νέος -ηλικιακά- ανθρώπας, που είτε γιατί έπαθε γιδιαίτερη μόρφωση και κουλτούρα, ή λόγω μενταλιτέ ή γιδεολογίας, υπολογίζεται πχια περσσότερο ως μέλος της γερολαίας.

Συνώνυμο: ο πάσχων από μπαμπανίαση.

Άλλες σημασίες:
α. Η ironick λέει ότι γεροντόπαιδο είναι το παιδί της γεροντομάνας.
β. Ελληνιστί, έτσι αποκαλείται ο ευβλόγερ Old Boy. (παράδειγμα 6)

  1. -Σήμερα μου είπαν δυο συριζαίες, (μεγάλες γυναίκες) "μα πώς μπορείς νέος άνθρωπος να είσαι Ελιά"...
    -Απάντησες "Μπορεί να είμαι νέος ληξιαρχικά, στην πραγματικότητα όμως είμαι γεροντόπαιδο"; (εδώ)

  2. Κάτια Δανδουλάκη: «Ήμουν σαν ένα γεροντόπαιδο» (εδώ)

  3. -I see νεανικά κορμιά με γερασμένες ψυχές people.
    -Γεροντόπαιδα λέγονται.

  4. Γεροντόπαιδα. Η αποθέωση του κλισέ: "Στη Βουλή των εφήβων, είναι πιο γέροι κι απ τον Παπούλια. #boring"

  5. -Γιατί η ΕΣΗΕΑ δεν εντάσσει στους κόλπους της όλα αυτά τα παιδιά που δουλεύουν με 300 ευρώ το μήνα, μαύρα, 6 ή 7 μέρες την εβδομάδα;
    -γιατί δεν τους θελει. Έχουν ήδη τα γεροντόπαιδα εκει σκοτούρες, δεν ειναι για καινουργιους μπελαδες και τρεχαματα!!!!! (εδώ)

  6. Δεν μας αφοράς ρε Χριστόδουλε Ξηρέ. http://old-boy.blogspot.gr/2014/01/blog-post_21.html … Για άλλη μια φορά, το γεροντόπαιδο με βγάζει απ' τον κόπο. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όστις μονίμως ψωλαρμενίζει υπό την γενετήσια ορμή τση κάτω κεφαλής του, γράφοντας στον ζμπόυτσο τόυ το μέλλον του κι άλλα σοβαρά πράγματα.

- μην περιμένετε να τελειώσει πανεπιστήμιο αυτός ο ψωλάρμπεης. (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 231).

Τοπική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Εκ του ψωλαρά και του γαμοσλανγκοτέτοιου μπέης (< τουρκ. bey, "άρχοντας").

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καουμπόης. Ο βλάχος που δεν έχει βγει ποτέ απ'το χωριό, σπανίως βλέπει κάτι παραπάνω από τα βυζιά της αγελάδας του ή ο, τι άλλο ζωντανό έχει και το σιάζει και το γάλα που των αρμέγει, αλλά παράλληλα είναι ονειροπόλος. Τα όνειρά του άσπρα. Η συνείδησή του άσπρη. Η επίγνωση για την πραγματικότητα εκτός των στενών ορίων της δικής του κι αυτή λευκή και άγραφο χαρτί. Γενικότερα, ο αθώος, ο αγνός άνθρωπος που μπορεί ακόμη και σαν όλα τα καλά παιδιά να πίνει ακόμα γάλα, ο αφελής (επαρχιώτης στα μυαλά). Το κούτελό του είναι καθαρό και η συνείδησή του πανάλαφρη. Οι πιο περπατημένοι και παθιάρηδες χαρακτηρίζουν τους ολίγον τί φλωρίζοντες έτσι. Είναι ταπεινός, αλλά μπορεί ο όρος να περιγράφει και τον κακώς εννοούμενο βλάχο, το βλαχαδερό, τον (και κοινωνικά) καθυστερημένο.


1.- Να'τος ο Φανούρης! Κατεβαίνει την πλαγιά και θαρρεί πώς θα κατακτήσει τον κόσμο...
- Τρομάρα του... Λέει πως θα κατέβει στην πόλη να βρει νύφη! Μα κοίτα τόνε πώς κορδίζει!... Να χεστεί απ'τη χαρά του είναι έτοιμος!
- Είναι γαλατάς μεγάλος και θα τόνε πιάσουνε κορόιδο οι παστρικές κι οι αετονύχηδες... Πάει με όνειρα κι ελπίδες και θα του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν ακούει ότι δεν είναι γι'αυτά, για πονηριές... Άσ'τονε να πάθει για να μάθει!
2.- Είπα του Δημήτρη να περάσει από δω να μου δείξει πέντε πραγματάκια που δεν ξέρω με τούτο δω το μαραφέτι...
- Άσε με, μωρέ με κείνονα το γαλατά... Μα είναι δυνατόν να περιμένεις σοβαρή δουλειά απ'αυτόν τον ανισόρροπο; Θα σ'το χαλάσει και θα κλαις. Έτσι την πάτησα κι εγώ. Πήγαινε σε κάναν ειδικό καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός/ή που πιστεύει πως κατέχει ένα αντικείμενο και συμπεριφέρεται (ντύνεται και μιλάει) σαν να είναι επαγγελματίας του είδους.

Επίσης, πιστευμένος είναι ο οπαδός μιας ιδέας, κινήματος κτλπ.

  1. Περνούσα χτες από πάρκο Γουδή και παίζανε οι ακαδημίες. Είχανε μαζευτεί όλοι οι πιστεμένοι μπαμπάδες με τα προπονητικά μπουφάν στην εξέδρα και είχαν σηκώσει τον τόπο. Πήρα και 'γω μια έψα απ΄τη καντίνα και άραξα για το τζέρτζελο.

  2. Εκεί που πίναμε καφέ Θησείο σκάσανε κάτι πιστευμένοι του Σώρρα και έκαναν έρανο για την αναβίωση των Παναθηναίων.

πιστεμένοι πιστεμένοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός για πολύ ψηλή γυναίκα (πάνω από 1.80)

-Πριν λίγο μπήκε η Άννα και πήγε προς το μπαρ, την είδες; -Ε πως δεν την είδα ρε; Όλους 1 κεφάλι τους ρίχνει το όρθιο χιλιόμετρο.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο Αμπελακιώτης, ο κάτοικος του οικισμού Αμπελάκι, επειδή θεωρείται σκωπτικά ότι οι κάτοικοι του Αμπελακίου είναι απόγονοι των Περσών, οι οποίοι επέζησαν από την ναυμαχία του 480 π.Χ. και έμειναν στο νησί, για αυτό και έχουν υποτίθεται μη ελληνικό μεγάλο κεφάλι.

Παντρεύτηκε Πέρση κεφάλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ωραιοπαθής.

Ήταν τρεις άντρες, ωραιόπουλοι, καθισμένοι διάσπαρτα σε μια μεγάλη αίθουσα, κάτι ανάμεσα σε γραφείο και σαλόνι με ανατομικές πολυθρόνες και έπιπλα ντιζάιν. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024,σ. 60).

Got a better definition? Add it!

Published

Οι οπαδοί του Στέφανου Κασσελάκη οι οποίοι αρέσκονται στο συναφές λάιφ-στάιλ.

Οργανώνονται οι κασσελίστας. (Το Βήμα).

Got a better definition? Add it!

Published