Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.
Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.
Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.
Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.
Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Εννοείται είμαι στον κόσμο μου) Είμαι αφηρημένος, έχω προβλήματα επικοινωνίας και εκτίμησης, έχω ψευδείς ή αφελείς (κοινωνικές ή άλλες) αντιλήψεις.
Επιτατικά: στην (καρα)κοσμάρα μου. Συνώνυμα: (είμαι) αλλού, δέν επικοινωνώ.
Από τότε που μπήκαμε τον έχει φάει με τα μάτια της κι αυτός στον κόσμο του.
Σε δύο μήνες δίνει πανελλήνιες και τώρα τού 'ρθε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου. Στον κόσμο του, κανονικά.
Καλά, πού ζεις; Νομίζεις ότι με το που τέλειωσες τη σχολή και βρήκες δουλειά θα βγάζεις αρκετά να πιάσεις σπίτι μόνος; Στο κόσμο σου είσαι μου φαίνεται.
Got a better definition? Add it!
Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.
Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!
Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.
Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αφελής, συνώνυμο του χαλβά.
- Έλα ρε μπιφτέκι και εσύ το βράδυ να πιούμε καμιά καφεδιά!
Got a better definition? Add it!
Το πολύ μεγάλο και μόνιμο θύμα. Αυτός που μια ζωή πιάνεται κορόιδο και οι άλλοι τον εκμεταλλεύονται. Πολλοί το ξέρουν ότι είναι ριγμένοι και, για κάποιον λόγο, το υπομένουν. Άλλοι την πατάνε κατ' εξακολούθηση προσπαθώντας να κάνουν τον έξυπνο.
Σχετικά λήμματα: «μασάει η κατσίκα ταραμά», loser
Βεβαίως και του τα φάγανε... Τί ήθελε να μπλέξει μ' αυτούς; Και καλά δεν ήξερε... γιατί δεν ρώταγε; Αλλά, ο άνθρωπος είναι μεγάλος θύμας... μια ζωή κάνει τον μάγκα και μια ζωή τρώει παπάρες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βασικά, καλό παιδί - αλλά και κομμάτι σπασαρχίδης και λίγο μαλακάκος.
Είναι ο τύπος ο καλοπροαίρετος ο οποίος, όμως, γίνεται αφάνταστα κουραστικός. Θέλει να κάνει μία τουλάχιστον καλή πράξη την ημέρα και προσφέρεται φορτικά να βοηθήσει χωρίς να του το ζητήσει κανείς. Έχει ηθικές αρχές παλαιάς κοπής και φροντίζει να το ξέρουν όλοι. Και σε φάσεις που όλοι είναι χύμα στο κύμα, αυτός επιμένει να φτιάχνει χωρίστρα -μεταφορικά και συχνά και κυριολεκτικά. Στο σχολείο ήταν πιθανότατα απουσιολόγος.
Καπάκι σ' όλα αυτά, συνήθως είναι και loser και πιάνεται σχετικά εύκολα κορόιδο. Διότι μπορεί να ξέρει να δένει σαράντα δύο είδη κόμπων αλλά στα καθημερινά μασάει, π.χ. σε ό,τι έχει σχέση με λεφτά. Στα χαρτιά είναι ο κλασικός αιμοδότης, ενώ και στα γκομενικά είναι θύμας: η πρώτη καπάτσα γκόμενα που θα του τύχει τον έχει βάλει στο βρακί της με τη μία.
Σημειωτέον ότι ο προσκοπισμός καλωσορίζει μικρούς και μεγάλους.
- Κωστάκη, τι έγινε; Τα πήρατε πίσω τα ενοίκια που σας είχε κρατήσει η κυρία Χατζηκωλάρα;
- Μπα, δεν τα δίνει ... μάλλον δικαστικώς θα το πάμε τώρα το θέμα. Ευτυχώς, προσφέρθηκε ο ξάδερφος της Φιφής να βοηθήσει ... πολύ καλό παιδί ...
- Όοοχιιι, μή αυτόν ... είναι πρώτος χασοδίκης ... τελείως πρόσκοπος ... Έσο έτοιμος για μαλακία ... θα βάλει η Χατζηκωλάρα κάναν ατσίδα δικηγόρο και θα το τυλίξει το προσκοπάκι σε μια κόλα χαρτί και θα βγείτε να χρωστάτε κι από πάνω ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που τα χάφτει όλα.
— Καλά, τι ζώον είναι αυτό;
— Ναι ρε συ, είναι μεγάλος χάφτας...
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που αναζητά τη λύση ενός περίπλοκου ζητήματος με παιδαριώδεις μεθόδους και θεωρεί τον εαυτό του εξπέρ στην επίλυση τέτοιων ζητημάτων. Κάνει λάθος εκτιμήσεις τόσο στο ζήτημα όσο και στις ικανότητες του.
- Καλά... έχει φάση ο Νώντας. Το παίζει αστυνόμος Σαΐνης. Φαντάζεται διάφορα άσχετα πράγματα και η πλάκα είναι πως νομίζει πως θα βρει την άκρη σε τέτοιο κυκεώνα. Θα μπει σε περιπέτειες με το μυαλό που κυβερνάει...
- Άστον να πάθει σοκ, μήπως και ξυπνήσει.
- Τι να ξυπνήσει μωρέ; Την έχει πατήσει ουκ ολίγες φορές αλλά είναι ψωνισμένος ο άνθρωπος.
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη από τα χάφτας + βλάκας. Όταν μόνο μία εκ των δύο λέξεων δεν επαρκούν για να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον άλλο, αυτή είναι η τέλεια λέξη!
- Άντε ρε παλιο$%^# γαμώ το μουνί&^%$^(#@$.....!!
- Τι βρίζεις και συ ρε... Χαφταβλάκα!!
Got a better definition? Add it!
Οφθαλμολογική πάθηση που πήρε το όνομά της από το εξωτικό πτηνό τουκάν (βλ. και μήντιο). Για πρώτη φορά τουκανισμός διαγνώστηκε σε Βέλγο φυσιοδίφη, ο οποίος περιέγραψε το εξωτικό αυτό πουλί ως «το πτηνό με το χαρακτηριστικό μαύρο φτέρωμα», αγνοώντας πλήρως τη μύτη του.
Στη σημερινή εκδοχή της η πάθηση προσβάλλει χρήστες του internet που αφήνουν σχόλια σε οπτικό υλικό (φωτογραφίες, βίντεο youtube κυρίως, κλπ). Κατά κύριο λόγο ευάλωτοι είναι αστειάτορες χρήστες, αλλά όχι μόνο. Το βασικό σύμπτωμα της πάθησης είναι το εξής: σε μια συγκεκριμένη φωτογραφία ή βίντεο που κυριαρχεί ολοφάνερα ένα δυνατό οπτικό ερέθισμα (κυρίως γκόμενες-τούμπανα, αλλά όχι μόνο, σε κάθε περίπτωση 99% σεξ και βία) κάποιος προσέχει και σχολιάζει ασήμαντες λεπτομέρειες, του φόντου και γενικότερα (λ.χ. σε βίντεο όπου τρελό μωρό webcam γδύνεται στο you tube, κάποιος σχολιάζει το φωτιστικό δαπέδου στην άκρη του πλάνου).
Για να δείτε αν πάσχετε από τουκανισμό κάντε το εξής τεστ: τι βλέπετε στη φωτό 1;
Για την ιστορία, τουκανισμό εκδήλωσε ο χρήστης του slang.gr Βράσταμαν στη συγκεκριμένη φωτό που αναρτήθηκε συνοδευτικά στη φωτό του λήμματος μύτινγκ.
Ο τουκανισμός είναι ένας δύσκολος ομολογουμένως όρος που έψαχνα για να περιγράψω το φαινόμενο αυτό της εποχής του διαδικτύου των σχολιαστών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified