1. Ο οπαδός της hardcore / punk μουσικής (ευρωπαϊκής και αμερικάνικης).

  2. Ο σκληροπυρηνικός. Ο ακραίος ως προς τις απόψεις του, τις ενέργειες του και γενικά τις αντιδράσεις του. (Βλ. εδώ Hardcore)

  3. Η σκληρή πορνογραφία (σήμανση ΧΧΧ, αλλά αυτά είναι πλέον ξεπερασμένα πράγματα... )

Λέγεται και χαρντκόρι, χαρντκόρ.

  1. Τώρα σειρά έχει να εκπροσωπήσει την Κύπρο ένα άλλο group, οι Hardcore Heads (HCH). Όπως φανερώνει και το όνομά τους, παίζουν πιο σκληροπυρηνικό hip-hop...

  2. Σύμφωνα με τον κύριο Κουίκ, hardcore σημαίνει σκληρό πορνό!!! Μάλιστα! Θα θέλαμε να μάθουμε τότε, ο πυρήνας πώς λέγεται στα αγγλικά;

  3. Πήγα να τους μιλήσω μπας και καλμάρω λίγο τα πράγματα, αλλά οι δικοί σου είναι χαρντκοράδες σε κάτι τέτοια. Αν ο Μάκης δεν βρει τα γκαφρά λίαν συντόμως, τότε βλέπω να κελαηδάνε τα σίδερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατα ασχολήθηκα με την ομοηχία των λέξεων καραμπουζουκλής και μπουζούκι, εξηγώντας εδώ: 1, 2, 3, πως ουσιαστικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αφού το καραμπουζουκλής σημαίνει «μαυρομούστακος» (kara-biyik-li), το μπουζούκι είναι έγχορδο μουσικό όργανο της αρχαίας ανατολικομεσογειακής περιφέρειας, της ευρύτερης οικογένειας των λαουτοειδών / πανδουροειδών / ταμπουροειδών και σημαίνει «μεγάλος (bozorg-i στα Περσικά) ταμπουράς» και ουδεμία σχέση έχει με το bozuk («χαλασμένο, κατεστραμμένο» στα τουρκικά), παρότι η ελληνοποιημένη λέξη μπουζούκι φαίνεται να συνηχεί καλύτερα (καλλίτερα) με το τουρκικό bozuk παρά με το πέρσικο bozorg-i, πλην όμως η ουσία και η αλήθεια είναι διαφορετικές από την απλή ομοηχία λέξεων.

Το ίδιο συνέβη και εδώ: 1, 2, όπου ανέλυσα πως ουδεμία σχέση έχει το υπόδημα (παπούτσι) του τύπου τσαρούχι, με το ομόηχο cirah-i που σημαίνει «πληγή» στα οθωμανικά/τουρκικά, και πως όταν οι παλαιότεροι έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», ουσιαστικά εννοούσαν πως «το στόμα μου έγινε cirah-i, δηλ. πληγή» και όχι φυσικά κάτι σαν το παπούτσι/τσαρούχι!

Σήμερα επανέρχομαι με κάτι πιο εξειδικευμένο που ομοίως λόγω της φαινομενικής ομοηχίας των λέξεων μάλλον δημιουργεί λάθος συμπεράσματα. Ειδικότερα, μια φίλη μου που διάβασε για το χαρέμι της οθωμανικής αυλής, εντόπισε τη λέξη χαλβέτ-ι και επ' ευκαιρία ανοίξαμε μια συζήτηση για το τι σημαίνει ετυμολογικο-ιστορικά, ποια η σχέση της λέξης με τον χαλβά που αρέσκοντο στο Τοπ-Καπί και τελικά με την λαϊκή λέξη χαλβάδιασμα;

Ας τα πάρουμε με την σειρά. Η khalwati (επίσης γνωστή ως khalwatiyya, khalwatiya, ή halveti, όπως είναι γνωστή στην Τουρκία) ήταν (είναι;) ισλαμική αδελφότητα των Sufi (tariqa), εξ ίσου δημοφιλής με τις αδελφότητες Naqshbandi, Qadiri και Shadhili. Το όνομά της προέρχεται από την αραβική λέξη khalwa, που σημαίνει: «μέθοδος της απόσυρσης ή απομόνωσης, αναχώρησης από τον κόσμο για μυστικιστικούς λόγους».

Η αδελφότητα ιδρύθηκε από τον Umar al-Khalwati στην πόλη Χεράτ, της μεσαιωνικής Khorasan (σήμερα δυτικό Αφγανιστάν). Ωστόσο ο Umar ήταν μαθητής του Umar Shirvani Yahya, ο οποίος ίδρυσε το «Way Khalwati» και είχε γράψει το λατρευτικό κείμενο Khalwatiyya. Η αδελφότητα αυτή ήταν πολύ ασκητική και μοναχική, σχεδόν ατομικιστική (zuhd), και ενίσχυε την αποχώρηση / αναχώρηση (khalwa) από τον κόσμο, γεγονός που τη διαφοροποιούσε από τις άλλες Σούφικες αδελφότητες (βλ. και το χρονολογικά προγενέστερο κίνημα των χριστιανών αναχωρητών στην έρημο).

Ας δούμε και το έτυμον της λέξεως, σε διάφορες αραβικές παραλλαγές:
1) عزلة : απομόνωση, προστασία της ιδιωτικής ζωής, μοναξιά, αποξένωση, μοναξιά
2) حدة: σοβαρότητα, ένταση, ευκρίνεια, εντατικοποίηση, οξύτητα, μοναξιά
3) وحدة: μονάδα, ενότητα, μοναξιά, κοινότητα
4) توحد: ομοιομορφία, μοναξιά, αλλά και συνταξιοδότηση
5) انعزال :απομόνωση, διαχωρισμός, μόνωση, αποκόλληση, απόσχιση, μοναξιά και
6) وحشة: μέριμνα, μοναξιά

Στο Σουφισμό, khalwa ήταν επίσης to μοναχικό καταφύγιο, στο οποίο ένας μαθητής / Σούφι (murid), αναχωρούσε για 40 ημέρες προκειμένου να κάνει εκτεταμένες πνευματικές ασκήσεις υπό την καθοδήγηση του δασκάλου του Shaykh, απ' όπου έβγαινε μόνον για να προσευχηθεί μαζί με το δάσκαλό του, για να συζητήσουν τα όνειρα και τα οράματά του. Αλλά και οι Δρούζοι μουσουλμάνοι το κύριο ιερό τους το ονομάζουν Khalwat al-Bayada.

Στην τουρκική προφορά και ορθογραφία η λέξη έγινε halvet, χαλβέτ-ι, και το λεξικό της τουρκικής γλώσσας, αφού παραπέμπει στις αραβικές ρίζες της λέξης, αναφέρει:

  • issız yerde yalnız kalma: μοναχική θέση, για να είναι κάποιος/α μόνος/η
  • issız ve kapalı yer: μοναχική και κλειστή θέση
  • hamamlarda çok sıcak küçük yer: μικρό μέρος, αλλά και πολύ ζεστό χαμάμ!

Την οθωμανική όμως περίοδο και ειδικά στο χαρέμι, όταν ο αρχιευνούχος ετοίμαζε μία κοπέλα για χαλβέτι με τον Σουλτάνο, εννοούσε μία ολόκληρη διαδικασία που είχε να κάνει με ζεστό μπάνιο στο χαμάμ και στη συνέχεια απομόνωση με το σουλτάνο, προκειμένου να ενωθούν εις σάρκαν μίαν και εάν ήταν «τυχερή» να μείνει έγκυος, θα αναβαθμιζόταν από haseki (επιλεγμένη) σε hatun (σύζυγο) και ενδεχομένως σε μητέρα διαδόχου valide (βασιλομήτωρ), οπότε ενδεχομένως να διοικούσε ολόκληρη την αυτοκρατορία κάποια στιγμή. Επομένως η μόνη διέξοδος για μία ταλαίπωρη κοπέλα, που είχε αρπαχτεί και πωληθεί για το χαρέμι, ήταν είτε ο θάνατος, είτε να μείνει απλά «δούλη / kul» του χαρεμιού, είτε να προσπαθήσει να αναδυθεί μέσα από τη διαδικασία του χαλβέτ, όσο και εάν απεχθανόταν το μέρος που την είχε ρίξει η τύχη της (όμως δεν ίσχυε για όλες αυτό· πολλές όχι μόνον έμεναν με τη θέλησή τους, αλλά επεδίωκαν να ενταχθούν στο χαρέμι και από εκεί με σειρά από ίντριγκες, δολοπλοκίες και δολοφονίες να γίνουν Σουλτάνες αυτοκράτειρες).

Μία άλλη αραβικής προέλευσης λέξης που ομοηχεί με το χαλβέτ, είναι ο γνωστός μας χαλβάς, ή halawa, alva, halwo, haleweh, helwa, helava, helva, halwa, halua, aluva, chalva, chałwa, حلاوة, γλυκό πασίγνωστο σε όλη τη Μέση Ανατολή, τη Νότια Ασία, την Κεντρική Ασία, τη Δυτική Ασία, τη Βόρεια Αφρική, το Κέρας της Αφρικής, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη, τη Μάλτα και τον εβραϊκό κόσμο.

Η λέξη χαλβάς (αραβικά: حلوى / halwa), σημαίνει «γλυκό», και χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεκριμένα είδη επιδορπίων που δεν είναι του παρόντος η παράθεση των συνταγών τους. Όμως συχνά λέμε και ακούμε το ρήμα και το ουσιαστικό: χαλβαδιάζω και χαλβάδιασμα εννοώντας: «κοιτάζω κάτι με θαυμασμό, το λιγουρεύομαι, ή ακόμα και παρατηρώ κάποιο άτομο με ερωτικές διαθέσεις, το ζαχαρώνω, το γλυκοκοιτάζω».

Αν ισχύει το έτυμον του χαλβαδιάσματος από τον χαλβά (γλυκό), τότε όντως η έκφραση σημαίνει πως «γλυκοκοιτάζω». Γιατί όμως «γλυκοκοιτάζω ερωτικά»; μήπως εμπλέκεται και ο σχεδόν ομόηχος όρος χαλβέτ, που κατ' επέκταση σημαίνει πως γλυκοκοιτάζω, αλλά με διάθεση απομόνωσης του ατόμου γιατί έχω ερωτικές προσδοκίες από την απομόνωση αυτή, όπως είχε ο εκάστοτε σουλτάνος με τις haseki / επιλεγμένες; Ή μήπως οι λέξεις και οι εκφράσεις χαλβαδιάζω, χαλβάδιασμα κ.λ.π είναι ο απόηχος των οθωμανικών helva sohberlri (κουβέντες του χαλβά) που ήταν γνωστή συνήθεια των συντεχνιών φουτουββέτ και είχε διαδοθεί περαιτέρω στους αξιωματούχους του κράτους και στα ανώτερα και μέσα κοινωνικά στρώματα, όταν έκαναν βεγγέρες στα σπίτια ιδιαίτερα τον χειμώνα;

Από τα τέλη Δεκεμβρίου έως τα τέλη Mαρτίου (περίοδος ερμπαΐν, 40 μέρες μετά την 21 Δεκεμβρίου, και χαμσίν, άλλες 50 μέρες) οι εύποροι μουσουλμάνοι έκαναν υπέρ της υγείας τους θυσίες (κουρμπάν) -συνήθως προβάτων- και επιδίδονταν στην οργάνωση νυκτερινών συγκεντρώσεων που αποκαλούνταν «κουβέντες του χαλβά». Περισσότερο μεγαλόπρεπες ήταν οι συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνταν σε κονάκια των βεζίρηδων και ανώτατων αξιωματούχων, δεδομένου ότι θεωρούνταν μεγάλο κοσμικό γεγονός.

Mε τον τρόπο οργάνωσης αλλά και με τα μέσα διασκέδασης και τα εδέσματα που προσέφεραν, ορισμένες από τις συγκεντρώσεις αυτές, ήταν πιο σημαντικές και από τις γαμήλιες γιορτές ή τις γιορτές περιτομής (σουνέτ). Προσκαλούνταν ποιητές, στοχαστές, μουσικοσυνθέτες, μουσικοί και τραγουδιστές και ήταν ευκαιρία για πολλούς ευγενείς την καταγωγή και τους τρόπους (κιμπάρηδες) να επιδείξουν τα πλούτη τους, συναγωνιζόμενοι μεταξύ τους και ψάχνοντας, χαλβαδιάζοντας νύφη!

Οι ποιητές που παρευρίσκονταν, συνέθεταν ειδικά στιχουργήματα (κασιντέ) για κάθε μια από τις συγκεντρώσεις που καλούνταν να συμμετάσχουν. Ενίοτε «κουβέντες του χαλβά» διοργάνωνε και ο ίδιος ο σουλτάνος στα ανάκτορα, στις οποίες προσέρχονταν οι κυβερνητικοί παράγοντες. Στα κονάκια και τα σαράγια των πλουσίων μεταξύ των καλεσμένων παιζόταν το παιχνίδι που αποκαλούνταν «μετακόμισε το χωριό», αλλά και το «δακτυλίδι», ο «μύλος» κ.ά.

Κατά περίπτωση, συγκεντρώσεις γίνονταν και προς τιμή ξένων πρεσβευτών, προς εντυπωσιασμό των οποίων υπήρχε ορχήστρα με 50-60 μουσικά όργανα. Στο τέλος της εκδήλωσης δίδονταν στους προσκαλεσμένους και τους αναμένοντες στην πόρτα τσαούσηδες και λοιπά μέλη της συνοδείας του πρεσβευτή σαν δώρα, γούνες.

«Κουβέντες του χαλβά» γίνονταν αποκλειστικά και για γυναίκες. Στην περίπτωση αυτή τις δαπάνες οργάνωσης μπορεί να τις αναδεχόταν ένα άτομο, η οικοδέσποινα, μπορεί όμως και να κατανέμονταν μεταξύ των οργανωτριών. Στις συγκεντρώσεις αυτές προσφέρονταν διάφορα εύγευστα εδέσματα, παραγεμιστές γαλοπούλες, μπουρέκια (διάφορες πίττες) και γλυκά όπως ρεβανί, κανταΐφι, μπακλαβάς, εκμέκ με καϊμάκι, σερμπέτια και η σπεσιαλιτέ της Κωνσταντινούπολης ο περίφημος μποζάς (παχύρρευστο παρασκεύασμα από εκχύλισμα κριθαριού).

Πραγματική ιεροτελεστία ήταν η παρασκευή με μεγάλη επιδεξιότητα του χαλβά που προσφερόταν και από αυτόν είχαν λάβει το όνομά τους οι συγκεντρώσεις αυτές. Επρόκειτο για τον περιώνυμο κετέν χαλβά (ψιλός χαλβάς του λιναρόσπορου) από ζάχαρη. Άρχιζε από μια δοξαστική ωδή και συνέχιζε κατά τη διάρκεια της παρασκευής με τραγούδια των παρισταμένων και αινίγματα που έλυναν μεταξύ τους, σαν το παρακάτω τραγούδι που είχε ηχογραφήσει η περίφημη Ζεχρά Μπιλήρ το 1935 και βρήκα σε cd της KALAΝ:

Κάτω απ' τα τσαντήρια είναι ωραία,
έγνεψα στην αγάπη την παλιά.
Θυσία η μάνα μου, θυσία κι εγώ
για την αγάπη με τα ρούχα τα καλά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Το μαύρο πρόβατο έχει κρέας με την οκά,
όταν το καβουρντίζεις έχει νοστιμιά
και η κόρη που παντρεύεται τον χήρο
δεν πεθαίνει αλλά πονάει στην καρδιά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Του σπιτιού είναι η κολόνα,
καρπός πιο λευκός κι από τα χιόνια
Κι εκείνος που χωρίζει απ' την αγάπη του,
η καρδιά του καίγεται στα χρόνια.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά

Στις συγκεντρώσεις αυτές που οργάνωναν, όπως ήταν επόμενο και οι αδελφότητες των συντεχνιών, εκμισθώνονταν και οργανοπαίχτες, μίμοι, παραμυθάδες κ.ά. Γι' αυτό οι «κουβέντες του χαλβά» συνεχίστηκαν μέχρι την οριστική κατάργηση των συντεχνιών και το ατόνισμα του συνοικεσίου με επίδειξη της νύφης προς τον καλοβαλμένο γαμπρό!


Βιβλ.: N. Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα III, Πανεπ. Παραδόσεις, Πάντειο
Δημ. Σταθακόπουλος, Ιστορικές και κοινωνικές δομές του μουσικού θεάματος και ακροάματος στην οθωμανική αυτοκρατορία – η συμβολή των ρωμιών, Πάντειο 2009

  1. Είσαι για χαλβέτι ;-)

  2. Μα τι χαλβάς είσαι;

  3. Την/τον/το χαλβαδιάζω συνεχώς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν εμφανίστηκαν στην τέχνη οι μεγάλες τομές του 20ού αιώνα, δηλαδή η ματιά πάνω στην τρέλα, τον εφιάλτη και την απόγνωση της υπαρξιστικής μοναξιάς, η τέχνη στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τον άνθρωπο και, παρόλο που τον «είδε» καλύτερα από ποτέ, έπαθε το εξής: έγινε -για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό- ακατανόητη για το ευρύ κοινό.

Δαιμονοποιήθηκε, παρέμεινε μη κατανοητή* (και ως εκ τούτου ενίοτε υπεραξιολογημένη), έγινε εύκολα καπηλεύσιμη. Έγινε must (πού να ζωγραφίσεις παραστατικά..., πού να συνθέσεις τονικά..., σε αφόρισε ο καλλιτεχνικός κόσμος, αυτό ήταν το μέγα δράμα των εξήνταζ ας πούμε), έγινε και ταμπού: ακόμα και τώρα, δεν τολμάς να πεις ότι κάτι που φαντάζει αφηρημένο (εικόνα) ή ατονάλ (μουσική) δεν είναι σπουδαίο.

Έτσι χάθηκε λοιπόν το μέτρο και το σταθμό, χάθηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης, και για να επιβιώσει καλλιτεχνικά, κοινωνικά και συναισθηματικά ο καλλιτέχνης (αλλά και ο απλός κόσμος), τό' ριξε στο καλλιτεχνικό Δήθεν.

Ως εκ τούτου, όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε κάτι το πολύ δήθεν, ακαθόριστο, φλου, άποψη, που βασίζεται δηλαδή στον εντυπωσιασμό αλλά έχει συνάμα μια εσάνς καλλιτεχνική, το αποκαλούμε «φλου αρτιστίκ». Το «αρτιστίκ» προκύπτει από το γαλλικό artistique = καλλιτεχνικός, παραπέμπει δε στο Παρίσι κατευθείαν, καθότι αυτό ξέρει ο μέσος κόσμος ως κέντρο και επίκεντρο της τέχνης γενικά. Η έκφραση μάς φέρνει στο νου κυρίως ζωγράφους και πίνακες, και όχι τόσο γλυπτά, αρχιτεκτονήματα ή μουσικές. Πιθανόν γιατί η ζωγραφική είναι πιο κραυγαλέα και πανταχού παρούσα απ' ό,τι οι άλλες τέχνες.

«Φλου αρτιστίκ», βέβαια, είναι και η παπαρολογία επί παντός επιστητού. Είναι και ο άνθρωπος που τα κάνει ή τα λέει όλ' αυτά.

Την έκφραση την προφέρουμε όσο πιο αδερφίστικα γίνεται.


  • Ως προς το κατανοητό της υπόθεσης, έχω να πω ότι, σήμερα πια, ο μοντερνισμός έχει ενσωματωθεί και εφαρμοστεί πλήρως (με άξιο ή γελοίο τρόπο: δεν μας ενδιαφέρει) ακόμα και στην πιο καθημερινή καθημερινότητά μας. Τον ζούμε, αλλά νομίζουμε ακόμα ότι είναι κάτι το πρωτοποριακό και ακατανόητο και απρόσιτο. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό το θέμα.

- Και τελικά; Δεν έμαθες τι συνέβη;
- Πού να καταλάβω ρε Μανόλη μου, τον ρώτησα και μου άρχισε κάτι μισόλογα και κάτι φλου αρτιστίκ, ε, κατάλαβα ότι δεν θέλει να μου πει και τελείωσε η ιστορία.

  1. (από το λήμμα κάθε πικραμένος)

«Κάθε πικραμένος» λέγεται στις διαφημιστικές εταιρίες ο μέσος καταναλωτής, αυτός που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση ή την καλλιέργεια να κατανοήσει τις φλου αρτιστίκ (ή όχι και τόσο φλου αρτιστίκ) ιδέες μερικών από τους δημιουργικούς της διαφήμισης.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος «ζεν» αποτελεί Ελληνοκινεζο-σλάνγκ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση γαλήνης, ψυχοσωματικής ισορροπίας, επικοινωνίας με άλλους κόσμους, προϊόντα διαρκούς υπερβατικού διαλογισμού και πνευματικής άσκησης.

Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδιότητες του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου που θαυμάζει και θέλει να αφομοιώσει την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να την καταλάβει, αλλά μπορεί να την «καταναλώσει» μέσα από απόπειρες γιόγκα, βιολογική διατροφή, σεμινάρια φιλοσοφίας και διαλογισμού κ.α. τυποποιημένα αγαθά made in Taiwan.

Σε ειδικές περιπτώσεις, πχ. σε αναφορά στη «μόνιμη γαλήνη», αντικαθιστά την μέχρι πρότινος δεσπόζουσα στο στερέωμα των Ινδοελληνο-σλανγκ φράση «είμαι σε φάση Νιρβάνας», η οποία είχε διαδοθεί ιδιαίτερα στα ενενήνταζ, χάρις στην εμφάνιση του ομώνυμου ροκ σχήματος ανακύκλωσης κιθάρων.

Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου και ο μπάρμπα-Μπρίλιος από το αρβανιτοχώριον μπορεί να συνδεθεί στο ψαχτήρι και να κατεβάσει ταινίες όπως «Τίγρης και Δράκος» και «Kung-Pow», να παραγγείλει να του στείλουν «Μάνγκα» (αυτά είναι γιαπωνέζικα κόμιξ) και να μάθει για τον Κάπταιν-Κόζκο που θα πάρει τον Περαία, η επαφή με την Κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ντοπιολαλιά.

Φυσικά, η χρήση ξένων όρων δεν ταυτίζεται νοηματικά με την εκφορά τους στη μητρική γλώσσα με συχνά αποτελέσματα κακοποίησης, όπως και στη χρήση του όρου «ΖΕΝ».

- Καλά, ε; Αυτός ο διατροφολόγος είναι και πολύ «ζεν» τύπος! Άκου να δεις! Με το που μπαίνω στο γραφείο του και χαζεύω τους βούδες και τους ελέφαντες νίντζα αυτός απλά κοιτώντας με μου έχει βγάλει τα κιλά μου, την ηλικία μου και το όνομα του σκύλου μου! Και καπάκια με ψεκάζει με ένα κινέζικο αδυνατιστικό άρωμα και με κοιμίζει! Και ξυπνάω την άλλη μέρα 2 κιλά ελαφρύτερος! Απίστευτο, σου λέω! Ενώ όλα αυτά τα'χα για τα ούρα, τώρα πιστεύω!

- Ρε μπας και ενώ κοιμόσουν σου έκλεψε κανένα νεφρό και νιώθεις ελαφρύτερος; Για κοιτάξου σε κάναν ουρολόγο και τράβα κατά Ινδία μεριά, μπας και ο δικός σου τα' στειλε πακέτο στο «Μάστερ» να τα σκοτώσει σε καμιά λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.

Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.

Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.

Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό!

(από Khan, 19/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικό επιφώνημα αηδίας / ειρωνείας.

Διαφημιστικό μιμήδιο που έγινε βάιραλ σε χρόνο ντετέ λίγο προ των εκλογών του 2012. Συχνά απευθύνεται με μαζοχιστική διάθεση εις εαυτόν, ειδικά όταν κάποιος πρόκειται να σε πηδήξει (Τασούλα εν όψει χουφτώματος Κίτσου, Μπένυ ατενίζοντας προεκλογικά τον Τσίπρα, κλπ). Για να είναι πλήρως αποδοτικό, δέον να εκφέρεται μακρόσυρτα και βουκολικώ τω τρόπω.

Η ανάρτηξις του λήμμαν γίνεται με πάσα επιφύλαξη καθώς δεν γνωρίζουμε εάν θα αντέξει στον αδυσώπουτσο σλανγκικό χρόνο.

- Σε ερώτηση για το πώς σχολιάζει την έκφραση που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας από γνωστή διαφήμιση για τον ίδιο ότι «έχει ξεφύγει», ο κ. Βενιζέλος απάντησε: «θα χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση από την ίδια διαφήμιση. Τράτζικ»!
(Ποντίκι)

- «Τράτζικ» το δημοτικό συμβούλιο Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης (εδώ)

- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ… ΤΡΑΤΖΙΚ: Τρεις και ο κούκος στην ομιλία Βενιζέλου (εκεί)

- Solarium με αποτέλεσμα.....ΤΡΑΤΖΙΚ.....
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified