Further tags

Είναι η απομίμηση φιρμάτου ρούχου, που κυκλοφορεί συνήθως στις λαϊκές αγορές ή σε κινέζικα, στο 1/10 της τιμής του αυθεντικού. Έτσι μπορεί ο καθένας να δηθενιάζεται, φορώντας το κροκοδειλάκι Lacoste ή το σήμα της Nike, χωρίς να ξηλωθεί και πολύ.

- Αλβανός-Αλβανός, αλλά η μπλούζα lacoste!
- Μάλλον λαϊκόστ, επειδή την πήρε από την λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος είναι πολύ βλάκας.

Ρε το κοπανιαμέντο, κοίτα τι έκανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άιφερ μάνατζερ!! Ο υπάλληλος τρεχαλίτσας!! Το παιδί για όλες τις δουλειές!! 'Αι φερ' αυτό, άι φερ' το άλλο!!

Σιγά μη καταντήσω ο άιφερ μάνατζερ του μαλάκα του Μήτσου!!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζόρικος, ο νταής, ο βαρύς. Κατ' άλλους, ο αποτραβηγμένος πρώην μάγκας, η ήρεμη δύναμη, αυτός που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα πλέον, αλλά όλοι ξέρουν περί τίνος πρόκειται.

Ο όρος είναι καθαρά ρεμπέτικος και προέρχεται από το τούρκικο siret (δύστροπος).

Αξίζει να σημειωθεί ότι σερέτες δεν υπάρχουν πια (είχαν την ίδια τύχη με τους μάγκες), οπότε οποιαδήποτε σημερινή έκφανση θα είναι λογικά φτηνή απομίμηση και στο όνομα κάποιας πεζής σκοπιμότητας.

- Ρε Μήτσο, φώναξε τον πιτσιρικά να μας φέρει γρήγορα άλλη μια Moet, για να μην τα κάνω όλα μπουρδέλο εδώ μέσα να πούμε.
- Τι έπαθες ρε μαλάκα; Πολύ σερέτης μας το παίζεις σήμερα.
- (ψιθυριστά) Σουτ, σκάσε ρε μαλάκα μπας και βγάλω κανα γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγρίμι, ιδίως όταν εκδηλώνει επικίνδυνη, αρπαχτική συμπεριφορά. Κυριολ. τίγρης από το τουρκικό kaplan (λ. πραγματικά αλταϊκής προέλευσης, ούτε περσική ούτε αραβική). Είναι η τίγρη του χιονιού.

Πρβλ και το «Καπλάνι της Βιτρίνας» (βαλσαμωμένο)

Μεταφορικά: άγριο, ανυπόμονο, ερωτικά απαιτητικό θηλυκό, λυσσάρα γυναίκα, που δεν υπολογίζει τίποτα, υπερσεξουαλική.

  1. Μπήκε στην κουζίνα πεινασμένος, άρπαξε λίγο ψωμί κι έγινε καπνός. Χάθηκε σαν καπλάνι.

  2. Έμπλεξε ο φουκαράς μ' αυτήν, ασυγκράτητο και χαλκέντερο καπλάνι, κι έμεινε μισός.

(Μη φοβάστε. Απλό παράδειγμα είναι. Καμιά, όσο καπλάνι και να είναι, δεν αφήνει κανένα μισό. Κορόιδο είναι να μην τον ταΐσει ικανοποιητικά;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοπροσδιορισμός του νεοφανούς κινήματος των «Αγανακτισμένων», που τις τελευταίες μέρες έχουν στρατοπεδεύσει σκηνίτες σε Σύνταγμα και έτερες ανά την χώρα πλατείες, διακηρύσσοντας αρχές όπως «αυτοοργάνωση» και «υπέρβαση κομματικών πλαισίων».

Πηγή έμπνευσης για τους Αγανακτίστας στάθηκαν αντίστοιχες κινητοποιήσεις εν τηι Ιβηρικήι, εξού η ισπανοπρεπής / λατινοπρεπής κατάληξη -istas.

Αρχικά, δόθηκε η εντύπωση πως αφορμή για το κίνημα των Αγανακτίστας εστάθη η τρώση του ελληνικού φιλοτίμου εξαιτίας ισπανικού πειρακτικού συνθήματος: «Σσσσσ... Ησυχία μην ξυπνήσουμε τους έλληνες». Τελικώς απεδείχθη πως επρόκειτο για μισκουοτέισον και πως ισπανικό πανό με τέτοιο σύνθημα ουδέποτε είχε αναρτηθεί. Κάπως έτσι όμως στήνονται οι αστικοί (με όλη τη σημασία της λέξης) μύθοι.

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, πολιτικός αντιπαθέστατος πλην οξυδερκέστατος, χαρακτήρισε το κίνημα των Αγανακτίστας ως κίνημα μόδας, τουτέστιν απολιτικό και ανερμάτιστο.

Προσωπική γνώμη του γράφοντος είναι πως οι «αγανακτισμένοι» απλώς αναπαράγουν στάσεις και νοοτροπίες του παρελθόντος, αυτές ακριβώς που μας έφεραν ως το χείλος του γκρεμού, τρέφοντας την ψευδαίσθηση πως κάνουν ακριβώς το αντίθετο.

Επαίρονται πως η νέα γενιά εγκατέλειψε τη βόλεψη του καναπέ προς χάριν των κοινωνικών αγώνων, πως αφυπνίσθηκε. Εγώ λέω απλώς οτι μετέφεραν τον καναπέ τους σε δημόσιο χώρο. Εξακολουθούν να παραμένουν η γενιά της φραπεδιάς και του χαβαλέ, του αραλικίου και της αεργίας, η γενιά του «για όλους έχει ο θεός, ίσως το δικό μου άστρο νάναι κάπου εκεί στο φως». Αντιλαμβάνομαι ασφαλώς πως παρέχω μια κάπως ισοπεδωτική εικόνα και πως υπάρχουν οπωσδήποτε διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις στην συνολική εικόνα, ωστόσο η γενίκευση και η σχηματοποίηση είναι συχνά αναγκαία κακά προκειμένου να υπάρξει αυτό που αποκαλούμε ερμηνεία.

Αυτό που κτγμ συμβαίνει, όχι μόνο με τους Αγανακτίστας αλλά με την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, είναι μια επίμονη, έως παθολογική, άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας. Άρνηση (denial) είναι, ως γνωστόν, ψυχολογικός αμυντικός μηχανισμός κατά τον οποίο αγνοώ και δεν λαμβάνω υπόψη απειλητικές και δυσάρεστες όψεις της εξωτερικής πραγματικότητας, θεωρώντας τις ως προπέτασμα καπνού. Στα RPG υπήρχε κάτι ανάλογο, το disbelieve («ξε-πιστεύω»): αν λ.χ. θεωρούσες πως ένας Μάγος σου έστησε μια illusion ενός γκρεμού, εσύ μπορούσες να ξε-πιστέψεις τον γκρεμό και να προχωρήσεις κανονικά. Καμιά φορά πετύχαινε, καμιά φορά ο γκρεμός ήταν πραγματικός...

Ο τυπικός έλλην αρνείται να δεχθεί πως οι εποχές των Παχιών Αγελάδων έφτασαν στο τέλος τους. Πως η ευημερία την οποία απόλαυσε τα τελευταία 15-20 χρόνια (ας πούμε από το '95), για να μην πούμε 30 (απο το '81) ήταν ψευδεπίγραφη, είχε πήλινα πόδια. Τα δανειοδάνεια, διακοποδάνεια, χριστουγεννο-πασχαλοδάνεια και άλλοι ωραίοι δανειο-νεολογισμοί, ήταν στην πραγματικότητα τα λεφτά του γερμανού και του γάλλου καταθέτη που τα έδωσε για να τα πάρει πίσω με το παραπάνω. Ζήσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, δίχως να παράγουμε πρωτογενώς τον αντίστοιχο πλούτο. Ήταν ένα όμορφο όνειρο, από το οποίο μας ξύπνησαν απότομα. Και τώρα κάνουμε σαν αγουροξυπνημένα σχολιαρόπαιδα που αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν το ζεστό πάπλωμα και να σηκωθούν να πάνε σχολείο, κι ας γκαρίζει η μάνα αποπάνω τους.

Ο καθείς πρέπει να τεθεί αντιμέτωπος με τις ατομικές του ευθύνες. Όχι να τα φορτώνουμε πάντα στους «Άλλους» σαν κακομαθημένα παιδιά. Αιωνίως φταίνε κάποιοι «Άλλοι»: η πολιτική και οι πολιτικοί, το Σύστημα, το Κράτος, οι Αμερικάνοι, το Δουνουτού, ο Δίας που γαμιέται, ο Hermes που είναι ανάδρομος. Ποτέ ο Λαός, αυτή η εξιδανικευμένη, φασματική και μεταφυσική οντότητα.

Όμως οι Λαοί, εφόσον επιμένουν να λέγονται Λαοί και να αντλούν τα σχετικά πλεονεκτήματα, βαρύνονται με συλλογικές ευθύνες. Η μεταπολεμική Γερμανία πλήρωνε για 50 χρόνια βαρύτατες πολεμικές αποζημιώσεις σε Εβραίους και λοιπούς ολοκαυθέντες. Τα βάρη αυτά επιμερίστηκαν σε όλους τους γερμανούς πολίτες, είτε ήταν φανατίλες χιτλερικοί, είτε αδιάφοροι απολιτικοί, είτε δημοκράτες αντιστασιακοί. Πλήρωσαν όλοι ανεξαιρέτως, δεν έγινε κάποια έρευνα να διαπιστωθεί ποιοι είχαν αντιναζιστική δράση προκειμένου να εξαιρεθούν απ' τον τζερεμέ.

Aganaktistas στο Λευκό Πύργο, εδώ.

(Χιλιάδες τα χτυπήματα που δίνει, δεν βάζω άλλα)

Απόδοση του ισπανικού Los Indignados. Βλέπε και ζαπατουρίστας, los και σπανιώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρακτική του να ρίχνουμε ονόματα «αυθεντιών», συχνά ασχέτων προς το θέμα συζητήσεως, με σκοπό την κακώς εννοούμενη τεκμηρίωση ή (στην χειρότερη) τον εντυπωσιασμό.

Το νέιμ ντρόπινγκ, άκα επίκληση στην αυθεντία, παρατηρείται σε κάθε κοινωνικό, μορφωτικό και επαγγελματικό στρώμα, από τον μεταμοντερνιάρη χρονογράφο που δεν χάνει ευκαιρία να επικαλεστεί τους Foucault και Braudrillard μέχρι και τον τσιμπουκόχειλο κομμωτή που διακόπτει τον εαυτό του στα παράθυρα για να τονίσει πόσο ευτυχισμένες πελάτισσές του υπήρξαν οι Βουγιούκλω και η Κάρλα Μπρούνι.

Ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των λογικών ολισθημάτων τ. argumentum ad potential.

Εκ του αγγλικανικού name dropping.

...το (μεγαλύτερο αν μη τι άλλο) άγχος του να μη πετάξεις καμία κοτσάνα (γραμματική, συντακτική) ή να κάνεις κανένα πολύ πολύ άτυχο νειμ ντροπινγκ τύπου «συνεργαζόμουν πολύ στενά με την εξεκιουτιβ μάνατζερ κυρία τάδε» και η κυρία τάδε να είναι τρίτη ξαδέλφη ή αδελφή του μπατζανάκη του γαμπρού του τύπου που σου κάνει την συνέντευξη. και εσύ να μην έχεις συνεργαστεί ποτέ μαζί της.
(εδώ)

- Εμένα μου τη σπάει που απευθύνεται στον Πρίγκηπα α λα σύγχρονος Μακιαβέλι. Έξυπνος είναι, αλλά τόσο νέημ-ντρόπινγκ ομολογώ δεν το περίμενα
(εκεί)

- Το name dropping (νέιμ ντρόπινγκ στα Ελληνικά) είναι μια μόδα, που έχει ενσκήψει τα τελευταία χρόνια μεταξύ των ματαιόδοξων, κατά τ’ άλλα κενών ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν να επιδεικνύονται προσποιούμενοι ότι γνωρίζουν κάποιους «επώνυμους». Νομίζουν έτσι, ότι «πετώντας ένα όνομα», κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης, ενός γνωστού προσώπου (ηθοποιού, βουλευτή, τραγουδιστή, δημοσιογράφου της TV, κλπ) ότι αποκτούν κάτι από την αίγλη (το γκλάμορ, που λέμε Ελληνικά) που φέρει το όνομά του.
(παραπέρα))

Εμείς τα χτίσαμε αυτά τα μαγαζά! (από Vrastaman, 06/06/11)(από Vrastaman, 06/06/11)

Όπως είπε και ο Θεύδιος ο Μάγνης, το νέιμ ντρόπινγκ δεν πρέπει να συγχέεται με αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από τη διεθνώς γνωστή αμερικανική τηλεοπτική σειρά «The Twilight Zone», με πιασάρικη μουσική υπόκρουση που έχει γράψει μια κάποια ιστορία.

Εκεί, λοιπόν, ο εκάστοτε γκαντέμης πρωταγωνιστής παθαίνει ταράκουλο και κλάνει μέντες απ’ τα πολλά αλλόκοτα, παράλογα, τρομακτικά ακόμη και φρικιαστικά διάφορα που του συμβαίνουν, όταν μπαίνει, άθελά του, στον εν λόγω μετα- / παρα- / υπερ-φυσικό χώρο που συνήθως στέκει εκτός χρόνου μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας – παράνοιας. Συνήθως, φυσικά, προσπαθεί να την κάνει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, φευ, με αμφίβολα αποτελέσματα στην τελική.

(Κάθε πιθανός συνειρμός με θητεία ή αξιομνημόνευτη επίσκεψη σε δημόσια υπηρεσία μάλλον δεν είναι συμπτωματικός).

Σε μια κοινωνία όπου παίζουν χαλαρά φράσεις όπως π.χ.: «νομιμοποίηση αυθαιρέτων» ή με φόντο μπαρουτοκαπνισμένες Σχολές το διαχρονικό: «για να διαφυλαχτεί το πανεπιστημιακό άσυλο πρέπει να…» και πλήθος άλλα οργουελικά, την έκφραση συνηθέστερα χρησιμοποιούν: -σε ψιθυριστούς μονολόγους (κι όχι μόνο) ταλαίπωροι Μήτσοι με τα νεύρα τσατάλια και φάτσα σάικο που θα ‘χαν πολλά να μοιραστούν με τον Γιόζεφ Κ.,
-όσοι αρνούνται να τη δουν σοφά πιθήκια για να περιγράψουν όσα επιμένουν να βλέπουν και να ακούν, και
--- τηλεορασόπληκτοι θολοϋποκουλτουριάρηδες.

Κάποιοι εξ όλων αυτών, προσφάτως, για να γλιτώσουν από μια ζώνη του λυκόφωτος όπου κάτι βαρύγδουπα συνοψίζονται στο άνοστο σουρεάλ « για να τη σώσουμε πρέπει να την πουλήσουμε μπιτ-παρά, να βγείτε οι μισοί στην ανεργία, να…», αντί να πάρουν των ομματιών τους ή τα καμένα βουνά, πήραν τις πλατείες αφήνοντας κάποιους απ’ τους λοιπούς να συνεχίζουν ν’ αγοράζουν και να πουλούν τρελίτσα.

1.
…στο «μεταναστευτικό» ο μετανάστης είναι η μία όψη του προβλήματος. Η άλλη όψη είναι η κοινωνία που τον υποδέχεται, οι πόλεις που δεν είναι πόλεις, οι τοξικομανείς που σέρνονται στη Στουρνάρη μερικά μέτρα πιο κάτω από το Μέγαρο Υπατία, ο αχρείος που τρέχει με το μηχανάκι του στο πεζοδρόμιο, ο ένστολος που γυρνάει από την άλλη για να μην μπλέξει. Γιατί αυτά βρήκαν οι μετανάστες όταν μπήκαν στη ζώνη του λυκόφωτος, έναν γιγάντιο ορνιθώνα όπου ο καθένας εκβιάζει την ύπαρξή του βιάζοντας τον δημόσιο χώρο κι όλοι μαζί τρέχουν για να διορθώσουν το μόνο πρόβλημα που αναγνωρίζει αυτή η χώρα: το ύψος των επιτοκίων δανεισμού. Και εννοείται, προσαρμόστηκαν.

2.
Και επίσημα πια υπό κατοχή η χώρα!!! Όχι δεν είναι η ζώνη του λυκόφωτος. Είναι η Ελλάς του 2011…
(Σχολιάζει άρθρο των Financial Times κατά το οποίο: «Οι ευρωπαίοι ηγέτες διαπραγματεύονται συμφωνία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία πρωτοφανή εξωτερική παρέμβαση στην ελληνική οικονομία..»)

3.
Προφανώς η μανία των συναισθημάτων σου είναι εξίσου έντονη όταν βιώνεις την απόρριψη. Τότε ξεσπά ο κυκεώνας της τυφλής ζήλιας, της εμμονής, της εκδικητικότητας. Η απόρριψη είναι το μονοπάτι για τη σκοτεινή πλευρά σου. Και είναι τρομακτικά εκεί στη ζώνη του λυκόφωτος...

(όλα απ’ το δίχτυ)

Βρώμικος Νότος – Στην Καρδιά και στο Μυαλό: Στη Ζώνη του Λυκόφωτος (από sstteffannoss, 06/06/11)Το 1ο intro της σειράς «The Twilight Zone» (από sstteffannoss, 06/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκική έκφραση που σημαίνει κατά λέξη «πέος μέχρι εδώ» (όχι βέβαια με την επιστημονική του ονομασία) και συνοδεύεται από χειρονομία που δείχνει στο ύψος του στήθους.

Ταιριάζει με την ελληνική έκφραση «στ' αρχίδια μου», η οποία εμπλέκει τους γειτονικούς αδένες του παραπάνω οργάνου και εκφράζει την υπέρτατη αδιαφορία (στομπουτσισμό).

Φραπεδόμυαλοι, καναπεδόμυαλοι πήρε φωτιά το Κορδελιό κι εσείς σικιμέ καντάρ μέσα στα σαλόνια σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified