Further tags

Ιταλογενής λέξη από το amore= έρωτας, σημαίνει την ερωμένη, την αγαπητικιά. Παλιά λέξη, την βρήκα στα Απομνημονεύματα του Ιωάννη Μακρυγιάννη να σημαίνει την παράνομη ερωμένη, την γκόμενα, ή παλλακή, ενώ ο Ηλίας Πετρόπουλος την δίνει στο Μπουρδέλο ως συνώνυμο της πουτάνας. Σήμερα σώζεται περισσότερο ως τοπικός ιδιωματισμός, την βρίσκουμε λ.χ. σε κερκυραϊκό λεξικό.

«Τον Δυσσέα τον έχω αντίζηλον, τον Αλέξη Νούτζο το-ίδιο, τον Παλάσκα δια το κέφι μου καλό είναι να χαθή, να κάμω την γυναίκα του μορόζα». Καθώς την έκαμε και την έχει ως την σήμερον μέσα-εις το σπίτι του σαν γυναίκα του. (Γράφει ο Μακρυγιάννης για τον Κωλέττη, δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Παραλλαγή για την έκφραση πίπες. Το λατινοπρεπές του πράγματος την κάνει πιο ανάλαφρη, λιγότερο ή καθόλου πρόστυχη και την καμουφλάρει αισθητά.

- Τι έγινε, τα βρήκατε;
- Λος πίπος. Τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η εξαδέλφη της Τατιάνας Πηγαδομούνοβας, πάει σόι το βασίλειο.

Που καταπίνει τα φλόκια και τον αφήνει πεντακάθαρο.

- Έμαθα ότι ο Γιώργος παντρεύεται ξανά.
- Ναι, μια χυσοκαταπίνοβα.

(από Khan, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπόνος (αγγλιστί Boner): ο ερεθισμός του πέους καθώς και της κλειτορίδας.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στους άνδρες για τον ερεθισμό ή στην θέα μιας θεογκόμενας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.

Πωωωω μουνάρα, φίλε μου 'ρθε μπόνος.

Επίσης μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη «πόνος» στην γνωστή φράση: δώσε πόνο! ('Δώσε μπόνο'').

(από allivegp, 14/10/11)Χιμπατζήδες Bonobo, οι πιο σεξουαλικά δραστήριοι στο ζωικό βασίλειο (από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μπότες μάρκας Dr. Martens (αλλιώς ντοκ μάρτινς). Είναι διαχρονικά πετυχημένες εμπορικά, και στην Ελλάδα, γι' αυτό και η εξελληνισμένη ονομασία τους.

Η προσωπική μου μαρτυρία είναι ότι την δεκαετία του '90 και σε εφηβικές ηλικίες «μαρτίνια» λέγανε τα πιο τσαμπούκια κομμάτια της μάρκας, ιδίως αυτά με το σίδερο μπροστά, που ήταν λες και προορίζονταν για εργάτες μηχανουργείου. Προφανώς το νόημα ήταν να προσφέρουν ένα έξτρα όπλο στην διάθεση του κατόχου για την περίπτωση συμπλοκής, στο ίδιο στυλ με το τεράστιο κρικάρι δήθεν για τα κλειδιά (βλέπε σιδερογροθιά) και δεν θυμάμαι τι άλλο. Το όλο πακέτο ήταν διακριτό στα άλλα μέλη της βιοκοινότητας πλην γονέων, δασκάλων και λοιπών ανθρώπων της κυβερνήσεως (σιγά το καμουφλάρισμα βέβαια, αν έχεις μάτια θα το πιάσεις το υπονοούμενο), συνεπώς προειδοποιούσε τους αντιπάλους και πουλούσε την ανάλογη μούρη στις γκόμενες που την αγόραζαν.

Την ίδια περίοδο φοριούνταν πολύ και οι βέρμαχτ, οι γαμάτες μπότες με το σιχαμένο όνομα.

«Μαρτίνια» είναι επίσης σλανγκ για κάτι (πραγματικά) όπλα, τα Enfield Mk4, αλλά και τοπικός ιδιωματισμός σε διάφορα μέρη για οικόσιτα ζώα (μου είναι ασαφές, μάλλον γίδες αλλά δεν με απασχολεί το ζήτημα).

  1. Από εδώ:

Kι εγώ είχα και vermacht και doc. martins και αντί για flying -αντιδραστική και καλά- είχα πάρει μπουφάν λύκο. Το άλλο με το πορτοκαλί από μέσα αλλά πιο μακρύ και με κουκούλα με λίγο γούνα (ακόμα το χω κάπου στην ντουλάπα μου). Εννοείται ότι τα μαρτίνια τα φορούσα χειμώνα καλοκαίρι με φούστα με κολάν με ό,τι να' ναι και επίσης είχα από all star μόνο μποτάκια (προσφάτως αγόρασα μποτάκι σπέσιαλ μετά από τόσα χρόνια). Ε, το έχω ξαναπεί ήμουν λίγο Πένυ σε πιο λάιτ εκδοχή

  1. Από εδώ:

Μ μου, δεν κλωτσώ. Αν το κάνω θα χρειαστεί εγχείρηση...(διότι θα φροντίσω να φορέσω τα εφηβικά Μαρτίνια μου με το έξτρα σίδερο στη μύτη!)

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθημα νίκης.

Προέλευση-ετυμολογία: παραφθορά του αντίστοιχου αμερικάνικου συνθήματος «let's_go» στο μπάσκετ και στο βόλεϋ πριν την έναρξη ή επανέναρξη του αγώνα (μετά το τάιμ-άουτ). Για την παραφθορά πρβλ. μέγκλα, ροζμπίφ κ.α.) -κι ας λέει ο ακαδημαϊκός Μπαμπ(ουίνος) ό,τι θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τρυφερούλης άνθρωπος, ο συμπαθητικούλης, και μέσα στη μόδα, στο ντύσιμο, έκφραση, κτλ.

Πρώτος Χορευταράς σε ντίσκο μέσα σε καράβι για Ιταλία και άλλες χώρες της Ευρώπης.

Έλα καμάν παπιτσούλο... δώστα όλα στη πίστα δικέ μου ... έτσιιιιι!
Καλά ε... είναι απίστευτος ο τύπος.

χορος (από georgegreek, 17/10/11)(από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για το μπάγκαλοου, σε χρήση κυρίως στις δεκαετίες 60-70. Από τα γαλλικά, όπου cabane = καλύβα.

Bungalows - Οι θρυλικές καμπάνες του Αστήρ Παλλάς Βουλιαγμένης.
Κάθε ένα από τα 58 πλήρως ανακαινισμένα Bungalows στο Arion Resort & Spa, Astir Palace είναι πραγματικά εκπληκτικά.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Το θυμάμαι να λέγεται κατά κόρον από τύπους στο ενδιάμεσο μάστορα και καθηγητή πανεπιστημίου, στο πολυτεχνείο πάτρας, τμήμα πολιτικών μηχανικών, στο πανεπιστήμιο ο άγιος ανδρέας βοήθειά σας. Λέγεται και από αντίστοιχους τυπαίους γενικότερα πάντως.

Ορίζουμε, λοιπόν, στα μπετά, την οριακή ποσότητα χάλυβα που πρέπει να μπει στο στοιχείο (δοκάρι, κολώνα, πλάκα mechanics). Νορμάλ, υπάρχουν δύο οριακές ποσότητες, μία με την ελάστιχη επιτρεπτή και μία με την μέγιστη, με πιο σημαντική την πρώτη.

Το «οριακός» στα αγλλικά λέγεται limit, συντομογραφείται «lim», και από κει στο να το διαβάσεις λίμες, ε, δυο δάχτυλα και κάτι.

- (καθηγητής)...το ρό λίμες, από τον κανονισμό είναι (αραδιάζει έναν τύπο από δω μέχρι τ' Αντίρριο). Οπότε, κάνετε υπόθεση, ελέγχετε και διορθώνετε και μπούρου-μπούρου ΓΟΚ, και μάτσου-πίτσου μαλακίες.
(φοιτητές μεταξύ τους)
- Άιντε να περάσεις να πούμε με τις λίμες και τα πεντικιούρ. Πάμε μπόμπολα για βρωμιά και τσίπουρα;
- Έφυγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός και αργόστροφος με ήπιο και χαϊδευτικό τόνο.
Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που το μυαλό τους δεν κόβει ούτε σε βασικές καθημερινές ασχολίες και που δεν θέλουμε να τα προσβάλουμε αφού κατανοούμε την πλήρη ανικανότητά τους για τα πάντα.

  1. Πώς γυρίζεις έτσι το κατσαβίδι ρε; Απ' την άλλη ξεβυδώνει μούτε!

  2. Τι μούτος είναι αυτός ο Παπανικολάου απ' το Γ2 ρε συνάδελφοι; Μου είπε ότι την 28η έγινε η επανάσταση στους Τούρκους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified