Further tags

Κοροϊδεύω, εμπαίζω, ειρωνεύομαι, χλευάζω, εξαπατώ, παίρνω στο ψιλό, δουλεύω ψιλό γαζί, βγάζω - μεταφορικώς - γλώσσα. Ακούγεται πολύ στα Επτάνησα, λέγεται στην Κρήτη, πέρασε και στο ρεμπέτικο. Βλέπε και τη λεξη κογιόνι.

Ετυμ. < βενετ. cogionar (ιταλ. coglionare) < cogion «(κυριολ.) όρχις - (μτφ.) ανόητος, ηλίθιος» < μτγν. λατ. coleo < λατ. culeus.

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ : Έχω παπούτσια, ασκιά, λουριά, σαρδίνια, πισιλίνες,
μία καμιζιόλα ντάντινη, μα είναι από κείνες!
Τασκέτα, όμορφα φλασκιά, ό,τι αγαπάς να πάρεις.
ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ : Είμαι κουρέντες άθρωπος, α δε με κογιονάρεις.
ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ : Εδώ να κογιονάρουμε! Σ’ το λέω; δεν είν’ ούζο,
και α σου λέω ψέματα, να λάβω αρκουμπούζο.
(Δημήτριος Γουζέλης, από την κωμωδία «Ο Χάσης», Ζάκυνθος, 1790)

Τα ματάκια σου και τα κορδελάκια σου
με τουμπάρανε και με κογιονάρανε
Πώς μου τα 'φερες και μου την κατάφερες
και μου το 'σκασες, με το μάγκα το 'στριψες
(Ζαχαρίας Κασιμάτης, «Ωφ αμάν (Πίνω και μεθώ)»)

Με τη Μαριώ φουμάρουμε
το σύμπαν κογιονάρουμε
(Δημήτρης Αραπάκης, «Μεμέτης χασικλής»)

- Ρε σεις, πού βάλαμε το μινιντίσκ με τη συνέντευξη του Κολοκυθόπουλου;
(το μινιντίσκ είναι φάτσα φόρα στο τραπέζι)
- Το πήγε ο Στράτος στο αρχείο.
- Όχι ρε πούστη μου, εκεί μέσα γίνεται ο κακός χαμός, μόνο εγώ λείπω.
- Ε ψάξε μωρέ, πάνω πάνω θα είναι.
(είκοσι λεπτά αργότερα)
- Βρε παιδιά, δεν το βρίσκω, σίγουρα είναι στο αρχείο;
- Ναι ρε, στάνταρ λέμε, ψάξε λίγο ακόμα. Χαχαχα.
- Ρε, με κογιονάρετε;
- ΧΑΧΑΧΑΧΑ, ψάρι!
- Τι μαλάκες είστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για λεξιπλασία τ. portmanteau που προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις bank= τράπεζα και gangster= γκάνγκστερ (σε απλά ελληνικά). Λέγεται και banksta κατά το gangsta.

Μια λεξιπλασία απόλυτα σύμφωνη με την (ρητορική) διερώτηση του Bertolt Brecht: «Ποιος είναι μεγαλύτερος εγκληματίας; Εκείνος που ληστεύει μια τράπεζα ή εκείνος που την ιδρύει;» (Δες). Και όπως γράφει εδώ, ο όρος υπήρχε ήδη στην μπρεχτική δεκαετία του 1930, διαβόητη για την δράση τόσο γκάνγκστερς όσο και μπάνκστερς. Σήμαινε τότε και τον διεφθαρμένο ή άπληστο τραπεζίτη. Αλλά χρησιμοποιήθηκε και με ειδικότερη σημασία από οικονομολόγους, όπως ο Murray Rothbard και άλλα μέλη της λεγόμενης Αυστριακής Σχολής, για να καυτηριάσει την κατά την γνώμη τους εγγενή αδικία που ελλοχεύει σε πρακτικές όπως το κλασματικό αποθεματικό σύστημα (Fractional Reserve Banking, δες και εδώ).

Στα ελληνικά διαδόθηκε κυρίως ύστερα από την πρόσφατη οικονομική κρίση του 2008-2009 και μετά. Χαρακτηρίζει τραπεζίτες, αλλά στιγματίζει και γενικότερα τους μετέχοντες σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως ένα «οργανωμένο» παγκοσμίως έγκλημα, σε μια εποχή όπου ο κάθε Fitchουλας μπορεί και καταποντίζει ολάκερες χώρες στα Τάρταρα, με μοναδική προβαλλόμενη λύση τον δονητή. Και ενώ οι μερκοζί και παπαζενεσεκουά λειτουργούν ως βαφτισιμιοί των νονών- μπάνκστερς, αφήνοντας τους λαούς να καταστραφούν, οι τράπεζες σώζονται σοσιαληστικώς πως από τα κράτη στην νταβατζίστικη λογική του too big to fail.

Οι μπάνκστερς πάντως έχουν τον ύμνο τους, το τραγούδι Damn it feels good to be a banksta!, καθώς και τον δικό τους Banksta Paradise.

Σημειωτέον ότι η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο από αριστερούς όσο και από δεξιούς, όπως ακριβώς και στις Η.Π.Α., όπου η κριτική στους μπάνκστερς γίνεται συχνότατα από τον «σκληρά εργαζόμενο» δεξιούλη (Main Street vs Wall Street), ενίοτε συνοδευόμενη από θεωρίες συνομωσίας και αντισημιτικό ντίσκουρς. Χρησιμοποιείται όμως και από ριζικούς κριτικούς του καπιταλισμού.

Trivium: Σύμφωνα με μια πολύ προχώ εναλλακτική ετυμολόγηση στα αγγλικά που έχει καταχωρισθεί στο Urban μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από τον γκραφιτά Banksy, οπότε σημαίνει αυτόν που επαναστατεί με στένσιλ αντί για όπλα και τρομοκρατεί τους μικροαστούληδες με ό,τι αυτοί εκλαμβάνουν ως βανδαλισμό.

  1. Μπάνκερ ή μπάνκστερ;

  2. Υπάρχουν και επιπλέον ερωτήματα που δεν μπορεί να τα απαντήσει το βίντεο. Τι επίδραση έχει δηλαδή η κατανάλωση αυτού του κρέατος στους ανθρώπους. Είναι δυνατόν οι παράγοντες αυτοί που προκαλούν στείρωση στα γουρούνια να μην προκαλούν στείρωση στον άνθρωπο;
    Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι οτι η ανθρωπότητα οδηγείται σε μια παγκόσμια δικτατορία στην οποία οι πολίτες θα είναι ο εχθρός και η κυβέρνηση μαζί με τους «μπανκστερς» - τραπεζίτες, τις πολυεθνικές τους και τα τσιράκια τους στα ΜΜΕ θα διαμορφώνουν την χειρότερη φυλακή που έχει γνωρίσει ποτε η ανθρωπότητα. (Εδώ).

  3. ας συλλαβουν τους διεθνεις τραπεζιτες που τα χρωστανε και ας τους εκτελεσουν με τη δικαιολογια οτι υπηρξαν τρομοκρατες μπανκστερς. (Εδώ).

  4. ΟΙ ΙΣΛΑΝΔΟΙ ΧΡΕΟΚΟΠΗΣΑΝ ΚΑΙ ΕΠΑΝΗΛΘΑΝ ΕΜΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΜΠΑΝΚΣΤΕΡΣ; (Εδώ).

  5. Προβόπουλος, ο τιμωρός των μπάνκστερς. Ο διοικητής της ΤτΕ σώζων την υπόληψιν τιμίας τραπέζης.
    Τσάκισε στα δυσβάσταχτα πρόστιμα τις παρανομούσες τράπεζες η εποπτεύουσα Τράπεζα της Ελλάδος.(Εδώ).

  6. ΜΕ ΤΗΝ ΨΗΦΟ ΤΟΥ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΜΠΑΝΚΣΤΕΡ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΩΝ ΚΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΦΤΑΝΕ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ. (Απ' το adonisgeorgiadis.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την «πέφτω» (κυνηγώ) γυναίκες μιλφ.

Γιαννάκη μιλφάρεις καμιά στάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάς για τον πούτσο, το αντίθετο της Ντρημ Τημ.

εδώ οι περιπέτειες μιας συντρίμ τημ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλική πράξη συνισταμένη στην τοποθέτηση του οσχέου στο στόμα, πρόσωπο ή κεφάλι σεξουαλικού συντρόφου. Χρησιμοποιείται και ως πράξη υποταγής ή εξευτελισμού του υποκειμένου. Πολύ διαδεδομένη στα ηλεκτρονικά παιχνίδια μέσω διαδικτύου, επίσης, όπου ο παίκτης που σκοτώνει τον αντίπαλό του «πικάρει» αυτόν επικαθήμενος τοιουτοτρόπως στο άψυχο σώμα αυτού. Η προέλευση της λέξης προφανής (tea=τσάι + bag=σάκος).

- Τι έγινε χτες με το γκομενάκι;
- Την ξεφτίλισα, έβγαλα όλο μου το άχτι, από teabag μέχρι πουτσοσκάμπιλα και δε συμμαζεύεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα συνήθως ηλικίας 50+ με παιδιά ήδη ενήλικα ή και ήδη παντρεμένα. Προέρχεται από την αγγλική λέξη «mature» που σημαίνει ώριμη. Συνήθως το επόμενο στάδιο από τη μιλφ γυναίκα είναι αυτό του ματσουριού... Επίσης χρησιμοποιείται σαν πιο ευγενικός όρος της λέξης σιτεμένη, γρέτζω κτλ.

Την είδες αυτή που πέρασε ρε;Τ ρελό ματσούρι από Κηφισιά... έχει πάρει όλο τον δήμο στα νιάτα της, από μικρή καλογαμιόταν!

Εκ γενετής ματσούρι ο πρωταγωνιστής της ταινίας:Δημήτριος και Μουνομάχοι (από GATZMAN, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός σε όλους μας πούλος με κατάληξη -ιτς , προφανώς σαν μια ιδιωματική λέξη με Σέρβικη κατάληξη. (Ίβκοβιτς, Μπρέγκοβιτς κ.ά.)

- Τον πούλοβιτς φιλαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοκογλύφος, ο εισοδηματίας με την κακή έννοια, ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται να μοχθήσει για να βγάλει τα προς το ζειν, αυτός που ζει από τον τοκισμό ή το κέρδος της περιουσίας ή των επενδύσεών του, κυρίως εις βάρος τρίτων.

Έχει επικρατήσει η αρνητικότητα στον όρο αυτό, ίσως γιατί έχουμε φλομώσει από δαύτους στο Ελλαδιστάν, ίσως γιατί έχει χρησιμοποιηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου στο διάσημο «ραντιέρηδες της οικονομίας» για να καταδείξει όσους χρηματίζουν εις βάρος του Ελληνικού λαού.

Ετυμολογία: ραντιέρης < γαλλική rentier, δικαιούχος ράντας

Ράντα -θηλυκό:
- (στα πλοία) αντένα τοποθετημένη στο κάτω μέρος του άλμπουρου, περίπου κάθετα σ' αυτό (κατάρτι)
- (λογοτεχνικό) είδος κούνιας για ανάπαυση
- τακτικό χρηματικό ποσό που αποφέρει μια επένδυση
- περιοδική καταβολή ποσού
- εισόδημα από χρεώγραφα
(από εδώ)

Ακόμη, ευρέθησαν στο νέτι:

Ραντιέρης: ο ενασχολούμενος με ευκαιριακές χρηματιστικές εργασίες. Ο κατά τον θυμόσοφο Ελληνικό λαό: «τοκιστής και σουλατσαδόρος» (εδώ)

Ραντιέρης: ιδιώτης τοκογλύφος που πριν από την εφεύρεση των εμπορικών τραπεζών δάνειζε τους αγρότες στην Ελληνική ύπαιθρο με όρους αντίστοιχους των 21 Τραπεζών (εδώ)

  1. Γνωστος και ως ραντιερης - οποιος ζει απο ( και για ) τους τοκους...
    (εδώ)

  2. Όταν μεγαλώσω θα γίνω... ραντιέρης (εδώ)

  3. Βαθύ κράτος ραντιέρης
    (εδώ)

  4. Η Εξουσία των Ραντιέρηδων
    (εδώ)

  5. Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κινηματογραφική αργκό)

Η διαδικασία εύρεσης κατάλληλων τοποθεσιών για γύρισμα, είτε εξωτερικό (χωράφια, βουνά, λαγκάδια, αστικά τοπία), είτε εσωτερικό (σπίτια, λοιπά κτίρια). Ιδανικά, η τοποθεσία πρέπει:

  • να ανταποκρίνεται σε ό,τι ζητάει το σενάριο
  • να ταιριάζει αισθητικά με ό,τι ζητάει ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο διευθυντής φωτογραφίας
  • να βολεύει από πρακτική άποψη (παροχή ρεύματος, φυσικός και τεχνητός φωτισμός, να μπορούν να περαστούν καλώδια, να χωράει ο μπούμαν με το ματσούκι του κλπ)
  • να είναι εφικτό το πηγαινέλα και το κουβάλημα μέχρι εκεί, και να μπορεί να νοικιαστεί ο χώρος (ή απλώς να καβατζωθεί χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι)

Θεωρητικά, το ρεπεράζ είναι ξέχωρη αρμοδιότητα, και το κλείσιμο του χώρου (συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες ή/και τις αρχές) το αναλαμβάνει ο location manager (άλλο φρούτο αυτός). Στην πράξη, και τα δύο γίνονται συχνά απ' το ίδιο άτομο, ενώ άλλοτε το ρεπεράζ το κάνει κατευθείαν ο σκηνοθέτης ή ο σκηνογράφος.

Εκ του γαλλικού repérage, που σημαίνει εντοπισμός. Στα εγγλέζικα, ο αντίστοιχος όρος είναι location scouting. Δείτε και εδώ.

- Τι έγινε, ρε Μπάμπη, και φυσάς και ξεφυσάς;
- Άσε με, είμαι να σκάσω. Είχαμε χτες γύρισμα για το «Παλαμάρι του Βαρκάρη Νο 14», κι αυτή η βλαμμένη του ρεπεράζ μάς κουβάλησε σε μια παράγκα στη μέση του πουθενά, ένας θεός ξέρει πού τη βρήκε, για εσωτερικό στο καλύβι του βαρκάρη κιέτσ'. Και μας βγήκε η Παναγία.
- Γιατί, ρε;
- Ήταν δύο επί τρία, οι κάμερες δε χωράγανε καλά-καλά, οι ανάφτρες έμειναν απ' έξω, τα φώτα ήταν αδύνατο να στηθούν σωστά, κι έπιασε και βροχή κι άρχισε να στάζει το ταβάνι! Η ηλίθια νόμιζε ότι κάνει ρεπεράζ για Αγγελόπουλο, κι έψαχνε κάτι «γραφικό και αυθεντικό», κατάλαβες; Ρε κοπελιάαα! Τσόντα γυρίζουμε, γαμώ το φελέκι μου! Να χωράμε θέμε, να κάνουμε τη δουλειά μας!
(φανταστική ιστορία)

- Άκου, φίλος, γαμάτο σκηνικό που μας είπε η Σάντη! Έκανε ρεπεράζ για μια σειρά, και έπρεπε να βρει μια παραλία. Παίρνει τ' αμάξι, λοιπόν, αρχίζει την ψακτική, και είναι σ' ένα δρόμο που βλέπει θάλασσα από ψηλά. Κοζάρει κάτω μια εντελώς ερημική παραλία, παρκάρει και το σκέφτεται: μου κάνει, δε μου κάνει; Κι εκείνη τη στιγμή, σκάει ένα αμάξι απ' το πουθενά, βγαίνει ένας τύπος, κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά, ΔΕΝ κοιτάει πάνω βέβαια, οπότε θεωρεί ότι κανείς δεν τον βλέπει. Πού να 'ξερε. Και γδύνεται τσιτσίδι, παίρνει φόρα, βουτάει κι αρχίζει να κολυμπάει ζωηρά, τραγουδώντας μ' όλη τη δύναμη της φωνής του [στη μελωδία του «La donna è mobile»]: «Ό-λα στον πούτσο μου! Ό-λα στον πούτσο μου!»
- Χαχα, τελέρε! Σκέψου τι ένταση έβγαζε ο τύπος!
(αληθινή ιστορία)

"The life of a movie location scout" (από Pirate Jenny, 06/04/12)La donna è mobile (από Pirate Jenny, 06/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού normal που σημαίνει «φυσιολογικός». Αφορά οποιοδήποτε φυσιολογικό άτομο, αντικείμενο, μέρος ή ακόμα και συμπεριφορά κάποιου, σε βαθμό που να χαρακτηρίζεται αξιόπιστος απ' την πλειοψηφία του κόσμου.

  1. (άτομο)
    - Μου είπε ο Σάκης να βγούμε αύριο. Δεν τον ξέρω καλά, τι να του πω;
    - Ξεκόλλα ρε, είναι νορμάλ παιδί. Κάνε κάτι μαζί του.

  2. (αντικείμενο/μέρος)
    - Να πάρω την τούρτα απ' το ζαχαροπλαστείο απέναντι απ' το σπίτι σου; Φτιάχνει νορμάλ γλυκά ο τύπος; Αξίζουνε;

  3. (συμπεριφορά)
    - Γιατί χώρισες πάλι ρε;
    - Άσε με τώρα με την κάθε μαλακισμένη. Δεν μπορώ να βρω μία νορμάλ γκόμενα να συννενοηθώ ρε φίλε. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στόκος ήτανε. Κάθε εβδομάδα ρόμπα με έκανε στα παιδιά.

(από HardcoreGR, 07/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified