Further tags

Υποτίθεται οι άγριοι, απολίτιστοι. Το κίνημα των Μάου Μάου γεννήθηκε το 1944 στα υψίπεδα της Κένυας κυρίως από μέλη της φυλής Κικούγιου, αλλά και των φυλών Εμπου και Μέρου, που είχαν χάσει τη γη τους από τους βρετανούς αποίκους. Εδώ.

Για το κίνημα των Μάου Μάου η δυτική προπαγάνδα ανέπτυξε αχαλίνωτη παραφιλολογία, ότι ήταν οι τρομοκράτες της εποχής, οι άγριοι, σφαγείς κτλ.

Έλειπε του σάητος.

Καθηγητές (μέσης εκπαίδευσης,) συζητούν για τα προβλήματα της δουλειάς τους:
- Άστα... σήμερα έχω την τάξη με τους μάου-μάου (τρίτη λυκείου, ένα τμήμα με αναιδείς φασαριόζους), δεν ξέρω τι να κάνω με αυτούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκανγκ ορίζεται ως το ομαδικό πέσιμο (σε online games πάντα) από αντίπαλους παίχτες, σε κατά έναν τουλάχιστον λιγότερους παίχτες της άλλης. Πρέπει οι πίπτοντες να έχουν την υπεροχή, αλλιώς δεν έχει νόημα να ονομασθεί γκανγκ!

3 γκανγκ έχουμε φάει στο πάνω lane και το υπόλοιπο team ακόμα δε λέει να νιώσει να βοηθήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας με λεφτά, ο πλούσιος μαλάκας.

- Άσε, μου την έπεσε σήμερα ένας μαλάκας...
- Μαλάκας ή μαλαcash;

(από dipyadip, 19/10/12)(από Vrastaman, 23/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι σλανγκ αλλά το κρέμασε στο δουπού ο σύσσλανγκος papalaozi οπότε μισή ντροπή δική μου.

Πρόκειται περί κρητικού ιδιωματισμού που σημαίνει νέος, παλληκάρι. Ετυμολογείται από τα τουρκικά deli = τρελός + kan = αίμα + -lι (παραγωγική κατάληξη). Η ταυτόσημη, όσο και παραστατικότατη, λέξη delikanlı (κυριολ. τρελοαίματος) υφίσταται και στα σημερινά τούρκικα βεβαίως βεβαίως. Η εκδοχή ντελικανής προήλθε μέσω απλοποίησης του συμπλέγματος -νλ- που δεν θεωρείται ιδιαιτέρως εύχρηστο για τα φθογγολογικά μας δεδομένα.

(Ρε παιδιά, θα τρελαθούμε τελείως; Πότε ζήσανε Τούρκοι στην Κρήτη;).

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί.
- Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναζαν προς τον πατέρα του άνδρες και γυναίκες.
Απηύθυναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα :
- Είντα κάνεις Μανωλιό; Και του λόγου σου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε τώσυρες τοσονά μπόϊ;

( Ιωάννη Κονδυλάκη Ο Πατούχας, εκδ. Νεφέλη 1989).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το επάγγελμα της στριπτίζούς θεωρείται υποτιμητικό, έτσι και προγραμματιστές οι οποίοι βασίζονται εκτενώς σε χρήση έτοιμων script θεωρούνται κατώτερης ικανότητας από τους συναδέλφους τους.

Ο Ιβάν είναι μεγάλη σκριπτιτζού, να'ναι καλά το google και τα forums του arch linux..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αρμένικο «καρτάς» (qartash) και αναλύεται σ : «qar» = πέτρα, «tashel» = να ομαλύνω, να διορθώνω, να δίνω σχήμα.

Στην αρμένικη της διασποράς, η λέξη «tashel» προφέρεται «dashel», οπότε και η σύνθετη λέξη που προκύπτει είναι «qardash».

... Πολύ δουλευταράς ο καρντάσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αϊτήδες αποκαλούνται οι πληροφορικάριοι (ή αν προτιμάτε, πληροφορικάντηδες). Εκ του αγγλικάνικου I.T. (ινφομέησιο τεχνόλοντζυ) ή, 'παταετυμολογικά, εκ του Ε.Τ. (έξτρα πρίμα τερρεστριάλ).

Mόνη σχέση με την Δημοκρατία της Αϊτής είναι τα ζόμπι και το βουντού.

Πάσα: notheitis.

- Έτσι λοιπόν χαίρομαι που υπάρχει ένα ενεργό «παράθυρο» σε ένα κόσμο που δεν αποτελείται 99% από καμένους αϊτήδες, γκοθοπατέρες, καταστραμμένους παίχτες ΜΜΟ και άλλα περίεργα πλάσματα της διαδικτυακής νύχτας.
(εδώ)

- Milisame omws me tous aitides (IT) zitisame, pirame, dwsame exigiseis kai telika ti glitwsa ti steni, pou an empaina tha ginotan akoma pio steni, giati min ksexname oti gia giapwnezika dedomena einai kai poly terastios..
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορκ, το.

  • Το άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Είναι συχνή η συν-νοσηρότητα με τοξικομανία και αλκοολισμό.
  • Ο κακοποιός, ο κωλάνθρωπος, η σκατόφατσα. Κάποιος που σε τρομοκρατεί και μόνο με το παρουσιαστικό του, αλλά και που η συμπεριφορά του επιβεβαιώνει τους φόβους σου.

    Κάποιος που δεν θες να συναντήσεις την νύχτα σε έρημο δρόμο ή, αν το καλοσκεφτείς, ούτε την ημέρα, ούτε ποτέ σου τέλος πάντων.

- Το κέντρο της πόλης έχει παραδοθεί στα ορκ και δεν τολμάω να κυκλοφορήσω. - Σιγά, ρε λελέ...

Ένα κλασικό ορκ. (από Dr. Steve Brule, 16/11/12)τελικός κυπέλλου ΠΑΟ - ΠΑΟΚ 26/4/14  (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που χαρακτηρίζεται από δύο εξαιρετικά αρνητικές ιδιότητες, όταν μία θα ήταν αρκετή για να μας γίνει αντιπαθές ή τρομακτικό.

Κάποιος που δεν θα θέλαμε να συναντήσουμε, ούτε φυσικά να σχετιστούμε μαζί του. Ενίοτε συνώνυμο του ορκ.

Από τις σειρές κόμικς, βίντεο γκέημς και ταινιών «Alien vs. Predator», όπου Predalien είναι το ανοσιούργημα που προκύπτει όταν το Alien παρασιτεί εντός κάποιου Predator. Τέρας εις το τετράγωνο.

- Και βρομά και πρεζόνι, σωστό πρεντάλιεν. Μπρρρ, Λουκία μου... μακρυά από μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού no name (=δίχως όνομα).

Επειδή γραμμένο με κεφαλαία αποτελείται από γράμματα κοινά σε λατινικό κι ελληνικό αλφάβητο, εμφανίζεται (κι ενίοτε προφέρεται εντείνοντας μια κάποια σλανγκιά (;)) και σαν νονάμε.

Ίσως να φταίει που τα «anon», «anonymous» είναι κάπως φορτισμένα εδώ και καιρό, πάντως εμφανίζεται κατά κόρον σαν εσκεμμένα επιλεγμένο πλέον κι όχι αυτόματο νικ σε διάφορα σάιτια και νετικά φόρα.

Από εκεί μοιραία διέφυγε και στον προφορικό λόγο. Έτσι:

  • Αναφέρεται ενίοτε απαξιωτικά, σε οποιοδήποτε προϊόν (αν και κάπως συχνότερα για συσκευές, μαρτζαφλέρια κι ανταλλακτικά) άγνωστης κατασκευής και έως ύποπτης προέλευσης ή άγνωστης μάρκας που συχνότατα αποδεικνύεται πως είναι η αθάνατη, διαβόητη και υπεραγαπημένη από νεοφιλελεύθερους κατασκευαστές κι εμπόρους «μ’ έκαψες». Προσόν τους, τι άλλο, η ασυναγώνιστη τιμή.

Όχι βέβαια πως όλα τους είναι μούφες. Κάθε άλλο. Ενίοτε η σχέση ποιότητας-τιμής τα καθιστούν ιδανική επιλογή, ειδικά για ό,τι δεν φαίνεται. Εξού κι αποτελούν στόχο όχι μόνο κάθε φραγκοφονιά αλλά και κάθε χιπστερά που σέβεται το όνομά του.

  • Όταν αναφέρεται σε κάποιο μωράκι ή ζωντανό υπονοεί χαριτολογώντας το ακόμη αβάφτιστο.

  • Όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο υπονοεί κυρίως τον ασήμαντο, τον τυχάρπαστο, τον τίποτα, αυτόν που δεν τον ξέρει η μάνα του, τον εκάστοτε Πίου και χρησιμοποιείται συνήθως σαν αντιπαραβολή με κάποιον πασίγνωστο, αποδεδειγμένα ικανό και αποδεκτό απ’ όλους.

1.
«Βάλαμε δέκα ντουζίνες γκαζάκια στην υπηρεσία της επανάστασης και καταφέραμε να κάψουμε μόνο επτά αυτοκίνητα. Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον απογοητευτικό! Και να σκεφτείς πως ήταν το ντεμπούτο μας ρε λογοκρισία το...», φέρεται να έχει δηλώσει ο εγκέφαλος των αγνώστων σε γνωστή εφημερίδα. -«Φταίει ο λογοκρισία ο αρχηγός μας που είναι τσιγκούνης και αγόρασε νονέιμ γκαζάκια!» δήλωσε ένας από τους αγνώστους αφήνοντας να διαφανεί μια διασπαστική τάση στις τάξεις της «φλόγας» των γνωστών αγνώστων.

2.
Άκουσα ότι αυτός που την γαμάει τώρα είναι ο εγγονός του Μίσκου με τα μακαρόνια. Και από τότε τα έκοψα και παίρνω «Στέλλα» σιγά μην του παίρνω και τις καπότες … Πάρε νονέιμ ρε από το σούπερ μισή τιμή σχεδόν και ίδια ποιότητα.
(Ο συνειδητοποιημένος καταναλωτής αναφέρεται σε μια γνωστή Ελένη)

3.
Φίλε μου δεν είναι λογική αυτή. Δείχνεις σε έναν άπειρο που ζητά πληροφορίες να αγοράσει μια σχεδόν νονέιμ μούφα και να αρχίσει τις μόντες, χωρίς καν να του εξηγήσεις το σκεπτικό σου. Ειδικά αφού έχει διάθεση να δώσει και κάποια χρήματα και να πάρει κάτι καλό που θα τον βγάλει για χρόνια, αλλά ακόμα και αν θελήσει κάτι καλύτερο να μπορεί να το πουλήσει!

4.
-Αγοράκια δεν έχει αυτή;
-Ένα κι ένα.
-Δημήτρη και Μαρία;
-Όχι! Δήμητρα η μεγάλη και νονέιμο μικρός μέχρι το Πάσχα. (sic)

5.
Πώς να ασχοληθώ με τους δικούς μου παίκτες όταν ακούω ότι αγόρασε τον Μπελούτσι 12 εκ ευρώ; Εδώ ρε καρμίρηδες δεν δώσατε 6 εκ να πάρετε τον Ρουμπέρτο Κάρλος και έχετε πάρει κάτι νονέιμ που τους βγάζετε καλύτερους και από τον Μπέκαμ. Είμαι εναντίον των απατεώνων και των ηλιθίων και οι Ολυμπιακοί πληρούν και τα δυο κριτήρια.

6.
Στο Carrefour δίπλα στο Φάκτορυ στην Πειραιώς έχει Σόνυ, Σένσισερ και κάτι νονάμε 3 ευρώ έκαστο. Στον όροφο σε κάτι καλαθάκια. Ξεστοκάρουν διάφορα.

(Πλην του 4, όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified