Further tags

Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη από το γαλλικό ρήμα présenter= παρουσιάζω ή se présenter= παρουσιάζομαι. Σημαίνει έναν τόπο όπου εμφανίζεται κάποιος, αλλά κυρίως το μέρος που παρουσιάζεται η ντάνα, η πόρνη, δηλαδή την πουτανόπιατσα, ή και το σαλονάρισμα, δηλαδή και την ενέργεια της παρουσίασης. Έτσι όπως ακούγεται στα ελληνικά, βέβαια, φέρνει στο νου και πρεζόπιατσα.

Και τώρα μαέστροι γίναν στο πιασμάν
της πούλης μας, στο πρεζαντέ επάνου
και το τσουρνό το σέρνει ρουλεμάν
ντάνες εκαταντήσαμε, Χαβάη Κατελάνου.
(Καλιαρντοστιχούργημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε άνω κεφάλια, κάτω κεφάλια, μύγες σε σπαθιά, σακάκια ή λεβέντες τσολιάδες. Αναφερόμεθα στην ικανότητα ενός κράτους, μιας επιχείρησης, μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης, ή ενός ιδιώτη να συγκεντρώνει χρήματα μέσω δανεισμού, αύξησης κεφαλαίων, ή δωρεών. Πρόκειται για καραμπινάτο παπαχελληνισμό, εκ του αγγλικανικού fundraising.

- Έξι… φορές η υπερκάλυψη για το εταιρικό ομόλογο της ΔΕΗ, «σηκώνει» 700 εκατ. ευρώ (εδώ)

- Η Ελλάδα σχεδιάζει να λήξει τον τετραετή "αποκλεισμό" της από τις διεθνείς αγορές μέσω μιας έκδοσης ομολόγου το επόμενο έτος, ανέφερε ο Γ. Στουρνάρας σε δηλώσεις στο Reuters. "Θα είναι μικρή έκδοση", ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι (...) η χώρα δεν χρειάζεται να "σηκώσει" μεγάλο ποσό διότι τα κεφάλαια που έχει λάβει η Ελλάδα από το ΔΝΤ και την ΕΕ έχουν βελτιώσει το προφίλ χρέους της (ευσεβείς πόθοι, εκεί)

Λίγο πιο δόκιμα και λιγότερο παπαχελληνικά, σηκώνω στα χρηματοοικονομικά επίσης σημαίνει εκταμιεύω φταλέ από την τράπεζα:

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΒΟΜΒΑ !!! ΠΟΙΟΙ ΣΗΚΩΣΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΑ 20 ΔΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ;;; (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ακίνητος, άπραγος, χωρίς όρεξη και ενέργεια. Το ρήμα αυτό μάλλον προέρχεται από τις στάλες που πέφτουν αργά αργά στο ίδιο σημείο. Έχει κατά βάση αρνητική σημασία και υποδηλώνει την έλλειψη κίνησης και την τεμπελιά.

Μη σταλίζεις εκεί ρε! Έχουμε δουλειά τώρα..
Εγώ εδώ απ' το πρωί έχω διαβάσει το μισό βιβλίο και αυτός σταλίζει πίνοντας καφέ. Σιγά μην περάσει το μάθημα..
Όλο τελευταία στιγμή τρέχεις γιατί, όταν έχεις χρόνο, σταλίζεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντιπαθητικός τύπος που φορτώνεται σε μια παρέα χωρίς τα μέλη της παρέας να τον έχουν προσκαλέσει. Το φόρτωμα δεν αντιλαμβάνεται την αρνητική εναντίον του διάθεση και αυτοκλήτως ακολουθεί μία παρέα ή ακόμα χειρότερα την αντιλαμβάνεται και δολίως εξακολουθεί τον εισοδισμό του. Συχνά ο όρος αποδίδεται και σε κάποιον που κάνει χαλάστρα.

1) - Πάμε για μπίρα σήμερα;
- Πάμε, αλλά πρόσεξε μην το μάθει το φόρτωμα ο Μάκης και έρθει με το ζόρι..
2) Παιδιά να έρθω μαζί σας ή γίνομαι φόρτωμα;
3) Και κει που πήγαινα να στριμώξω τη Μερόπη με πιάνει το φόρτωμα ο Μάκης και αρχίζει το μπίρι-μπίρι, ώσπου την έκανε η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποφορά (όχι σώνει και καλά οσφρητική), που δημιουργείται όταν αποδομούμενες οι τρασιές παράγουν δυσώδη τρασίλα.
Κατά το τραγίλα, μουνίλα, καφρίλα, αριστερίλα και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός, εκ του trash και της κατάληξης -ίλα.
H μπίχλα στην πατούσα είναι το αισθητικό κερασάκι στην όλη τρασίλα

  1. Πάλι καλά εχω να πω που εκεί στο μέγκα σκεφτήκανε οτι όλοι όσοι θέλουν την πχοιότητα έχουν κ αρκετή τρασίλα μέσα τους! (εδώ)
  2. Ιάπωνες αυνανίζονται τραγουδώντας... (και μετά λέμε οτι έχουμε τρασίλα κι εμείς στην τηλεόραση). (εδώ)
  3. Διαψεύδει τον ΓΑΠ ο Ιβάν Σαββίδης, αυτόν επικαλούνται οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Γουστάρω τρασίλα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάμε από τα προφανή. Το ρήμα προκύπτει (ή απ'αυτό το ουσιαστικό; η κότα και τ' αβγό...) από την εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη δωρική κορδά που μας πήραν οι λατίνοι κι έτρεψαν σε chorda, επέστρεψε στα πάτρια κατά το μεσαίωνα ως κόρδα και πλέον την λέμε χορδή.

Ολόκληρο ταξίδι στο χωροχρόνο δηλαδή για να ανέβει μια συλλαβή ο τόνος σε μια λέξη που έμελλε στην σημερινή της μορφή (μετά και τις αλλαξοκωλιές των ουρανικολήκτων και την τροπή του α σε η) να ξαναρίξει τον τόνο και τελικά να θυμίζει αγενές αέριο. Κι όποιος το πιστέψει είναι έτοιμος για έδρα καθηγητού γλωσσολογίας.

Κορδώνω σημαίνει «τεντώνω στα όρια σπασίματος», «στρετσάρω».

Πάμε στα δικά μας γιαβάς-γιαβάς. «Τον». Ποιον; Εκεί εντοπίζεται όλο το παν. Ποιον μπορεί να κορδώνω; Ποιον επιτέλους, αν όχι «αυτόν» που μας χαρακτηρίζει ως φύλο.

Και τι μπορεί να σημαίνει η πλήρης έκφραση τον κορδώνω; Κατ' ελάχιστο σηματοδοτεί ακόμα ένα σουρεαλιστικό (βλ. πέος ως έγχορδο) και σκοπίμως βερσατίλ στη χρήση διαμάντι της πελοποννησιακής αργκό, από εκείνα που λατρεύουμε να απευθύνουμε και μισούμε να μας απευθύνουν.

Τον κορδώνω στη θετική του χροιά σημαίνει την ετοιμότητα προς διακόρευση, γενικώς προς δράση, συνεκδοχικά το πάθος, τον ενθουσιασμό για αυτό που επίκειται να γίνει.

Στην αποθετική -και συχνότερη, εννοείται- διάστασή του, σημαίνει την τεμπελιά και δη εκείνη την τεμπελιά που χαραμίζει τις μετρημένες στύσεις που δικαιούται ο ανήρ στη διάρκεια μιας ζωής (οι οποίες δεν θα είναι ποτέ αρκετές, όσες κι αν είναι). Το χείριστο είδος απραξίας δηλαδή, η αεργία, η αναβλητικότης.

Άβυσσος η ψυχή του Πελοποννησίου. Όσο αβυσσαλέα είναι η σχέση του με φτούνο το θαυμάσιο πράμα που χαρίζει ηδονές και σκορπίζει τιμωρίες. Εάν λοιπόν το χρησιμοποιείς σωστά, τον κορδώνεις και προχωράς. Εάν όχι, τότε κάθεσαι και τον κορδώνεις.

Αναλυτικά:

Η πελοποννησιακή εκδοχή του ανδρισμού, κατ' επέκταση της ωφέλιμης χρήσης του ανδρικού μορίου, εστιάζεται κι ευδοκιμεί στις δύο κυρίαρχες δραστηριότητες του είδους μας, τον πόλεμο και τον έρωτα*. Πρόκειται για μαθητεύουσα δια βίου κατάσταση που απαιτεί διαρκή εγρήγορση (κόρδωση, ετοιμότητα) κατά τη λήψη αποφάσεων που μπορούν εν δυνάμει να θέσουν εν αμφιβόλω** τον ανδρισμό τινός.

Συνάγεται δε πελοποννησιακώς ότι έχεις κατακτήσει το νόημα της ζωής του άρρενος αν αφενός εντρυφείς στις χαρές της (διαμέσου των απολαύσεων που γενναιόδωρα μοιράζει το εν κορδώσει πέος) κι αν αφετέρου γνωρίζεις τι θα ειπεί να είσαι άνδρας (ήτοι να διατηρείς τη στύση σου- το υψηλό ηθικό σου σε κάθε έκφανση των δραστηριοτήτων σου). Ω! Είναι λιτοί οι βίοι των Πελοποννησίων ανδρών, λιτοί κι απέριττοι.

Ως δε προς την αποθετική χρήση, άντρας βεβαίως δεν είναι όποιος τον έφαγε κτλ (είναι άλλωστε ανύπαρκτα τέτοιου τύπου διλήμματα κάτ' απ' τ' αυλάκι) αλλά ούτε είναι άντρας όποιος απόσχει, δεν συνεισφέρει στο νταραβέρι, δεν επιφέρει ποικίλες μεταβολές δια της βροντερής εν κορδώσει κοινωνικής του παρουσίας στον εκάστοτε χώρο. Οι εν οίκω κορδώσεις άνευ μαρτύρων είναι ωσαύτως άνευ ουσίας.

Αντώνυμο ο ακόρδωτος/ξεκόρδωτος/αξεκόρδωτος. Παράγωγο η μονοκορδωσιά, ήτοι η χωρίς χαλάρωση του πέους δισυνεχόμενος συνουσία, την οποία συχνάκις χρησιμοποιούν μεταφορικώς οι πελοποννήσιοι για να περιγράψουν εξουθενωτικές κι ανελεήτως αδιάλειπτες συνθήκες. Αξίζει δικό της λήμμα αλλά δε βαριέσαι.

κυριολεκτικώς: Την πήδηξε δυο φορές μονοκορδωσhά.

μεταφορικώς: Πήγα άυπνος στη δουλειά (δι’ υπαλλήλους) / μετά το τρένο ανέβηκα βαπόρι (δια ταξιδιώτας) / είχα συνεχόμενα ραντεβού από τις 5 έως τις 10 (δι’ ελευθέρους επαγγελματίας) / σε μια μέρα επισκέφθηκα Ναύπακτο-Πάτρα και Αίγιο(δια πωλητάς) => το πήγα/με πήγε μονοκορδωσhά.

Έτερες συγγενείς χρήσεις βλ. σχετ. τα κόρδωσα ήτοι «τα τίναξα», αλλά να μην συγχέουμε τα σώβρακα με τα πουκάμισα.

Ως προς τα του λήμματος, ξεκινώντας από το αποθετικό:

Πλάτων: Τζώρτζ, αύριο λήγει η προθεσμία για τα ταμεία, πετάξου να αιτηθείς τη δοσοποίηση.
Γιώργος: Αμάν! Αύριο λήγει;
Πλάτων: Αφού κάθεσαι και τον κορδώνεις.. μια βδομάδα είναι που στο λέω..

Το θετικώς διακείμενο:

Πλάτων: .. Και που λες μπαίνει μέσα ο ρουμάνος κι αρχίζει το γκριντάφ.. «Από δω και μπρος» λέει «θα στέλνετε με φαξ τα τιμολόγια στο γραφείο αμέσως μόλις τα πάρετε». Τον κορδώνω κι εγώ και του λέω «Κε Διευθυντά εμάς μας έχουν φάει οι δρόμοι, στο λογιστήριο έγινε η μαλακία, εμείς θα τα ακούσουμε πάλι;»
Γιώργος: Κι αυτός τι είπε;
Πλάτων: Ε; τι να πει.. δεν τον έπαιρνε.


* Όπως λακωνικά διευκρίνισε ο θρυλικός εκπαιδευτής Χάρτμαν των πεζοναυτών του Κιούμπρικ, αναπαύοντας επί δεξιού ώμου το M-14 και κραδαίνοντας με την αριστερή την τσουτσούνα του, «αυτό είναι το ντουφέκι κι αυτό ειν’ το πιστόλι, αυτό είναι για να μάχομαι και το άλλο για διασκέδαση». Όλο και κάποια ριζούλα από τα άγια χώματα θα συνυπήρχε μέσα του. Το δίδαγμα είναι προφανές: «οπλίζω» και «κορδώνω», ναι μεν φαίνονται συναφή, πλην αλλ' όμως πρέπει να διαχωρίζονται με σαφήνεια.

** Στις παρανοϊκές τους στιγμές οι Πελοποννήσιοι βλέπουν δαίμονες τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και στον τρόπο που κρατάνε το ποτήρι του κρασιού.

πεζοναύτες εν κορδώσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που προέρχεται από την εκφορά στα ελληνικά του αρκτικόλεξου BDSM (=Bondage, Discipline, Dominance, Submission, Sadism, and Masochism). Αυτολεξεί: Δέσιμο /Πειθαρχία, Κυριαρχία και Υποταγή, Σαδισμός και Μαζοχισμός. Η Δομινατρίχη παίζει εδώ σημαντικότατο ρόλο.

(από δω)
Μόνο που σας διαβάζουν και νεόκοπα μέλη του φόρουμ των οποίων θέλετε- δε θέλετε διαμορφώνετε την –ας την ονομάσουμε – πρώιμη μπιντιεσεμικη κουλτούρα.

Υπάρχει ένα ζωντανό και πολύ δυνατό δίκτυο υποτακτικών, το οποίο βεβαίως δεν μπορείς να γνωρίζεις, εκτός εάν γίνεις κι εσύ υ. Το δίκτυο αυτό διέπεται απο συγκεκριμένους κανόνες, άγραφους, εξειδικευμένους και μπιντιεσεμικότατους. Και βέβαια, τους ασπαζόμαστε ωραιότατα μεταξύ μας...:)

Ως λιγο μεγαλυτερη εχω ζησει ομορφες εποχες ευγενειας ( και ζω ακομη ας ειναι καλα ο Κυριος μου) σ ενα κοσμο μη μπιντιεσεμικο χωρις πρωτοκολα αλλα με κανονες καλης συμπεριφορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της μπιντιεσεμικής κοινότητας για να δηλωθεί η τάση άπειρων κυρίως κι ανώριμων μελών της, να ξεπερνούν τα όρια του σωματικού -επί το πλείστον- πόνου και βίας.
Η λέξη χρησιμοποιείται περιορισμένα προς το παρόν, αν και -λόγω της ουδέτερης φύσης της- θα μπορούσε να έχει ευρύτερη διάδοση.

Όταν λοιπόν μιλώ για όρια, σαφώς και καταθέτω προσωπική άποψη και όποιος θέλει συμφωνεί κι αν όχι, καλή καρδιά...Όμως όταν μιλώ για όρια στο BDSM, δεν μιλώ για όρια υπέρβασης πόνου, κομμάτι που ανήκει στην topping και bottoming γκάμα των μπιντιεσεμικών δραστηριοτήτων, όπως φαίνεται και από τους ορισμούς που πολύ καλά κάνεις και μας τους θυμίζεις. Το D/s ουδέποτε αναφέρεται σε πόνο, σε έλεγχο μόνο αναφέρεται. Κατ’ εμέ, οι πλέον ψαγμένοι του χώρου, δεν μετρούν την κυριαρχία τους με βουρδουλιές. Κάτι μικρά κοριτσάκια μόνο, άβγαλτα, που ονειρεύονται βιασμούς και κελάρια ανήλιαγα, πιστεύουν ότι η ορίων ξεπερασμανία είναι ότι πιο σικάτο στα καθ’ ημάς. Ουδόλως. (εδώ)

(...) διάβασα εκ νέου τα νήματα που επανέφερες, βρήκα και ένα πολύ ενδιαφέρον ποστ που μου είχε διαφύγει, για τους λιμπερτίνους. Ώστε εκεί κολλάει η ορίων ξεπερασμανία... Είπα κι εγώ... (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τουρκομερίτικη μαγειρική σημαίνει τσιγαρίζω, σοτάρω ελαφρώς. Ήτοι τοποθετώ το θύμα (συνηθέστερα κρέας, λαχανικά) σε σκεύος με μικρή ποσότητα λίπους* και ισχυρή φωτιά και το αρχίζω στα νταηλίκια. Κι εκείνο ζαρώνει από το φόβο του και μαζεύεται.

Γενικά, η εγχρωμάτωση των αψύχων – ειδικά των τροφίμων - με ζωηρά ανθρώπινες ιδιότητες είναι γλωσσική συνεισφορά των προσφύγων εξ ανατολής που αγαπάνε και την μαγειρική και την καλοφαγία και φυσικά τη ορεκτική κουβέντα γύρω από την ετοιμασία του φαγητού (εν είδει προπαρασκευής και παρουσίασης της τροφικής πανδαισίας που θα ακολουθήσει).

Το φοβέρισμα λοιπόν είναι μια χημική αντίδραση μεταξύ στοιχείων που περιέχονται ήδη στα φοβεριζόμενα τρόφιμα και δη των αμινοξέων (δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών) και των αναγωγικών σακχάρων (γλυκόζης, φρουκτόζης κ.λ.π) τα οποία με τη συνδρομή τής (άνω των 140°C - κατά άλλους άνω των 149°C) θερμοκρασίας και με επιταχυντή το λίπος, οδηγούνται τελικά στη μη ενζυμική****** αμαύρωση των τροφίμων, γνωστή (τοις πάσι φτύνουσι τα μπούτια των) και ως αντίδραση Μαγιάρ.

Προφανής στόχος του φοβερίσματος μπορεί να είναι το μαλάκωμα των λαχανικών ή η θωράκισή του κρέατος, όμως τελικός και αδιαφιλονίκητος σκοπός******* είναι η επίτευξη του οικείου χρώματος(να ροδίσει ρε αδερφέ) και εκείνης της (πόρνης σε οίστρο) οσμής που σε κάνει να πεινάς σα σκυλί ατάιγο, ενώ το φαΐ είναι μόλις τρία τέταρτα της ώρας μακριά από το τραπέζι. Συνεπώς το σπάσιμο της μύτης και η οφθαλμική στύσις - που προκαλεί το μαγειρευάμενο έδεσμα - συντελείται δια του σχηματισμού των "σκουροχρώμων και οσμηρών μελανοϊδινών" που παράγονται από την άνω χημική αντίδραση των αμινοξέων με τα σάκχαρα – και φτύσ’ τα μπούτια άλλη μία.

σ.σ: Λένε ότι η μαγειρική είναι αλχημεία και η ζαχαροπλαστική χημεία και η αλήθεια είναι ότι στην κουζίνα γίνονται όντως παπάδες σε μοριακό επίπεδο. Από το φοβέρισμα, στο καραμέλωμα (παραφοβέρισμα για περισσότερο χρόνο σε θερμοκρασίες πέραν του σημείου τήξης του προϊόντος), στο καρβούνιασμα και τελικά την αποσύνθεση, γίνεται κατανοητό ότι η μαγειρική τέχνη εξελίχθηκε σε επιστήμη, για καλό ή για κακό μας. Το συλλογικό ενδιαφέρον βέβαια εστιάζεται σ’ αυτά που βλέπουμε και κυρίως σ’ αυτά που γευόμαστε. Η όλη κατάστα θυμίζει Γιώργο Κωνσταντίνου που δε θέλει να το μάθει, αλλά να το φάει. Εισάγομαι εις το τριπ λόγω επειδή έχει γιομώσει η Ελλάς, ναούμ, από διατροφολόγους που σου πετάνε χημικές ορολογίες με τρομακτική ευκολία και σε βαθμό που να μπερδεύονται οι πcεκασμένοι αν η πατάτα είναι ορυκτός πλούτος ή γαρνιτούρα. Τι να λέμε τώρα, το'να τ' άλλο ξέρω γω. Φτύνω μπούτι μια γρήγορη και μπαίνω στο παράδειγμα.

Γιώργος: Τι κάνεις εκεί;
Πλάτων: Τι κάνω.. Δε βλέπεις; Φοβερίζω το κρεμμύδι...
Γιώργος: Πρόσεχε μη σ’ ακούσει το σκόρδο και τα πάρει.

*Όσο μικρότερο το ποσοστό της υγρασίας του μείγματος, τόσο πιο γρήγορα επιτυγχάνεται το φοβέρισμα. Εξού και το σχολαστικό, στέγνωμα ή μακρόχρονο σούρωμα των προς φοβέρισμα υλικών. Ισχύει περαιτέρω ότι η προσθήκη άλλων υλικών που περιέχουν οξέα ή βάσεις (λεμόνια, μαγειρικές σόδες) ή που θα επιβραδύνει ή που θα επιταχύνει αντίστοιχα την αντίδραση. Σε αφυδατωμένες συνθήκες πάντως(σκόνες αυγών, γάλακτος κτλ) και χωρίς τσιγάρισμα, λαμβάνει χώρα ένα ξεκούδουνο αποτέλεσμα φοβερίσματος αν και το προϊόν βρίσκεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Είχε παρατηρηθεί από τους αμερικανούς στρατιώτας κατά τον 2ο ΠΠ και κατά τα λεγόμενα, φάγανε τα αρχίδια τους οι επιστήμονες να βρουν γιατί συνέβαινε. Το βρήκαν κι έκτοτε πέφτει συντηρητικό με τη σέσουλα στις σκόνες και στα λοιπά αφυδατωμένα.

** Αντιθέτως αν το μαύρισμα είναι ενζυμικό (όπως λ.χ στα τραυματισμένα, δαγκωμένα, πετσοκομμένα φρουτολαχανικά) τότε το προϊόν επηρεάζεται και αισθητικώς και ποιοτικώς, κοινώς δε σου κάνει κέφι, επειδής το ένζυμο βρίσκει και τη χώνεται στο υπόστρωμα διακορεύοντας την οργανική του προϊόντος ενότητα (φτου φτου). Έρχεται καπάκι κι ο ατμοσφαιρικός αέρας και παρέα με το ένζυμο πάνε το φρουτολάχανο παρτούζα (επέρχεται η οξείδωσις που λέμε και στο χωριό) στην γειτονιά των Αγγέλων. Εντέλει θα το πιούμε σε χυμό, όλα τα ψήνει το μαντέμι.

***Στη βιομηχανία τροφίμων δια του φοβερίσματος του Μαγιάρ και εν συνεχεία δια της αποικοδομήσεως του Στρέκερ(ατύπως το υπέρ-παραφοβέρισμα, η "έκθεση των τροφίμων σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες") επιτυγχάνεται η απομόνωσις των εξ ων συνθέτουν τας φοβερισθείσας θροφάς. Άπαξ και απομονωθούν αλδεΰδες κλπ ύποπτα υποκείμενα, οι εφαρμογές φαντάζουν απεριόριστες. Με κάνα εφτάρι άνθρακες, μισή ντουζίνα υδρογόνα κι έναν άσσο οξυγόνο, φτιάνεις άχρωμο ή κιτρινωπό υγρό με οσμή πικραμυγδάλου.
Παρόλα τα φαινομενικώς θετικά που απορρέουν από το φοβέρισμα, ο κανών λέει ότι το αμινοξύ, που αντιδράει, χάνεται- συνεπώς μειώνεται και η θρεπτική αξία των παραγώγων του φοβερίσματος. Ως δε προς τα ενδιάμεσα προϊόντα της αποικοδόμησης Στρέκερ, αυτά εξακολουθούν να ερευνώνται ως προς τους μεταλλαξιγόνους παράγοντες που ενδεχομένως κονομάνε. Έχει δίκιο το παππούδι που φωνάζει "μην τα τρώτε φτούνα ρεεε" κι ας μην ξέρει ακριβώς γιατί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified