Selected tags

Further tags

Η πλήρης εγκεφαλική αδράνεια. Χτύπησε ο σκληρός. Την έκαψε τη φλάτζα.

Απίστευτη και όμως πραγματική κατάσταση κατά την οποία ο στόκος καταφέρνει να υψώσει την κόμπλα του στο τετράγωνο. Η αλληλουχία των συλλογισμών που πλέον πραγματοποιείται σε ταχύτητα γαϊδουριών. Προσεγγίζει επιεικώς τον μαλάκα που τον βλέπεις και ιδρώνεις.

-Ρε συ τι έπαθε ο πακιστανός σου; Ακόμα μετράει την εξάδα με τις μπίρες;

-Ωχ, πάλι κομπλάρανε τα γαϊδούρια... ΑΧΤΗΡ ΚΟΥΝΑ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του béton armé, του οπλισμένου σκυροδέματος, το οποίο εντάσσεται (μάλλον αδοκίμως προς το παρόν) στο ελληνικό κλιτικό σύστημα ως μπετό, προκύπτει ως αρσενικό ουσιαστικό και το μπετός, ο. Μπορεί να σημάνει το μπετόν γενικά, αλλά κυρίως σημαίνει ό,τι και ο μπετόβλακας, δηλαδή αυτόν που έχει ηλιθιότητα συμπαγή σαν μπετόν, αυτόν που είναι στούρνος, τούβλο.

  1. Ακολουθείς την νύχτα της Ευρώπης. Μην είσαι μπετός. Ξημερώνει Αφρική! (Εδώ).

  2. Αν ο άλλος είναι μπετός, είναι απλά μπετός. (Εδώ).

  3. Για να μην σπαμάρουμε το νημα με βλακειες κοιτα τα pm σου. Γιατι τελικα εισαι μπετος του μπετου. (Εδώ).

Καθώς σημαίνει ό,τι και το μπετόν, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορές. Λ.χ. στο ιδίωμα των μποντιμπιλντεράδων, να σημάνει το μπιλντέρι που έχει πολύ συμπαγές σώμα, ή μία τροφή που δεν έχει καθόλου μα καθόλου σαβούρα ή αλεύρι, ή που δεν έχει καλή διαλυτότητα.

ειδικά η κρεατίνη έχει πολύ καλή διαλυτότητα σε σχέση με κάτι τύπου Gaspari που είναι μπετός. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό λογοπαίγνιο με την εφημερίδα Στόχος, δηλώνει ή την ίδια την εφημερία μειωτικά, ή τον ακροδεξιό αναγνώστη της που θεωρείται υβριστικά ότι είναι χαμηλής νοημοσύνης. Γενικότερα, το λογοπαίγνιο στόχος - στόκος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παρανοϊκό ντράμα κουίν που θεωρεί ότι είναι στόχος κριτικής / προσοχής / δίωξης / δολοφονικού σχεδιασμού, ενώ είναι απλά στόκος.

1. Μην τολμήσει να διαμαρτυρηθεί κανείς «ΣτόΧος» (η μήπως ΣτόΚος ;;;) ...Ότι δηλαδή πιθανόν να κινδυνεύσει η «ζωή» του ΑΝ δεν έχει 5-10 αστυνομικούς να τον προσέχουν...
Υποψιάζομαι ότι την μεγάλη φασαρία σε αυτό το ΔΙΚΑΙΟ μέτρο θα την κάνουν συγκεκριμένοι ΜΕΓΑΛΟΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ και ΜΕΓΑΛΟΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ...

2. Το πήρε από την ακροδεξιά εφημερίδα ''Στόχος'' (ή ΣτόΚος), όπως είπε και το έκανε tweet στην στήλη του.

3. Ο στόχος του Στόκου ασφαλώς και δεν είναι η ενημέρωση.

(από Khan, 10/03/14)(από Khan, 10/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεραϊδιάρικο παιδοβούβαλο, με ό,τι δεινά αυτό συνεπάγεται.

1. Σκέφτομαι ότι η βασική μαλακία του ΓΑΠ, όσον αφορά τον ίδιο και το κόμμα του, ήταν που επέμενε στις πρόωρες εκλογές και δεν άφησε το νεραϊδοβούβαλο να υποστεί το μαρτύριο μέχρι τέλους φτάνοντας το χρέος στο 300%...

2.Πορωτικές λεξούλες - Βοθρολύματα, Κερχελέδες, (μου έφυγε το) Κλαπέτο, Εκτόπλασμα, Μπάμ Τιριλέμ, Τσιριμώκο, Νεραϊδοβούβαλος, (Λαπαδερός) Γουρδούπακας, Φραμπαλάς.

(από Khan, 28/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές, όταν στην συζήτηση αναφέρεται κάποιος κοινός γνωστός που όμως δεν ξέρουμε το επίθετό του και έχει συνηθισμένο όνομα (Μαρία, Γιώργος, Γιάννης), συνηθίζουμε να εστιάζουμε σε σωματικά χαρακτηριστικά όπως το ύψος, το χρώμα μαλλιών ή ματιών κλπ για να τον / την περιγράψουμε.

Ενδιαφέρον είναι ότι παράλληλα με την περιγραφή κάνουμε και τις αντίστοιχες κινήσεις. Έτσι, όταν μιλάμε για κάποιον με χαρακτηριστικό ύψος, φέρνουμε το χέρι σε ένα ύψος και το κουνάμε προς τα πάνω / κάτω καθώς προφέρουμε τις λέξεις ψηλός / κοντός, αν έχει μούσι κάνουμε μία κίνηση σαν να χαϊδεύουμε την αόρατη γενειάδα μας, φέρνουμε το χέρι στο ύψος του λαιμού ή των ώμων για να δείξουμε το μήκος των μαλλιών.

Το πάχος, αν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του περί ου ο λόγος ατόμου, αποφεύγουμε να το αναφέρουμε και όταν το κάνουμε χρησιμοποιούμε ευπρεπείς εκφράσεις, όπως «εύσωμος» και «γεματούλης», ανοίγοντας τα χέρια ανάλογα με τον όγκο που θα έπιανε αν καθόταν στην θέση μας.

Όταν επιστρατεύουμε την αστειατορική μας διάθεση, αντί να πούμε τις παραπάνω ευφημιστικές εκφράσεις, ξεκινάμε αναφερόμενοι στο ύψος, κάνοντας την αντίστοιχη χειρονομία που όμως δεν σταματά και εξελίσσεται με χορογραφική χάρη στην χειρονομία που δηλώνει πάχος ενώ ταυτόχρονα λέμε το χρώμα μαλλιών.

Το κοντή ξανθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως δηλωτικό γκόμενας τόταλλυ ανφακάμπλ: αμ κοντή, αμ χοντρή αμ και ηλίθια.

  1. - Την ξέρω εγώ αυτήν την Αναστασία;
    - Την γνώρισες πέρσι... στο πάρτι του Γιώργου...
    - Α, καλά! Πού να θυμάμαι, 800 άτομα γνώρισα εκείνο το βράδυ!
    - Έλα ρε, είχατε πιάσει κουβεντούλα στην κουζίνα...
    - ...μμμ...
    - ...που δουλεύει με τον αδελφό του Κώστα...
    - ΑΑΑ! μία κοντή (χειρονομία) μελαχρινή; (χειρονομία)
    - Έλα ρε! Σταμάτα! Είναι πολύ καλό παιδί!
    - Είπα εγώ ότι δεν είναι;

  2. - Θα έρθεις το βράδυ απ' το σπίτι για φαγητό; Θα είναι και μία φίλη της Μαρίας.
    - Μπα, δεν έρχομαι, καμία κοντή ξανθιά θα είναι όπως την άλλη φορά.
    - Ε όχι και χοντρή η Ελένη! Ρε τι 'σαι συ ρε!

στο 0:25:45 «ένας ψηλός-μετρίου αναστήματος, παχουλός πολύ-προς το αδύνατο, με μία μουστάκα-ένα μουστακάκι» (από salina, 18/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.

- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο βλάκας. Καμία σχέση με τον προηγούμενο ορισμό. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει άριστη ακοή, αλλά καθυστερημένο μυαλό.

Πωπώ, τι μαρμελάδας είναι ο Λευτέρης ρε! Τελείως γκάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλοπρόσαλλος, επιπόλαιος, ασυνάρτητος τύπος.
Αυτός που κάνει πατάτες και μετά ξεφυσάει, όλο ουφ και ουφ.

Από το πατάτα + ουφ.

(Καμιά σχέση με το μπάρμπα στρούμφ)

Τι έγινε, γιαε... ξάνοιξε, ήντα παθε πάλι ο πατατούφ...

Πατατούφ θα πει... (από Khan, 25/03/11)

Μάλλον από μια παλιά παιδική σειρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο άχρηστος (Γιαννιώτικα).

Μπανταλομάρα: η ηλιθιότητα, πιθανότατα από το μπανταλός.

  1. Α, ωρέ, όλο μπανταλομάρες λες!

  2. Εντελώς μπανταλό το παπούτσι που ψώνισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified