Further tags

Ο σε απεξάρτηση ναρκομανής που κατέφυγε στον Ο.ΚΑ.ΝΑ. ή ο εργαζόμενος θεραπευτής εκεί.

Η χρήση του όρου δεν είναι πάντοτε ειρωνική.

  1. Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν θέμα με τους οκανάδες και θέλουν να το κλείσουν το μαγαζί.

  2. (αυτοαναφορικόνε) Ελπίζω ο Μαυρόγιαννος να μην το πήρε με την πρώτη έννοια όταν είπα ότι πιθανόν να είναι οκανάς.

  3. Τι ακριβώς θες σήμερα; Να πάρεις την καθημερινή σου δόση;
    Δεν είμαι ο διαδικτυακός ΟΚΑΝΑς μανδάμ!
    (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι αποκαλείται όποιος ρουφάει ψειρίζει τα ντουμάνια από αναμμένο γάρο παρακείμενης παρέας, ελλείψει δικής του ποσότητας ινδικής κάνναβης.

- Ρε μάγκες ασφαλίτης είναι αυτός;

- Μπα μη ψαρώνεις, για ντουμανόψειρα τον κόβω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεσάζων μεταξύ του εμπόρου παράνομων εξαρτησιογόνων (και μη) ουσιών και του χρήστη τους, με δυό λόγια, ο μικροέμπορος ή ο «μικροαστός», αν θέλετε, των παράνομα διακινούμενων ουσιών.

Λέγεται επίσης και γιατρός, ντηλέρι, ντήλερ, περιπτεράς, σπρώχτης.

Ονομάζεται βαποράκι από το γεγονός ότι συνήθως τα πλοία και μάλιστα τα επιβατηγά εισάγουν παράνομα τις ουσίες από χώρα σε χώρα μέσω των θαλασσίων οδών, συνειρμικά λοιπόν ο μικρός μεταφορέας λέγεται βαποράκι.

Ο Γιάννης είναι γνωστός στους κύκλους των πρεζάκηδων ως το βαποράκι που «δουλεύει» 24ωρο ακόμα και το καλοκαίρι.

Παύλος Τάσιος "Τα Βαποράκια" (1983) (από HODJAS, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κουβαλά ναρκωτικά ή άλλα παράνομα είδη.

-Μαλάκα, μπάτσοι! Κόψε δεξιά όπου βρεις!
-Φορτωμένος είσαι;
-Όχι.
-Στ' αρχίδια μας λοιπόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο εθισμένο στην κοκαΐνη, κοκαϊνομανής.

Η κοκαΐνη (κόκα, κοκόρι, κοκορέτσι, χιόνι, πάχνη, blow, βράχος) θεωρείται η ντρόγκα του πλουσίου, το ναρκωτικό της καλής κοινωνίας. Εξ ού και οι ονομασίες Κυρία, Λευκή Κυρία, Λαίδη, Μόδα. Την τιμούν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες και λοιποί νταβατζήδες, μεγαλοτοκογλύφοι, μεγαλοτζογαδόροι και μεγαλοαλογομούρηδες, αθλητές, μοντέλα, τραγουδιάρες και τραγουδιάρηδες, αρτίστες, πόρνες και πούστηδες πολυτελείας. Όλο το ανφάν γκατέ, η κρεμ ντε λα κρεμ...

Οι πλέον ισχυροί και χλιδάτοι κοκάκηδες είναι τα πλατινένια ρουθούνια. Έχουν επενδύσει εκατομμύρια σ' αυτά τα ρουθούνια, όπως οι κοιλιόδουλοι στο στομάχι τους. Ο δε αστικός μύθος, θέλει τα καμένα απ' τη συνεχή χρήση ρουθούνια, να αντικαθίστανται με μεταλλικά...

Αν τον ρωτήσεις τι παρενέργειες έχει η κόκα και τι νίλα μπορεί κανείς να πάθει απ' αυτήν, θα σου απαντήσει με χαμόγελο και ψιλοειρωνικά: «Τίποτα, απολύτως τίποτα. Μπορείς να παίρνεις όσο βαστάει η τσέπη σου».

Δεν έχει και εντελώς άδικο. Σε σχέση με την πρέζα, η κόκα είναι πολύ πιο light ποτό, ενώ κι η εξάρτηση που προκαλεί δεν είναι σωματική, αλλά μόνο ψυχολογική. Εξ ου και τα ακόλουθα συνθηματικά / σλανγκικά: κοκό ή candy (που παραπέμπει σε λιχουδιά των παιδικών χρόνων), αναψυκτικό ή κοακόλα (σε σχέση με τη ζα, που ανήκει στα βαριά οινοπνευματώδη), σκόνη της ευτυχίας.

Aπό πολλές απόψεις, ο κοκάκιας είναι το άκρως αντίθετο του πρεζάκια. Ανήκει συνήθως στα μεσαία και βάλε οικονομικοκοινωνικά στρώματα, ενώ ο δεύτερος είναι πιο λαϊκό παιδί. Θέλει να τα έχει όλα δικά του, και την πίτα χορτάτη και το σκύλο ολόκληρο, δλδ και να μαστουριάζει και να είναι κοινωνικά ευυπόληπτος, τη στιγμή που τα ζάκια είναι αυτοκαταστροφικά, χαίρονται με το ξεφτιλίκι τους και την παρακμή τους. Διαφέρουν και στο lifestyle: οι κοκάκηδες ψοφάνε για χλιδές, καταναλωτισμό, μπουζούκια, clubs, mainstream και χορευτική μουσική, ενώ τα ζάκια (πριν μπλέξουν) ήταν συνήθως αλτέρνια, αντισυμβατικοί, αντικομφορμιστές κλπ. Επίσης, οι μεν κράζουν ανηλεώς τους δε: οι κοκάκηδες κάνουν λόγο για ψοφίμια, ξέφτιλους, πεθαμένους, κατεστραμμένους, ενώ τα ζάκια (μαζί με τους συμπαθούντες αυτά) αντεπιτίθενται και τους χαρακτηρίζουν εγωιστές, παλιοχαρακτήρες, παρτάκηδες. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό περί στερεοτύπων, που θέλουν τους πρεζάκηδες «καλά παιδιά», ευαίσθητα και ψυχοπονιάρικα, που κύλησαν στην παραμύθα με ευθύνη της πουτάνας της κενωνίας...

Την σήμερον, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου τα στερεότυπα σφυροκοπούνται από παντού, τέτοιου είδους διακρίσεις και διαχωρισμοί μόνο σχετική αξία έχουν. Όλο και περισσότερα ΒουΠου (βουτυρόπαιδα Βορείων προαστείων και μη) αρχίζουν να το παίζουν τοξοτάκια, ενώ και η κόκα έχει προ πολλού ξεφύγει απ' τα στενά όρια του Κολωνακίου και μεταδίδεται ως καλπάζων καρκίνος στους λαϊκούς φτωχομαχαλάδες...

Το πορτρέτο ενός τυπικού κοκάκια.

Είναι σήμερα γύρω στα 35-40. Ανδρώθηκε τη δεκαετία του '90, διαβάζοντας μανιωδώς τα λαϊφσταλάδικα περιοδικά του Πέτρου Κωστόπουλου. Ονειρευόταν λεφτά, γκόμενες, ταξίδια, σόου-μπίζνες και μπίζνες της νύχτας. Ενίοτε κατάφερε να βάλει κάποια γκαφρά στην άκρη, ώστε να μπορεί να χλιδαμπουριάζει και να το παίζει χαΐστας. Ίσως κονόμησε και στο Χρηματιστήριο το '99. Είναι πάντα πολύ λαρτζ, κιμπάρης και χουβαρντάς, κι ας τη βγάζει με δανειοδάνεια. Οδηγάει ακριβό αυτοκίνητο, ενώ στάνταρ μια-δυο φορές τη βδομάδα έχει κλεισμένο τραπέζι σε κυριλέ μπουζουκάδικο ή mega club της Παραλιακής.

Alex James, former Blur bass player (από allivegp, 20/07/09)αυτό ακριβώς κρατά ο κύριος  (από johnblack, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγόρημα που προσδίδει γενικά αρνητική έννοια σε κάθε πνευματική δραστηριότητα του υποκειμένου (και μάλλον υποδηλώνει την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε εγκεφαλικής λειτουργίας, καθώς αυτή έχει πλέον σαπίσει από την ανορθόδοξη χρήση).

Μπορεί να εμπεριέχει σημασιολογικά την ιδιότητα του καμένου, του φεύγα, του τρίπιου και γενικώς αυτού που έχει κάψει όλες τις φλάντζες και συμπεριφέρεται απροσδιόριστα, ακατάληπτα και ανεξέλεγκτα, ήτοι δεν ξέρει τι κάνει.

  1. Ρε συ Μήτσο, πώς συνέδεσες έτσι την μπαταρία, τα καλώδια είναι ανάποδα... Πόσο σάπιος είσαι, γαμώ την τρέλα μου;»

  2. Ρε συ, δες τι κάνει ο σάπιος, ... έχει ξαπλώσει μέσα στο συντριβάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει πιεί τα άντερά του και δεν μπορει ούτε μια λέξη να αρθρώσει. Είναι επίσης αυτός που έχει ξαπλώσει ανάσκελα και υποχρεώνει την υπόλοιπη παρέα να τον σηκώσει.

- Χθες πήγαμε στο Ακρωτήρι και η Έυη είχε χωρίσει πριν με τον Δημήτρη και έγινε σκώθηκ από το ποτό...
- Έλα ρε συ! Και ποιος την πήρε στο αμάξι του;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Ο χαλασμένος
2) Ο εξαιρετικά άσχημος
3) Η κοκάλα, από κατάχρηση ουσιών.

- Καλά ρε μαλάκω, από όλους στον καφένε, αυτόνε βρήκες να ρωτήσεις, για το πώς θα πάμε στο χωριό της βάβως σου;;;;
- Ναι καλέ μου, γιατί τι είχε;
- Αυτός, Φούλη μου, ήταν σαν να τον βάρεσε η Παναγία με το τάβλι!!

...αφού τσαντίστηκε που όλο έφερνε ασσόδυα... (από Khan, 26/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερπολύχρηστη λέξη, με σημασία κατά κανόνα θετική. Γιατρός είναι γενικά κάποιος με ειδικές ικανότητες και ταλέντα, που ξεπερνούν αυτά του μέσου όρου. Δίνει τη λύση σε δύσκολες καταστάσεις κι ότι αναλαμβάνει το φέρνει συνήθως εις πέρας με αξιοσημείωτη επιτυχία.

Όλοι βέβαια γνωρίζουμε την all time classic, χιλιοτραγουδισμένη προσφώνηση γιατρέ μου, την οποία περιοριζόμεθα να μνημονεύσουμε ενθάδε μετά τιμής. Γειά σου ρε γιατρέ, όπως λέμε γεια σου ρε καλλιτέχνη, γεια σου ρε ψηλέ, γεια σου ρε όμορφε, γεια σου ρε μάνατζερ, γεια σου ρε αρχηγέ κ.ο.κ.

Οι γιατροί (η λέξη τίθεται είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών), όπως έχουμε πει και αλλού, δε δουλεύουν για την ψυχή της μάνας τους. Προσφυγή στας υπηρεσίας τους θα σας κοστίσει κάτι παραπάνω, τις πιο πολλές φορές όμως αξίζει τον κόπο.

Ειδικότερα:

  1. Στο λεξιλόγιο μιας ειδικής κατηγορίας παρανόμων, εκείνων που ασχολούνται συστηματικά με κλοπές αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, γιατρός είναι ο ειδικευμένος «τεχνίτης» ο οποίος αναλαμβάνει να παραποιήσει τον αριθμό πλαισίου και αριθμό κινητήρα του κλεμμένου οχήματος και να περάσει καινούριους. Κάθε πλαίσιο (σασί) και κάθε κινητήρας (μοτέρ) που βγαίνει απ' το εργοστάσιο, έχουν χαραγμένα πάνω τους, κυρίως για λόγους ασφαλείας, τους κωδικούς αυτούς αριθμούς. Χρησιμεύουν στην ταυτοποίηση του οχήματος σε περίπτωση κλοπής. Ο γιατρός, ο οποίος κατά κανόνα δε μετέχει στη φέρμα, έρχεται κατόπιν εορτής, στο γκαράζ που έχεις κρύψει το κλεψιμέϊκο, αποξύνει τους παλιούς αριθμούς (με προσοχή για να μην αφήσει ίχνη) και «χτυπάει» τους νέους. Ποιοι όμως θα είναι αυτοί οι νέοι αριθμοί; Μήπως ο γιατρός θα τους βγάλει απ' την κοιλιά του;

Όχι βέβαια. Το κόλπο - ένα από τα πολλά - έχει συνήθως ως εξής: Κλέβεις ένα μηχανάκι, π.χ. ένα Yamaha TDM 900, το οποίο όμως σου είναι κατ' ουσίαν άχρηστο, διότι αν σε σταματήσουν οι μπάτσοι και δεν έχεις τα χαρτιά του, την πούτσισες. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να πας να αγοράσεις το ίδιο ακριβώς μοντέλο από κάποιον που το είχε και το τράκαρε. Εννοείται το παίρνεις κοψοχρονιά, εφόσον το μηχανάκι έχει γίνει βίδες, καφενείο, κωλοτρυπίδες. Αφού γίνεις πια ο νόμιμος κάτοχός του, πηγαίνεις και «βαράς» τα νούμερά του στο κλεμμένο, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

  1. Για τους τοξικομανείς, γιατρός είναι ο drugdealer, o πρεζέμπορας, ο τροφοδότης που μοιράζει το φάρμακο για να γίνουν καλά τα αρρωστάκια. Στο εξωτερικό, όπου τα πράγματα είναι γενικώς πιο επαγγελματικά και δουλεύουν πιο ρολόι σε σχέση με την Ψωροκώσταινα, κάθε ντήλερ που σέβεται τον εαυτό του και το θεάρεστο λειτούργημά του, φέρει τον βαρυσήμαντο τίτλο του δόκτορος («doctor») και διαφημίζεται με γκράφιτι από σπρέι στους τοίχους. Αυτό πάει να πει κυριαρχία της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, αν δεν διαφημίζεσαι απλά δεν υφίστασαι.

  2. Για τους φανατικούς των Moto GP (αγώνες μοτοσυκλετών δια τους αδαείς), γιατρός είναι ο ένας και μοναδικός Valentino Rossi, ζωντανός θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού, πολυνίκης και πρωταθλητής επί σειρά ετών.

  1. - Φίλε όλα οκ με το σκηνικό, το βάλαμε στο χέρι το μηχανάκι.
    - Ωραίος. Πού το 'χεις τώρα, στο γκαράζ του Κατσαρίδα, όπως πάντα;
    - Ε ναι ρε, που αλλού θα το χώναμε. Εσύ τελείωσες με τις άδειες και τη μεταβίβαση;
    - Όλα κομπλίτα σου λέω, τον έψησα κιόλας τον τυπά και μας έκοψε άλλο ένα τρακοσάρι. Άμπαλος απ' τους λίγους, που να 'ξερε κιόλας... Έχει μείνει με την εντύπωση πως θα το φτιάξω το ερείπιο του και θα το κυκλοφορώ..
    - Τέλεια. Ρίξε τώρα τηλεφωνάκι στο γιατρό, θέλω ως αύριο βράδι να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία.
    - Μια κουβέντα είπες τώρα. Με τη δουλειά που έχει πέσει τελευταία, τον βλέπω σε κανά διβδόμαδο το λιγότερο να 'ρχεται.

  2. (πρεζάκιας-ζήτουλας έχει βγει στη γύρα)
    - Ρε φιλαράκι μήπως έχεις ένα ευρώ να πάρω ένα σουβλάκι να φάω;
    - Άει πάενε ρε ξέφτιλε που θες και λεφτά.. Να πα να δουλέψεις ρε κοπρόσκυλο, τ' άκουσες;
    - Φιλαράκι ο Αργύρης δεν είσαι; Ο Στάμος από το γυμνάσιο είμαι ρε, με θυμάσαι;
    - Πω......... Ρε Στάμο, πως κατάντησες έτσι αγορίνα μου;
    - Έτσι μας τα 'φερε η πουτάνα η ζωή ρε Αργύρη, είναι κι εξαφανισμένος ο γιατρός μου εδώ και καμιά δεκαριά μέρες κι είμαι να πεθάνω ρε Αργύρη... Μείνε μακριά απ' τον πρεζάκια Αργύρη, είναι καταραμένος σου λέω..

If your down he\'ll pick you up Dr. Robert, Take a drink from his special cup Dr. Robert  Dr. Robert, he\'s a man you must believe, Helping everyone in need, No one can succeed like Dr. Robert (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐπρόκειτο διὰ τόν ναρκομανῆ, ἦτοι πρεζόνιτζὰνκι, ὁ ὀποἶος εὐρίσκεται εὶς προκεχωρημένη κατάστασιν χρήσης μὲ ὄτι αὐτό συνεπάγεται. Μεταφοῥικῶς δὲ καί χιουμοριστικῶς, ἁναφέρεται εῖς ἇτομο ἑξαρτημένο από μία οὑσία διαδικασία ἦ ἑργασία.

Ὑφικλῆς: «Μὰ διὰ ὄνομα τοῦ Ὑψίστου Φιφακλῆ, εῖς πόσα γυμναστήρια εἶσαι ἑγγεγραμένος πλέον;»
Φιφακλῆς: «Εῖς τρία! Τὰ ἑπισκέπτομαι διαδοχικώς ἑπί 8 ὥρες καθημερινῶς ἐκαστο! Τῖς ὑπόλοιπες 8 κοιμῶμαι.»
Ὑφικλῆς: «Ἐ μὰ πλέον! Εῖσαι κακοπρέζονο τῆς γυμναστικὴς, gym freak ἀμερικανιστί!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified