Selected tags

Further tags

Κατά κόσμον η μπύρα Άμστελ. Τίτλος που αποκόμισε λόγω της συχνής εμφάνισής της παραπλεύρως οικοδόμων, ημεδαπών τε και αλλοδαπών εις τα ανά τη χώραν γιαπιά.

Ρε Νάσο, πετάξου μια μέχρι το περίπτερο και φέρε 2-3 μπυράκια.
— Τι μάρκα;
— Εε, του οικοδόμου ρε, κλασσικά.

Δες και όπου φτωχός κι η μπύρα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράσις χορτοσλάνγκ-τεκεδοσλάνγκ, αναφερόμενη στην φούντα, προϊούσα γυριστροπαρέας.

Απαντάται στην απελπισία του κύκλου, που αδημονώντας για «την άφιξη του παπά, με τα άμφια, για να τελέσει το ευχέλαιο», απευθύνεται στον στρίφτη που την καθυστερεί για αδιευκρίνιστους λόγους. Ο ίδιος, με τη σειρά του απαντά με την εν λόγω για να παινέψει το αριστούργημά του ως προς την γεύση και την μαεστρία της στρεπτικής κατασκευής, παραλληλίζοντάς το με την πεντανόστιμη, στριφογυριστή χορτόπιτα, σπεσιαλιτέ της Σκοπέλου.

1ος στον 2o: Άντε ρε, μία ώρα... Δεν την παλεύω ρε... Ανοίγεις φύλλο για σπανακόπιτα;
2ος στον 1o: Μην αγχώνεσαι, ξέρω τι κάνω... Θα σ' την κάνω σκοπελίτικη και θα γλείφεις τα δάχτυλά σου...
3oς στον 1ο: Αγχώσου, ρε... (άσχετο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Απ' το αρχαίο ελληνικό και μετέπειτα αλεξανδρινό «σάπφειρος» > ζαφείρι: Ορυκτός πολύτιμος λίθος, από ανοιχτό γαλάζιο και πράσινο μέχρι σκούρο μπλε, χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων για κοσμήματα κλπ.

Β. Κατά μίαν εκδοχή, ήταν/είναι τα κιτρινο-γαλαζο-πράσινα φλέματα που προκύπτουν απ' τον τσιγαρόβηχα, το κρυολόγημα, τη φθίση, κλπ., που σου στέκονται στο λαιμό και δε μπορείς να τα φτύσεις, ούτε να τα καταπιείς ... μπλιαχ! (πιθανά συνώνυμα: ροχάλα, τάλιρο, λίρα, κλπ.)

Γ. Ήταν / είναι οι καπνίλες, οι στάχτες, τα ρετσίνια, τα λάδια και άλλα κατάλοιπα στο νερό του ναργιλέ (نرجيلة, narguil, narguilé, pipe à eau, pipa de agua, water pipe, water bong) ή της συνώνυμης شيشة «shisha» και, κατ' επέκταση, στο λαρύγγι του χρήστη, μαζί με τη σχετική πικρίλα.

Ίσως να' χεις καπνίσει το εκ Ζωνιανών ορμώμενο χορταράκι, ή άλλα, πιο διαδεδομένα στις Αμερικές και αλλαχού, όπως Acapulco Gold, Panama Red, Jamaican Spliff, Pot , ή την πιο διάσημη Marijuana (στις λατινογενείς γλώσσες, οι διάφορες Μαρίες-Ιωάννες έχουν δανείσει/χαρίσει τ' όνομά τους σε πλείστες όσες ονομασίες: Maria-Juana, Marie-Jeanne, Mary Jane = Μαριχουάνα, Bloody Mary = Βότκα+ντομάτα+ ..., Marie-couche-toi-là = Εύκολη γκόμενα, ανοιχτομπούτα, κρεβατάμπλ, Dame Jeanne = Νταμιτζάνα, κλπ.) που, αρχικά, σήμαινε το φτηνό ταμπάκο. Μέχρι που οι λατινομαθείς τη βαφτίσανε cannabis sativa indica, οι ελληνομαθείς ινδικήν κάνναβιν και οι πιο περπατημένοι, μαστούρηδες, αφιονισμένοι (απ' το αρχαίο ελληνικό «όπιον» μέσω του περσο-τουρκικού afyon) κι ωραίοι σημερινοί σλανγκιστές, ανά τον κόσμο, την είπαν joint, stick (US), pétard, bédo (FRA), porro, cano, mota (ESP), baseado, toco (POR), canna, spinello (ITA), στριφτό, γεμιστό, μαύρη, τσιγαρλίκι, (ΕΛΛ), «الحشيش القنب الهندى» (ΑRΑ, αλ χασίς αλ κάναμπ αλ χίντι = δλδ το «χασισάκι») κλπ.

Αφού το καπνίσεις και «φτιαχτείς», εκτός απ' τη ζαλάδα/θολούρα, σε πιάνει και μια λιγούρα, άλογο πράμα, λιμπίζεσαι κάτι να φας, βρε παιδί μου, οπότε ζητάς να μασουλήσεις καμιά μπουκιά, κάτι να κατευνάσει την πείνα σου, να σου διώξει την πικρίλα απ' το λαρύγγι και να σε φέρει στα ίσα σου, να στανιάρεις, να ξεπήξεις απ' την κατακεφαλιά της τετραϋδροκανναβινόλης (THC). Το περί ου ο λόγος μπινελίκι ήταν το de rigueur (συνηθισμένο/υποχρεωτικό) σοροπιαστό γλυκό που κατανάλωναν το πάλαι ποτέ οι χασικλήδες حشيشي (ελάχιστη σχέση με τους παλιούς τρομοκράτες حشيشين -haschaschin=assassins=δολοφόνους-) μετά που είχαν «κάνει» ή «φουμάρει» ή «πιει» τη τζούρα τους, ώστε να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να μην είναι ο στόμας τους τσαρούχι, σα να λέμε, κάτι με μπόλικα σορόπια/πετιμέζια: κανταϊφάκι, μπακλαβαδάκι, φοινίκι/μελομακάρονο, γαλατομπούρεκο, σάμαλι, κτλ., να φύγει η πίκρα. Το λουκούμι συνηθιζόταν αργότερα σαν πιο εύχρηστο, πιο βολικό και πιο φτηνό. Μεταγενέστερο (αλλά ersatz) κατάλοιπο της συνήθειας (που εγώ πρόλαβα) είναι η καραμέλα που πάντα δίνανε παλιά οι καφετζήδες (και κάθε αξιοπρεπής κάπελας/ταβερνιάρης) με το απλό κονιάκι (sic) στους μπεκροκανάτες βαρελόφρονες.

Ανέλιξη του να πάνε κάτω τα ζαφείρια ίσως είναι η πιο γνωστή έκφραση να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μεταφορικά, τα ντέρτια κι οι καημοί, χωρίς σχέση με τσιγαρλίκια και τεκέδες. Δείγμα από ένα παμπάλαιο ρεμπέτικο:

[I]Στο απόμερο το ταβερνάκι
Τα πίνω με δυο γεροντάκια
Άιντε ακόμα ένα ποτηράκι
Να πάνε κάτω τα φαρμάκια.[/I]

- -Άσε, μωρ' αδερφέ μου! Με κεράσανε κάτι σέρτικα Λαμίας κι είναι ο καταπιώνας μου γεμάτος ξυλόπροκες ... Πιάσε κάνα μπινελίκι να πάνε κάτω τα ζαφείρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δερμάτινη ή υφασμάτινη θήκη για καπνό, συνήθως σε σχήμα μακρόστενου πορτοφολιού και συχνά με ειδικά τσεπάκια για την αποθήκευση συμπαρομαρτούντων (όπως χαρτάκια και φιλτράκια). Αξεσουάρ για καπνιστές στριφτών τσιγάρων ή πίπας. Λέγεται και καπνοσακούλα.

Με τη σημασία αυτή, η καπνοθήκη είναι νεολογισμός. Παλιότερα ονόμαζαν έτσι την «ταμπακιέρα», δηλαδή το κουτί, συνήθως μεταλλικό, όπου ο καπνιστής τοποθετούσε τον καπνό ή τα τσιγάρα του (παραδείγματα 1 και 2). Αυτή η σημασία σήμερα μάλλον εκλείπει, παρόλο που ταμπακιέρες θα δεις ακόμη να κουβαλάν κάποιοι παλιοί ή τίποτα μερακλήδες παλιάς κοπής.

Δευτερεύοντα, η καπνοθήκη υπήρξε είτε ανησυχητική εμμονή του δαίμονα του τυπογραφείου, είτε εσκεμμένος, δημοσιογραφικός τουλάχιστον, όρος για την «καπναποθήκη», απ' ό,τι βλέπω περιδιαβάζοντας παλιές εφημερίδες (δείτε παράδειγμα 3) –που στην περίπτωση αυτή μάλλον συμφυρμός του καπνός και του αποθήκη είναι (καπνοθήκη), παρά σοβαρή σύνθετη λέξη.

Με τη σημασία της ταμπακιέρας πάντως την έχει καταχωρισμένη και ο Μπάμπης (βήτα έκδοση), που μάλιστα μαρτυρεί από το 1886· πράγματι είναι παλιά λέξη, βρίσκω διαφήμιση για γυάλινες καπνοθήκες (μάλλον οικιακές) στο Εμπρός της 26/11/1896, και αναφορά στις «καπνοθήκες και τα αδαμαντοκόλλητα παράσημα του Σουλτάνου» στο Σκριπ της 02/10/1895.

Η καπνοσακούλα μ' αυτήν την έννοια είναι επίσης νεολογισμός. Σε αντιδιαστολή προς την τσίγκινη ταμπακιέρα, η καπνοσακούλα, ειδική περίπτωση καπνοθήκης, σήμαινε «πουγκί, σακούλι στο οποίο μπαίνει ο καπνός», προερχόμενο καμιά φορά και απο κύστεις ζώων (δείτε εδώ) (παραδείγματα 1 και 4). Καπνοσακούλα χρησιμοποιούσε κι' ο παλιός καλός Λούκι Λουκ.

Σε αντίθεση με τις ταμπακιέρες, οι καπνοθήκες του εδώ ορισμού (παραδείγματα 5 και 6) έχουν εξελιχθεί σε τρελή μόδα την τελευταία περίπου δεκαετία –βαριά δεκαπενταετία– στην ελλάδα (αλλού πρόκειται για μάλλον σπάνιο και αξιοπερίεργο αντικείμενο), και χωρίς να είναι στην πραγματικότητα μαστ, θεωρούνται ακόμα γουστόζικες· οπωσδήποτε, μ' όλα 'φτά τα τσεπάκια μπορούν ν' αποδειχθούν αρκετά πρακτικές, χώρια που, οι καιροί χαλεποί γαρ, πολλοί το γυρνάν στο στριφτό, και η φτώχεια ως γνωστό θέλει καλοπέραση και στιλ.

Βλέπεις λοιπόν στην ελλάδα καπνοθήκες προκάτ ή χειροποίητες και μονόχρωμες ή παρδαλές, με κάθε λογής σχέδιο επάνω, καπνοθήκες για τα κοριτσάκια, καπνοθήκες για τ' αγοράκια, καπνοθήκες για τους πολλά βαρείς, για τους γκέι, για τους αναρχικούς, για τους μελαγχολικούς, για για για...

Και κάτι μου λέει ότι υπάρχουνε ήδη άτομα που θά 'χουνε καναδυό-τρεις διαφορετικές –μιά που πάει με 'κείνα τα παπούτσια, μιά που πάει με 'κείνο το φόρεμα, και μιά που πάει με όλα· μιά για το γιό, μιά για την κόρη, κι' άλλη μιά για 'μένα και τη γυναίκα (που έτσι κι' αλλιώς παρά το δίπλωμα δέν οδηγεί ποτέ)· μία όταν ξεμεταλιάζεις, μία για το ακουστικό το σχήμα, και μια σέρτικη για όταν γρατζουνάς το μπαγλαμά (που σπάνια πιά ακούς Παπάζογλου, αλλα τί σκατά νεορεμπέτες είμαστε, να μήν έχεις κι' απ' αυτό στο σπίτι;...)· και ούτω καθεξής.

  1. Καπνοθήκη είναι η κοινώς λεγόμενη ταμπακιέρα. Στα παλιότερα χρόνια ήταν απαραίτητο εξάρτημα των καπνιστών, όταν δεν υπήρχαν τσιγάρα. Οι καπνοθήκες ήταν απλές θήκες(καπνοσακούλες) από δέρμα ή ύφασμα που τις κρεμούσαν στη ζώνη ή ήταν μικρά κομψά μεταλλικά κουτάκια. Οι πλούσιοι είχαν ταμπακιέρες ασημένιες σκαλιστές. Οι καπνιστές που χρησιμοποιούσαν καπνό χύμα, το βάζανε σε ταμπακιέρες (καπνοθήκες) μαζί με τα τσιγαρόχαρτα. Τα τσιγαρόχαρτα για το στρίψιμο του τσιγάρου ήταν άφθονα, δεν υπάγονταν σε κανένα έλεγχο, πουλιόνταν ελεύθερα στα μαγαζιά και έφεραν την μάρκα του εργοστασίου κατασκευής. Το στρίψιμο το μαθαίνανε από την πρώτη μέρα που άρχιζαν το κάπνισμα. (από μεστό σχετικό κειμενάκι παλιού τριγλιανού σε φόρουμ)

  2. Εντός του βαγωνίου εις το οποίον εγκατεστάθην υπήρχον και δύο άλλοι συνταξειδιώται, είς γέρων και είς νέος τριάκοντα περίπου ετών. Εκ τούτων ο δεύτερος εξήγαγε την καπνοθήκην του περιέχουσαν ωραίον ψιλοκομμένον καπνόν λαμπρού χρώματος και προσεπάθει να κατασκευάση σιγάρον. Αλλ' ήτο προφανώς ασυνήθιστος και το σιγάρον δέν υπήκουεν εις τους δακτύλους του. Τον παρηκολούθουν μετα περιεργείας και ελαφρού μειδιάματος, ως να τω έλεγον· «άν μου έδιδες την άδειαν να κάμω τσιγάρον θάβλεπες πώς το κάμνουν οι συνηθισμένοι!» (από απομνημονεύματα ενός στρατηγού Ν. Μακρή, εφημερίδα Εμπρός, 01/11/1909)

  3. Δια την ποιοτικήν βελτίωσιν των καπνών μας και δια την δημιουργίαν προσθέτου απασχολήσεως και εισοδημάτων και γενικώς ενίσχυσιν της οικονομίας των καπνοπαραγωγών της χώρας, ενεκρίθη και κατα το τρέχον έτος η διάθεσις σοβαρών πιστώσεων εκ κεφαλαίων της αγροτικής και του οργανισμού καπνού. Ούτω διατίθενται δι' ανέγερσιν ατομικών καπνοθηκών 12 εκατομμύρια, δια την αγοράν παραγωγικών ζώων και ζώων φόρτου 13.250.000 και δια την προμήθειαν κιβωτίων συσκευασίας καπνού 400.000. (εφημερίδα Μακεδονία, 06/06/1959)

  4. Ο πάτερ Λουκάς, κοντός, ανοιχτογόνατος, παλιός κοντραμπαντζής, πάει μπροστά και μας δείχνει το δρόμο. Κάπου κάπου στέκουνταν και μας έπιανε κουβέντα για θάλασσες, για γλέντια, για καβγάδες με τους Τούρκους. Όλη η κοσμική ζωή του σαν παραμύθι μέσα του, σαν να 'γίνε σ' έναν άλλο κόσμο πιο άγριο και επικίνδυνο, γεμάτο φωνές και βλαστήμιες και γυναίκες. Το ' λέγε και το ξανάλεγε το παραμύθι του, το ξαναζούσε και χαίρουνταν. Όλα από την παλιά του ζωή τ' απαρνήθηκε, μα όλα τα πήρε μαζί του, τυλιγμένα στο ράσο του. Κάτω από ένα μεγάλο έλατο σταμάτησε· ήθελε κουβέντα.

Ας σταθούμε, βρε παιδιά, είπε, να ξαποστάσουμε λίγο· ν' αλλάξουμε και καμιά κουβέντα, έσκασα.

Έβγαλε μιαν κρυμμένη στη ζώνη του καπνοσακούλα, έστριψε τσιγάρο, άρχισε την κουβέντα...

(από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη, εδώ)

  1. Μια δερμάτινη καπνοθήκη χρώματος καφέ εντελώς σκέτη και βαρετή....έγινε έτσι: [σ.ς.: πώς γιά;... δέν βρήκα τη φωτό, αλλ' απ' τα παρακάτω φαντάζομαι :-Ρ] Υλικά που επαναχρησιμοποίησα: Κομμάτι απο παλιο φθαρμένο καφτάνι, ασημί ανεξίτηλο μαρκαδόρο, διάφορες χαντρούλες απο παλιά/χαλασμένα κοσμήματα, μαύρη κλωστή - βελόνα, και κούμπωμα δερμάτινο απο πέδιλο που χάλασε (το έβαλα σαν πρόσθετο λουρί να το τυλίγω γύρω απο την καπνοθήκη-δεν φαίνεται καλα στην φωτο). (από εδώ)

  2. Η φετινη μου τρελα λεγεται καπνοθηκη...ξαφνικα με επιασε μια μανια να φτιαχνω καπνοθηκες...ευτυχως εχω πολλους φιλους καπνιστες...αυτη ειναι η αγαπημενη μου...τη κρατησα για μενα..τη κεντησα με ζωακια ασπρα,μαυρα,ασημι...Δυστυχως η τσοχα ειναι αρκετα χειμωνιατικο υφασμα και συντομα θα πρεπει να φτιαξω μια καλοκαιρινη...Αλλα ας ερθει το καλοκαιρακι και δε πειραζει!!! (από ιστολόι)

Καπνοσακούλα νέας κοπής εξ Ιταλίας (από lifeingr, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά για το ναρκωτικό μεφεδρόνη. Πιθανόν προέρχεται από το ότι το ναρκωτικό ονομάζεται και 4-methylmethcathinone / 4-MM-CΑΤ, που θυμίζει (η αρχή του τελευταίου συνθετικού) την αγγλική λέξη για την γάτα, βλ. το αστικό λεξικό. Προσοχή, λοιπόν, στα τεχνητά γατόνια. Οι όροι μιάου και μιάου μιάου έχουν περάσει και στα ελληνικά, όπως με διαβεβαίωσε άγνωστός μου που περιμέναμε μαζί στην ουρά για το ΙΚΑ.

Η μεφεδρόνη, γνωστή στην «πιάτσα» των ναρκωτικών σαν «ντρόουν», «Μ-Κατ» και «μιάου μιάου», προκαλεί την ίδια ευφορία που δημιουργεί το ecstasy και οι αμφεταμίνες. Η επίδραση αρχίζει μισή ώρα μετά τη λήψη της και διαρκεί ως και τέσσερις ώρες. Ο χρήστης ενδέχεται να παρουσιάσει απότομες αλλαγές στη θερμοκρασία του σώματος, ταχυκαρδία, κρίσεις πανικού και μυϊκούς σπασμούς, ενώ έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις χρηστών που είχαν παραισθήσεις. Πέρυσι, ένας νεαρός στη Βρετανία παραλίγο να αποκόψει το μόριό του υπό την επήρεια της μεφεδρόνης, ενώ πριν από λίγες ημέρες ένας άλλος συμπατριώτης του αυτοπυροβολήθηκε με περίστροφο στο κεφάλι.

(Δες)

Ωδή στην ψυχεδελική γάτα του Syd Barrett (από Vrastaman, 09/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουλάω, εισάγω εμπόρευμα στο δίκτυο της αγοράς, με σκοπό την περαιτέρω πώλησή του και την επίτευξη κέρδους για την πάρτη μου, (παραδείγματα 1 και 5).

Ειδικά στη ναρκοσλάνγκ, πουλάω ναρκωτικά, σπρώχνω πρέζα, κυρίως όμως στην φράση «σπρώχνω πράγμα ή πράμα» ή χωρίς να αναφέρεται καθόλου αντικείμενο, απλώς σπρώχνω (παραδείγματα 2 και 3).

Στην αγγλική αργκό, pusher είναι ο έμπορος σκληρών ναρκωτικών. Πάρτε και ομώνυμο τραγουδάκι από τους Steppenwolf και την ταινία Easy Rider.

Χρησιμοποιείται και όταν το προς εκμετάλλευση εμπόρευμα είναι γυναίκες, βλ. και την λέξη «προαγωγός», αυτός που προάγει, που σπρώχνει γυναίκες στα δίκτυα πορνείας.

Στην περίπτωση αυτή, το πράγμα σπρώχνεται για να σπρωχθεί.

Βλ. και τον πολίτικλυ κορέκτ όρο «επαναπροώθηση», π.χ. για τους χωρίς χαρτιά μετανάστες που τους ξαναγυρίζουν ρυμουλκηδόν πίσω τα φαραώνια. Προηγουμένως τους έχουν κλέψει τα κουπιά και τους έχουν τρυπήσει τις βάρκες, λίγο μόνο, όσο χρειάζεται για να βουλιάξει η βάρκα όταν τους αφήσουν και να μην μπορούν να ξαναγυρίσουν μόνοι τους. Τους ξανασπρώχνουν (εάν βέβαια επιζήσουν) αργότερα πίσω τα ίδια κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων, σύμφωνα με την διαδικασία της περιστρεφόμενης πόρτας, αφού πάντα υπάρχει ζήτηση για φτηνά χέρια. (Όποιος αντέχει και ενδιαφέρεται, το ψάχνει στο διαδίκτυο).

Στο παράδειγμα 4 όμως, έχουμε ερασιτεχνικό και καλόπιστο σπρώξιμο πρώην γκόμενας, χωρίς επιδίωξη οικονομικού οφέλους.

Το λήμμα υποδηλώνει ότι το προς σπρώξιμο εμπόρευμα είναι διαλογής, σκαρταδούρα και κατιμάς, απόθεμα μεγάλο σε όγκο, το οποίο ο έμπορος πρέπει να ξεφορτωθεί, για να μην του μείνει (βλ. παράδειγμα 5).

Η διαπίστωση περί εμπορεύματος-μάπα ισχύει και για υπηρεσίες, π.χ. τραπεζικά προϊόντα, διακοπές ή υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας που ταλαίπωροι υπάλληλοι προσπαθούν απεγνωσμένα να σπρώξουν με κατ' οίκον τηλεφωνήματα ή και επισκέψεις. Κάπου πήρε τ' αυτί μου τον εκνευριστικότατο όρο «επιθετικό μάρκετινγκ». Α, και μέσα σε όλα αυτά, υπολογίστε και τον διαφημιστικό καταιγισμό.

Βλέπε και την έκφραση «η υπόθεση δεν περπατάει από μόνη της, χρειάζεται και λίγο σπρώξιμο».

Έχουμε λοιπόν και λέμε, εμπορεύματα, υπηρεσίες, ουσίες, άνθρωποι. Πράμα για σπρώξιμο.

Έχω έναν φίλο που είναι 3 χρόνια άνεργος και μένει στην Αθήνα. Δεν πουλάει όλα τα ψάρια που βγάζει, αλλά πού και πού σπρώχνει κανένα για να βγάλει έξοδα που αφορούν το ψάρεμα. Δεν έχουν όλοι την τύχη να μένουν δίπλα στη θάλασσα και να έχουν και δουλειά.

(Ψαροντουφεκάδες σε φόρουμ, αναρωτιούνται αν είναι νόμιμο και ηθικό να πουλάνε την λεία τους.)

Από τη χθεσινή συνέλευση της πλατείας είχε κανονιστεί παρέμβαση στην πλατεία κατά του πρεζεμπορίου. Το ραντεβού ήταν στις 1.00. Μαζευτήκαμε κάποια άτομα και λίγη ώρα μετά μπήκαμε στην πλατεία. Καθήσαμε στο πάνω μέρος της χωρίς να κάνουμε το οτιδήποτε και τότε συνέβησαν δύο πράγματα. Οι μισοί τοξικοεξαρτημένοι (όσοι προφανώς είχαν πάει για να «γίνουν» ή να «σπρώξουν») έφυγαν από μόνοι τους ενώ οι άλλοι παρέμειναν. Ταυτόχρονα, στο λεπτό που μπήκαμε πλατεία, μας ειδοποιούν ότι έρχονται μπάτσοι.

(Από το ίντιμίντια)

«Έχει έρθει πολύ πράμα και στην πλατεία ψάχνουνε κόσμο για να το σπρώξουνε στην αγορά. Με μία τράμπα, παίρνεις δηλαδή το φακελάκι και το πας πιο πέρα, μπορείς να βγάλεις τρία, πέντε, δέκα χιλιάρικα. Είναι μεγάλος πειρασμός.»

(Τέος Ρόμβος, Πλάνος Δρόμος, 1987)

Όταν σεντράρω, δλδ διώχνω τη γκόμενά μου, τη χωρίζω, αυτή φυσιολογικά ξαναβγαίνει στο νυφοπάζαρο, επανέρχεται στην ελεύθερη αγορά προς άγραν νέου γκόμενου. Είναι πλέον διαθέσιμη, μπορεί όποιος μάγκας θέλει να τη διεκδικήσει χωρίς εμένα πια να μου πέφτει λόγος. Είναι σαν να τη βγάζω σε κοινή θέα, σε στυλ «πάρτε κόσμε», «ελάτε να δείτε τι πράμα σπρώχνω!» κλπ.

(O Μαυρόγιαννος, από εδώ)

τώρα τον θυμήθηκα εκείνο τον τύπο, σωστός, όμως το 80% είναι χαμηλού επιπέδου, τον σουβλατζή τον ενδιαφέρει να φοροδιαφεύγει, να σπρώχνει ότι παλιό έχει στα ψυγεία και να κάνει ανακαίνιση μια φορά στα 10 χρόνια ΄-), ούτε καν ανοίγουμε κουβέντα για ένσημα ΙΚΑ, ωράριο εργασίας κτλ.

(Από εδώ, στην 2η σελίδα)

(από electron, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φάρμακο για το στομάχι. Χρησιμοποιείται κυρίως για τα κλασικά υγρά αντιόξινα (Maalox κτλ).

- Με έχει πεθάνει αυτή η καούρα.
- Πιες λίγο στουπέτσι να σου περάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό ποτηράκι για το σφηνάκι.

Πάσα: Ντίνος.

- Πού 'σαι μάστορα, φέρε μου και τη δακτυλήθρα, τη γνωστή.

(από Khan, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Hangover -> Hanover. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατάσταση κάποιου μετά από γερό μεθύσι καθώς και την προσπάθεια να την ξεπεράσει.

  1. - Έλα, ρε φιλε. Που είσαι; - Ανόβερο.

  2. - Έλα, ρε φιλε. Τι κάνεις;
    - Περιμένω την πτήση για Αθήνα από Ανόβερο.

(από GATZMAN, 09/09/10)(από Vrastaman, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified