Selected tags

Further tags

Έσκασε νέο φιλονόι στην Καθημερινή.

(α) Εθνοβαρεμένη μπαρούφα ολκής περί ελληνικής γλώσσης, όπως ότι ομιλείται στον Άρη, ότι οξυγονώνει τον εγκέφαλο, ότι είναι η γλώσσα των υπολογιστών, ότι κρύβει μυστικά μηνύματα που αποκωδικοποιούνται μέσω λεξαρίθμων, ότι θεραπεύει τη δυσλεξία, το χαλάζιο και τις στυτικές δυσλειτουργίες, ότι είναι «νοηματική» γλώσσα, κ.λπ.
(β) Όποια/ος υποστηρίζει και διαδίδει τέτοιες μπαρούφες, με πρώτη διδάξασα την ομώνυμο.
(γ) Το γνωστό βραβείο Χρυσό Φιλονόι (απονέμεται ετησίως από φράξια απελπισμένων).

*για το σχηματισμό του πληθυντικού μαίνονται γλωσσολογικές έριδες από το 2012: «φιλονόγια» (παιγνιωδώς μαλλιαρό), ή «φιλονόια» (μεταμοντέρνα ειρωνικό);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ (1932)
Πέτρος Κυριακός

Το 'χα βρει (και γαμώ τα τραγούδια), την είχα καταβρεί (και γαμώτο λεξιλόγιο) και, με τη λεξικομανία που με δέρνει, είχα βαλθεί να το «ερμηνεύσω» για τους γαλλόφωνους ελληνολάτρες που κάνανε κωλοτούμπες για να μάθουν μάγκικα της (τότε) πιάτσας (τρομάρα τους, ούτε κανονικά δικά μας δε σκαμπάζουν). Μου 'χε πάρει αρκετές βδομάδες για να το φτιάξω και να το σουλουπώσω στα μέτρα τους. Όμως όλα τα ελληνικά (και οι ελληνικούρες) που βρήκα ψάχνοντας, δεν πρέπει να μένουν ανεκμετάλλευτα σε χέρια κουτόφραγκων που απέχουν παρασάγγας απ' το βάθος της ελληνικής ψυχής. Έτσι, αποφάσισα να «εξελληνίσω» την έρευνά μου για χάρη του σλανγκρ. Προφάνουσλυ έχω διαπράξει λάθη και αβλεψίες, αλλά γι' αυτό υπάρχουν οι σλανγκόφιλοι με περισσότερες γνώσεις από μένα που θα τείνουν μια χήρα (sic) βοηθείας.

Τα λήμματα που δεν άλλαξαν μετά από 80 συναπτούς ενιαυτούς, τ' αφήνω ως έχουν, ή προσθέτω την ετυμολογία για όσους ενδιαφέρονται.

- Κεσάτια (01) μωρέ βλάμη (02) κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι (03)
- Τι θα πει αλισβερίσι;
- Καλαμπαλίκι (04) μωρ' αδερφέ!
- Μας φώτισες! (05)
- Ε άμα δεν ανθίζεσαι (06) τα σέα και τα μέα (07), γίνου λαγός (08) και πούλευε (09)!
- Μα τι γλώσσα είναι αυτή;
- Αυτή, αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο (10), το λεξικό του μάγκα
Κι από ενθάδε (11) κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί (12).

Και τώρα δώσε βάση (13) για να φωτιστείς (14), να μη μείνεις στραβός (15):

Τις κυράδες (16) λέω γοργόνες (17), και τους φίλους νταβατζήδες (18)
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες (19), τα μαστούρια (20) τσαμπουκαλήδες (21)
Το μηδέν το λέω τρίχες (22) και το δάνειο λέω τράκα (23)
Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ (24) Mαρίκες (25)
Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα (26) και σας κάνω τη κορόιδα (27)

Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν (28) λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα (29)
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι (30) και την πιάτσα (31) λέω κουρμπέτι (32)
Το απών το λέω ερήμη (33), τ’ ακακαΐδι (34) καρντερίμι (35)
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη (36) και πουλεύω σαν σπουργίτι

Τον καπνό τον λέω ντουμάνι (37), τον γιατρό τον λέω αλμπάνη (38)
Την κουβέντα λέω λίμα (39), τη στενή (40) την λέω τμήμα (41)
Το σιλάνς (42) το λέω μόκο (43), τα ψιλά (44) τα λέω μπαγιόκο (45)
Τον καθρέφτη μπανιστήρι (46), το συνωστισμό κολλητήρι (47)
Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα (48) και σας κάνω την μπεκάτσα (49)

Τα μεράκια (50) λέω νταλκάδες (51), τους κουτούς τους λέω χαλβάδες (52)
Το θυμό τσαμπουκαλίκι (53), την αναποδιά (54) μανίκι (55)
Τη γιορτή καλαμπαλίκι (56), το κουράγιο ζοριλίκι (57)
Το μαχαίρι λέω λάσο (58) και το τρώω μπουζουριάζω (59)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω (60) κερκινάδες (61) κι απολάω (62) σαπουνάδες (63)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα (64) κι απολάω σαπουνάδα

Το ψωμί το λέω μπανιόκα (65) και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα (66) και τη μπάζα (67) λωβητούρα (68)
Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες (69) κουραμπιέδες (70) και τα γλέντια μερακλίκια (71)
Τώρα στρίβω (72) και τραβάω (73) στη γειτονιά μου, να μην έβρω (74) τον μπελά μου (75)

(01) Κεσάτια: τουρκ. > kesat
(02) Βλάμης: αλβ. > vlamis = αδελφός, αδελφοποιτός, σύντροφος, μάγκας, κλπ.
(03) Αλισβερίσι: τουρκ. > alisveris = πάρε-δώσε, νταραβέρι, τζερτζελές
(04) Καλαμπαλίκι: τουρκ. > kalabalik = βλ (03) αλλά, σήμερα, είναι και τα ... ούμπαλα.
(05) Εδώ, ειρωνικά: Δεν κατάλαβα τίποτα
(06) Ανθίζομαι=> (αχρ) => [Σακκουλεύομαι], Ψυλλιάζομαι
(07) Σέα και μέα: λατ. > tuus et meus (δικά σου και δικά μας)
(08) Γίνομαι λαγός: > idem
(09) Πουλεύω: > βλ. (08) (10) Ησπεράλντο: αχρ. παραφθ. του «esperanto», τότε κωδική γλώσσα για «μυημένους»
(11) Ενθάδε: > καθαρεύουσα > «εδώ», όπως πχ σε ταφόπλακες: «ενθάδε κείται» (12) Βιολί: > το γνωστό βιολί-βιολάκι (13) Δίνω βάση: > προσέχω, εξετάζω σοβαρά, κλπ. (14) Φωτίζομαι: > μαθαίνω, καταλαβαίνω
(15) Στραβός: > τυφλός, όπως πχ, κουτσοί-στραβοί κλπ. ...
(16) Κυράδες: > πληθ. του κυρά (με όσα συνεπάγεται) (17) Γοργόνες: > σαν τις μυθολογικές μέδουσες (όχι τις τσούχτρες) (18) Νταβατζήδες: τουρκ. > davaci = «προστάτης»
(19) Τρυγόνες: > πάντα ερωτευμένες
(20) Μαστούρια: αραβ. مصتور > πρεζόνια, κλπ., πριν τη χρήση (στερητικό σύνδρομο) ή μετά (φτιαγμένος)
(21) Τσαμπουκαλής: περσ. چابک (čābok), τουρκ. çabuk => καβγατζής / γρήγορος
(22) Τρίχες: idem (παλιά, προς μείζονα έμφαση, προσθέτανε (κατσαρές και μαλλινοβάμβακες)
(23) Τράκα: idem (τρακαδόρος, σελέμης)
(24) Τικιτάνγκα: από ντίνγκι-ντάνγκα (αχρ. αδερφή) κατά μία άποψη, ονοματοποιία, από το πέρα-δώθε κούνημα που κάνει το γλωσσίδι της καμπάνας.
(25) Μαρίκες: πληθ. του ισπανικού «μαρίκα» (υπερθετικό = maricon) (26) Στρι και κόβω ρόδα: > (αχρ.) σύντμηση του «στρίβω» (=> φεύγω) + κόβω ρόδα («μυρωμένα») .
(27) Κάνω την κορόιδα: > idem (28) Παρλάν: (sic) γαλλ. > parlant (ο μετέπειτα «ομιλών» κινηματογράφος)
(29) Επαμεινώντας: > πανωφόρι (cit.: Νίκος Τσιφόρος - Τα Παιδιά της Πιάτσας - 1960): «Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι.«
(30) Μπερεκέτι: τουρκ. > bereket => αφθονία
(31) Πιάτσα: ιταλ. > piazza => κυριολ. πλατεία, σήμερα, idem. (32) Κουρμπέτι: τουρκ.αραβ. > kurbet, gurbet, (الغريب => al gharib) βλ (33) Ερήμη: (που λεν κι οι Πατρινιές) παραφθ. του καθαρευουσιάνικου »ερήμην« => »εν τη απουσία«, »απόντος τού«
(34) Aκακαϊδι: (αχρ) => άσφαλτος, πίσσα, απομεινάρια (πρβλ. »αποκαϊδια«)
(35) Καλντερίμι: τουρκ. > kalderim = > λιθόστρωτο, πλακόστρωτο, κλπ.
(36) Σκάω μύτη: idem (37) Ντουμάνι: idem, τουρκ.αραβ. => duman دمان (38) Αλμπάνης: (αχρ.) περσ.τουρκ.αραβ. > nalmpant => πεταλωτής, αδέξιος, κομπογιαννίτης (!)
(39) Λίμα: (αχρ.) ιταλ.γαλλ. limα/lime => φλυαρία, μπλα-μπλα
(40) Στενή: idem (41) Τμήμα: idem (42) Σιλάνς: (αχρ) σιωπή (πρβλ. frangrec ]σιλανσιέ]) (43) Μόκο: idem, ιταλ. moco => σιωπή, βλ. (42) (44) Ψιλά: idem
(45) Μπαγιόκο: (αχρ) => ιταλ. baiocco (παλιό νόμισμα του Βατικανού) => κομπόδεμα (46) Μπανιστήρι: idem (47) Κολλητήρι: idem (48) Μάτσα: (πληθ. αχρ.) => πολλά, μπόλικα (49) Μπεκάτσα: (αχρ. κάνω την μπεκάτσα) => κάνω τον ξύπνιο, τον πονηρό, βλ και (27)
(50) Μεράκι: idem, τουρκ.αραβ. => merak مراك
(51) Νταλκάς: idem, τουρκ. => dalga => μεγάλο μεράκι, καψούρα και ... overdose (52) Χαλβάς: idem, τουρκ. αραβ. => helva/halaoua حلوى
(53) Τσαμπουκαλίκι: idem, βλ (21) (54) Αναποδιά: idem (55) Μανίκι: idem (56) Καλαμπαλίκι: idem, βλ (03) και (04)
(57) Ζοριλίκι: τουρκ.αραβ. => zor => ζόρι زور
(58) Λάσο: (σα μαχαίρι, αχρ), ιταλ. lasso, ισπαν. lazo (59) Μπουζουριάζω: τρώω, ταρατσώνω, ντερλικώνω, χλαμπουκιάζω, αλλά και συλλαμβάνω, φυλακίζω (60) Σκάβω: (αχρ) ψάχνω, φτιάχνω, συχνάζω, μαγειρεύω
(61) Κερκινάδες: (αχρ) πληθ του κερκινάς: τουρκ.αραβ. => karahana => μπουρδέλο (62) Απολάω: (αχρ) πιθ. παραφθ. από αμολάω ή απολύω (63) Σαπουνάδα: (αχρ) μπούρδα, παραμύθι
(64) Πατινάδα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από μαντινάδα ή από κλοτσοπατινάδα => μπελάς
(65) Μπανιόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από ιταλικό magnocca => μαντιόκα, ταπιόκα (66) Σορόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από σιρόκο (;) που φυσάει και δεξιά κι αριστερά => συνεπώς, αλληθωρίζω (;)
(67) Μπάζα: ιταλ. => (θηλ.) μεγάλο κέρδος, βλ. (45) (68) Λοβιτούρα: ρουμ. => lovitura => κόλπο, απάτη, κλπ., σχεδόν συνώνυμο του σημερινού λαμόγιο / λαμόγια) (69) Δαντήδες: (αχρ) αγγλο-γαλλικό dandy (δανδής / δανδήδες) => κομψευόμενοι, κουραδόμαγκες, κλπ.
(70) Κουραμπιές: τουρκ.=> kurabiye / αραβ.=> gurab
(71) Μερακλίκι: idem βλ (50) (72) Στρίβω: idem βλ (26) (73) Τραβάω: idem (μ'όλες τις σημερινές σημασίες)
(74) Να μην έβρω: παλιά γραφή τού να μην εύρω = να μη βρω.
(75) Μπελάς: τουρκ. bela => που δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν

Κάθε λήμμα του λεξικού κι ένα παράδειγμα για κουβέντα.

Το Λεξικό του Μάγκα (από HODJAS, 08/09/10)(από GATZMAN, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιότερη ρίζα του συμμαζεύω της Θεσσαλονικιο-Μακεδονικής διαλέκτου.

Πωωω ρε φίλε πρέπει να φύγω τώρα έχω να συμμάσω το σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Κοροϊδευτικός χαρακτηρισμός που απέδιδαν οι δημοτικιστές στους υπερασπιστές της καθαρεύουσας κατά τη διαρκή διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα. Ο χαρακτηρισμός ειρωνευόταν το βασικό επιχείρημα των καθαρευουσιάνων, ότι δηλαδή η καθαρεύουσα και καλά προωθεί τη σοφία.

- Οποία ευχαρίστησις φίλτατοι, να ευρίσκομαι μεθ' υμών, ίνα συνδράμω και εγώ εις την επιβίωσιν της καθαράς ελληνικής γλώσσης..
- Μαλάκα μου σε συνάντηση σοφολογιότατων πέσαμε

Ο χαρακτηρισμός συναντάται, επίσης, και για να κοροϊδέψει το επιτηδευμένο λεξιλόγιο.

- Η οικεία διάταξις αναλογικώς εφαρμοζόμενη δεν αφήνει περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας και μας οδηγεί σε ένα de lege lata αδιέξοδο..
- Άσε ρε πρωτοετό που μας το παίζεις και σοφολογιότατος..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αφορμή την επιθυμία του Βικάρ (ΔΠ) για την ανάλυση του όρου αυτού, και αρχής γενομένης από ένα σχόλιο του Πάτση για το τί είναι σλανγκ, αποφάσισα να στήσω ένα λήμμα ανοιχτό προς δημόσιο σχολιασμό.

Καταθέτω λοιπόν το κείμενο του Πάτση, καθώς και τον δικό μου ορισμό. Κατόπιν προτείνω στους χρήστες του σλανγκρ:
α. να γράψει ο καθένας -στο σχόλιο του λήμματος αυτού- την άποψή του περί τι είναι σλανγκ
β. να προταθούν λέξεις ελληνικές για τον όρο αυτό, σλανγκ λέξεις όμως και όχι τίποτα εξεζητημένες και τραβηγμένες από τα μαλλιά λεξιπλασίες.

1. Πάτσης έφη:

Για το εναρκτήριο λάκτισμα έκανα μια κουτσή-στραβή μετάφραση των σημαντικότερων παρατηρήσεων του λήμματος «slang» της wikipedia. Δεν λέω ότι συμφωνώ με όλα, να εξηγούμαστε.

«Η slang είναι η χρήση εξαιρετικά άτυπων / αδόκιμων λέξεων και εκφράσεων που δεν θεωρούνται τυποποιημένες στη διάλεκτο ή τη γλώσσα του ομιλητή.

Λίγοι γλωσσολόγοι έχουν αποτολμήσει να ορίσουν σαφώς τι αποτελεί slang. Προσπαθώντας να συνδράμουν, οι Bethany Κ. Dumas και Jonathan Lighter υποστήριξαν ότι μια έκφραση πρέπει να θεωρηθεί «πραγματική slang» εάν ικανοποιεί τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα κριτήρια:

  • Υποβιβάζει, έστω προσωρινά, «την αξιοπρέπεια της επίσημης ή σοβαρής ομιλίας ή του γραπτού λόγου» με άλλα λόγια, είναι πιθανό να θεωρηθεί σε τέτοια συμφραζόμενα σαν μια «εμφανής κακή χρήση του εκεί οικείου τρόπου φωνητικής έκφρασης / εκφοράς [register]»
  • Η χρήση της υπονοεί ότι ο χρήστης είναι εξοικειωμένος με αυτό στο οποίο αναφέρεται, ή με μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι [με τη σειρά τους] είναι εξοικειωμένοι με αυτό και χρησιμοποιούν τον όρο.
  • «Είναι ένας όρος ταμπού στη συνηθισμένη συνομιλία με ανθρώπους μιας υψηλότερης κοινωνικής θέσης ή μιας μεγαλύτερης ευθύνης.»
  • Αντικαθιστά «ένα καλά γνωστό συμβατικό συνώνυμο». Αυτό γίνεται πρώτιστα για να αποφευχθεί «η έλλειψη άνεσης που προκαλείται από τον συμβατικό όρο ή για παροχή περαιτέρω επεξηγήσεων».

Η slang πρέπει να διακριθεί από την επαγγελματική ιδιόλεκτο (jargon), η οποία είναι το τεχνικό λεξιλόγιο ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Η επαγγελματική ιδιόλεκτος, όπως πολλά παραδείγματα της slang, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκλείσει τα μη-μέλη της ομάδας από τη συνομιλία, αλλά γενικά λειτουργεί ούτως ώστε να επιτρέπει τους χρήστες της να μιλήσουν με ακρίβεια για τα τεχνικά ζητήματα σε έναν δεδομένο [γνωστικό] πεδίο.»

2. Σειρά μου:

Σλανγκ γλώσσα είναι η προφορική (πρεμούρα, αντί μεγάλη βιασύνη ή σπουδή)
άσεμνη (μουνί, πούτσος, αντί των αιδοίο, πέος)
μη κορέκτ («την κάτσαμε τη βάρκα», αντί του «θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα»)
καθημερινή (γαμάω αντί «κάνω σεξ» ή «έχω επαφή»)
υβριστική (πινεζοπούτανο, βρωμόπουστας, καριόλα)
απαγορευμένη & συνθηματική (καλιαρντά, ποδανά)
οικονομική (μπάχαλο αντί «χαώδης και θορυβώδης κατάσταση», μαλακοκαύλης αντί «αυτός που έχει πρόβλημα στύσης»)
ωμή (ξερατό αντί εμετός, κρέας αντί παχύσαρκος ή νωθρός)
χιουμοριστική (ρόφτυμα, αυτοψυχοψάξιμο, βαρβατίλα)
ευρηματική (κωλοδάχτυλο: η μόνη λέξη για να το περιγράψει)

Είναι η γλώσσα της ανατροπής και ωσεκτουτού της βαθύτερης ουσίας (πχ η λέξη γαμώ και όλα τα παράγωγά της μπορεί α. να σημαίνουν το σεξ, β να σημαίνουν μια ευχάριστη κατάσταση -«γαμώ τις φάσεις», γ. κάτι πολύ επώδυνο («με γάμησες!») -άντε βγάλε συ συμπέρασμα τι βλέπει ο έλληνας στο γαμήσι.

Είναι η γλώσσα που ξορκίζει, η γλώσσα του ευφημισμού: αυτό που μας καίει το σλανγκίζουμε και χαριτολογούμε επ' αυτού -όταν δεν το υποβιβάζουμε.

Είναι η γλώσσα που τολμάει το ταμπού, δηλαδή μιλάει για πράγματα που δεν λέγονται, αλλά το μεγάλο της ελάττωμα είναι πως δεν χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας. Εκεί έχει το μεγαλύτερο και το πιο απόλυτο ταμπού όλων. Δεν θα πεις για τον εαυτό σου ότι είσαι μαλακοκαύλης ή ξεπλένω... Άσε που αν σε πούνε έτσι, έχουν δεν έχουν δίκιο, θα πέσει μπουνίδι... Αυτά είναι λίγο ύποπτα πράγματα, όπως θα τολμήσω να πω παρακάτω.

Είναι λοιπόν η γλώσσα που λέει «όχι», όχι στη θρησκεία, όχι στο σύστημα, όχι εδώ, όχι εκεί (κάπου το έχω διαβάσει αυτό μα δεν θυμάμαι τώρα), είναι αναρχική, είναι όμως πικρή και απαισιόδοξη, δηκτική και ανελέητη -κι ας χρησιμοποιεί το χιούμορ ως μέσο, δεν συγχωρεί κανέναν και για κανέναν λόγο και, κυρίες μου και κύριοι, όλο αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως στο μεγαλύτερο ποσοστό της, η σλανγκ είναι κατά βάθος το ακριβώς αντίθετό της, είναι δηλαδή ρατσιστική και οπισθοδρομική, αντιδραστική με την αρχική έννοια της λέξης, μήπως είναι η γλώσσα που αρνείται κάθε διαφορετικότητα και κάθε εξέλιξη... Μήπως ο σλανγκ τύπος είναι ο μίστερ τέλειος που όλα τα κοροϊδεύει; Μήπως είναι η γλώσσα του κομπλεξικού ή του κομπλεξικού περιθωριακού, ή τού όσα δε φτάνει η αλεπού;...

Ή μήπως ο σλανγκ τύπος είναι αυτός που, για να αντέξει την πραγματικότητα με τις σκληρές της εκδηλώσεις, το ρίχνει στην πλάκα ώστε να ξεχάσει το πρόβλημα; (πράγμα που πίσω-πίσω κρύβει και την προηγούμενη άποψη, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς).

Στην ελληνική, οι ξένες λέξεις ή κάποια στοιχεία από τις ξένες γλώσσες σλανγκοποιούνται πάρα πολύ συχνά και αποτελούν βασική πηγή για την σλανγκ: καταλήξεις (), λέξεις από τα ιταλικά (κόμοδο), τα τούρκικα, τα γαλλικά, όλ' αυτά είτε μπήκαν ειρωνικά στη γλώσσα μας (κομιλφό) ή απλώς κατέληξε να χρησιμοποιούνται πια μόνο ως σλανγκ (γκαϊλές).

Σλανγκ δεν είναι οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι καθιερωμένες εκφράσεις, τα σχήματα λόγου -κι ας βγάζουν γέλιο, κι ας έχουμε βάλει όλοι μας δεκάδες τέτοια εδώ μέσα.

Σλανγκ είναι γλώσσα, είναι όμως και χαρακτήρας ανθρώπου, μια κατάσταση, κά.

Στα ελληνικά δεν έχουμε λέξη για την σλανγκ. Λέμε είτε «σλανγκ», ή «αργκό». Ας το δούμε λιγάκι αυτό, μήπως βρούμε κάτι έξυπνο. Αυτή είναι και η επιθυμία του Βικάρ που το πρότεινε στο ΔΠ.

- Καλά ε, είσαι πολύ σλανγκ τύπος!
- Τώρα αυτό για καλό το λες, ή για κακό;

Δες και ceci n'est pas slang.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Είναι ο κουνελίνος στην τηλεόραση. -Πόσο σαλαμούγκανος είναι...

Τρυφερός και χνουδωτός. Θηλ. σαλαμούγκανη

Got a better definition? Add it!

Published

Το ασθενοφόρο.

Χαρακτηριστικό δείγμα μιας σειράς λογοπαιγνίων που βασίζονται στην διακωμώδηση της τουρκικής γλώσσας.

Τα λογοπαίγνια αυτά αποτελούνται από δυο, συνήθως, λέξεις. Είναι, είτε:

  • δυο λέξεις τούρκικες, η τουρκικής προέλευσης, που έχουν πλήρως ενσωματωθεί στο ελληνικά και είναι απόλυτα κατανοητές σχεδόν από κάθε ελληνόφωνο, π.χ. ζαρζαβάτ πασά, ή,
  • μια λέξη τούρκικη, ως ανωτέρω, και μια λέξη ελληνική, εν μέρει παραμορφωμένη ώστε να ηχεί τουρκική, συνήθως με την περικοπή φωνήεντος από την κατάληξή της π.χ. ξεφτίλ παρά.

    Οι συνδυασμοί που παράγονται δεν υπάρχουν ως φράσεις στα τούρκικα, πλην ελαχίστων εξαιρεσεων π.χ. μπουζ ντουλάπ. Από Τούρκους που δεν ξέρουν ελληνικά, κάποιοι γίνονται κατανοητοί, μετά από λίγη σκέψη, άλλοι όχι. Κάποιοι, λίγοι, τα βρίσκουν αστεία, οι περισσότεροι όχι.

Στα ελληνικά, οι φράσεις λειτουργούν κυρίως ως ατάκες ανεκδότων, π.χ:

[I]- Πώς είναι στα τούρκικα η χειροβομβίδα;
- Δεν ξέρω, πώς είναι στα τούρκικα η χειρομβομβίδα;
- Μπαρούτ κεφτέ... αχαχαχαχα... [/I]

Το καλαμπούρι εν μέρει προκύπτει από την παραμόρφωση των λέξεων, εν μέρει από το απροσδόκητο των συνδυασμών αλλά κύρίως από το γεγονός ότι οι φράσεις αυτού του τύπου παρουσιάζονται ως γνησίως τούρκικες - και όχι ως κατασκευασμένα λογοπαίγνια, κάποια λιγότερο, κάποια περισσότερο ευρηματικά. Επιβεβαιώνουν, δηλαδή, οι φράσεις αυτές την προκατάληψη του μέσου Έλληνα ότι τα τούρκικα είναι γλώσσα από άξεστη έως αστεία και τα στερεότυπα περί μπουνταλάδων Τούρκων κλπ.

Στο στόχαστρο του καλαμπουριού μπαίνουν και οι τουρκομερίτες Έλληνες πρόσφυγες - οι φράσεις ειρωνεύονται το γεγονός ότι ανακατεύουν στην ομιλία τους τούρκικες λέξεις και εκφράσεις καθώς και την προφορά τους στα ελληνικά.

Έχουν επίσης αυτές οι mots faux turcs και μειωτικό χαρακτήρα, π.χ. ένα κομπιούτερ που το περιγράφουμε ως μπλιμπλίκ ντουλάπ μάλλον δεν είναι υψηλών προδιαγραφών ενώ οι γιατροί δηλώνουν την περιφρόνησή τους για τους κτηνιάτρους αποκαλώντας τους χαϊβάν ντοκτόρ.

Πολυγραφημένες λίστες με ντεμέκ τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου κυκλοφορούσαν, επιβεβαιωμένα, σε σχολεία στην δεκαετία του '50. Μια εκδοχή λέει ότι ήταν δημοφιλείς λόγω της αναζοπύρωσης των αντιτουρκικών αισθημάτων που είχαν προκαλέσει στην Ελλάδα τα γεγονότα της Πόλης του 1955 και οι εξελίξεις της εποχής στο Κυπριακό. Παρά το γεγονός ότι το χιούμορ αυτό θεωρείται εδώ και καιρό μάλλον αφελές και ξεπερασμένο, το είδος έχει επιβιώσει - έστω σε περιορισμένη έκταση - και στο Ίντερνετ και μάλιστα υπάρχουν και δείγματα προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά δεδομένα, π.χ. η τηλεδιάσκεψη που έχει αποδοθεί ως παρτούζ τελεφόν.

Στην Τουρκία δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο διακωμώδησης της ελληνικής γλώσσας. Το πλησιέστερο παράδειγμα που γνωρίζουμε είναι τα franglais, με την έννοια που έχει η λέξη στην Αγγλία, όχι στη Γαλλία - η κατασκευή προτάσεων με ανάμεικτες γαλλικές και αγγλικές λέξεις και με την κατά λέξη μετάφραση στα γαλλικά αγγλικών ιδιωματισμών, π.χ. Je ne care pas, ή longtemps pas voir. Στην περίπτωση των franglais, πάντως, βασικός στόχος είναι οι Άγγλοι που χειρίζονται άσχημα την γαλλική γλώσσα και λιγότερο τα ίδια τα γαλλικά.

Οι ψευδεπίγραφες τούρκικες φράσεις αυτού του τύπου δεν πρέπει να συγχέονται με τις γνήσιες τούρκικες φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιούνται ατόφιες στα ελληνικά π.χ. ταμάμ, γιαλαντζί, εκμέκ κανταΐφι, ουζούν αντάμ αχμάκ ολούρ. Δεν πρέπει να συγχέονται επίσης με φράσεις όπως το χανούμ μπουρέκ και το σουλτάν μερεμέτι -, τουρκογενείς μεν αλλά που δεν υπάρχουν στα τούρκικα και που έχουν ιστορικά σαφή σημασία στα ελληνικά, όχι επί τούτου ειρωνική.

Στα παραδείγματα που ακολουθούν δίνεται η ελληνική λέξη, η ντεμέκ τούρκικη φράση και, τέλος, η μετάφραση στα τούρκικα.

Πώς είναι στα Τούρκικα...

  • αναπηρική σύνταξη: σακάτ μπαξίς: sakatlık maaşı
  • ανελκυστήρας: νταχτιρντί ντουλάπ, νταχτιρντί μπαούλο, σούρτα φέρτα ντουλάπ: asansör
  • ασθενοφόρο: σακάτ αραμπά: ambulans
  • αεροδρόμιο: χαβά λιμάνι: hava limani
  • βέρα: μπουνταλά χαλκά: alyans
  • Βιάγκρα: τσουτσούν μπαρούτ
  • βιβλιάριο απόρων κορασίδων: μπατίρ χανούμ τεφτέρ
  • γεωπόνος: ζαρζαβάτ ντοκτόρ: tarımcı
  • δάσκαλος: τσογλάν αγά: öğretmen
  • δημόσιος υπάλληλος: τεφτέρ τσογλάν: memur
  • διαζύγιο: άι σικτίρ χανούμ μπελά: boşanma
  • εκπτώσεις: ξεφτίλ παρά: indirim
  • ελικόπτερο: σαματά ζουζούν: helikopter
  • Η λίμνη των κύκνων: παπί χαβούζ: kuğu gölü
  • χρηματοκιβώτιο: παρά σεντούκ: kasa
  • θωρηκτό: τσαμπουκά παπόρ: savaş gemisi
  • Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης: γιουβαρλάκ σοφρά εφέντες: Yuvarlak Masa Şövalyeleri
  • κηπουρός: ζαρζαβάτ πασά, ζαρζαβάτ τσογλάν: bahçıvan
  • κομπιούτερ: μπλιμπλίκ ντουλάπ: kompüter
  • κτηνίατρος: χαϊβάν ντοκτόρ: veteriner
  • μακιγιάζ: χανούμ σοβά μερεμέτ: makyaj
  • μαλακία: τσουτσούν νταχτιρντί: otuz bir çekmek
  • Μητσοτάκης: Γκαντέμ Πασά
  • ναυμαχία: καϊκ καυγά: deniz savaşı
  • νεκροταφείο: ψοφίμ μπαχτσέ, ραχάτ μπαξέ: mezarlık
  • νοσοκομείο: σακάτ οντάς: hastane
  • παιδίατρος: τσογλάν ντοκτόρ: çocuk doktoru
  • πεθερά: σιχτίρ χανούμ: kayınvalide
  • πεταλούδα: εμπριμέ κουνούπ: kelebek
  • πολυβόλο: ταμ ταμ μαραφέτι: makineli, mitralyöz.
  • προφυλακτικό: τσουτσούν φερετζέ: prezervatif, kaput
  • πρώτη νύχτα του γάμου: τσουτσού σεφτέ
  • ραδιόφωνο: τζερτζελέ μαραφέτ, σαματά κουτί: radyo
  • σουτιέν: μεμέ ζεμπίλ, μαστάρ ντορβά
  • σπέρμα: τσουτσού σορόπ, τσουτσού καιμάκ, τσουτσούμ σογιού: meni
  • σχολείο: τσογλάν μαντρί: okul
  • τανκ: σαματά τουτού, τσαμπουκά τουτού, τσαμπουκά τρακτέρ: tank
  • ταχυδρόμος: χαμπέρ χαμάλ: postacı
  • τηλεδιάσκεψη: παρτούζ τελεφόν: telekonferans
  • τηλεόραση: μπανιστήρ ντουλάπ: televizyon
  • υποβρύχιο: μπαμπές παπόρ: denizaltı
  • χειροβομβίδα: μπαρούτ κεφτέ, μπουμ κεφτέ: el bombası
  • ψυγείο: μπουζ ντουλάπ, τουρτούρ ντουλάπ: buzdolabı

περιέχει διάφορα (από Khan, 17/11/10)

To λήμμα, ο ορισμός και τα παραδείγματα δεν ανήκουν σε κάποιον συγκεκριμένο χρήστη και είναι ανοιχτά για συμπλήρωση από όλους στο slang.gr, εξ ου και η υπογραφή είναι slang.gr collective. Όποιος θέλει να συμπληρώσει κάτι, ας στείλει αναφορά στην Συντακτική Ομάδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἰδεολογία τοῦ Ἴντερνετ, ὅπως ὁ ἀτονισμός, ὁ ἁνορθογραφισμὸς καὶ ὁ ἀσιγματισμόσ. Ἀποτελεῖ τὸ ἀντίθετο τοῦ ἀτονισμοῦ. Οἱ πολυτονιστὲς εἶναι οἱ κολλημένοι μὲ τὸ πολυτονικό, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ξεπεράσουν τὸ τραῦμα ἀπὸ τὴν ἐπίσημη κατάργησή του καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ γράφουν σὲ αὐτό, ἀκόμη καὶ στὶς φοράδες. Πολλὲς φορὲς τὰ γραπτά τους εἶναι γεμάτα κουτάκια, ἂν δὲν ἀναγνωρίζονται οἱ τόνοι τους. Γενικῶς, οὶ πολυτονιστὲς κάνουνε πνεῦμα βάζοντας πνεύματα, εἶναι ὀξεῖς καὶ βαριοὶ τύποι, ἀλλὰ περισπῶνται πολὺ μὲ τὶς περισπωμένες.

Πολυτονιστής: Δὲν θὰ πεθάνουμε ποτὲ κουφάλα ἀτονιστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στερεότυπες, δογματικές, κενές περιεχομένου πλην πάντα καμαρωτές κασέτες πολιτικών, δημοσιοκάφρων, συνδικαλιστών και πάσης φύσεως -πατέρων και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.

Η παραδοσιακή αριστερά έχει συνεισφέρει τα μάλα στον πλούτο της ξύλινης γλώσσας, χωρίς όμως να κατέχει οποιαδήποτε αποκλειστικότητα.

Αντιδάνειο εκ των γαλλικών xyloglossie και xylolalie.

- Εξαιρετικός οδηγός ξύλινης γλώσσας άνευ διδασκάλου, εδώ.

Τυχαία δειγματοληψία ξύλινων εκφράσεων που φορέθηκαν τα τελευταία χρόνια:

Κομματική ξύλινη γλώσσα

  • Αγαπητέ σύντροφε, εάν διαβάζεις κάθε μέρα τον Ριζοσπάστη, θα ξεπηδούν από μόνα τους τα αναγκαία επιχειρήματα, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεσαι (Οδηγητής)
  • Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη
  • Αντιλαϊκή συναίνεση
  • Αντιμνημονιακός
  • Απόψε νίκησε η δημοκρατία
  • Αστικορεβιζιονιστές
  • Αυγό του φιδιού
  • Αυτοδιοικητικοί
  • Βαθύ ΠΑΣΟΚ
  • Βάναυση αντιλαϊκή πολιτική
  • Για ένα καλύτερο αύριο
  • Δάνειες συνάμεις
  • Δεν θα διστάσουμε να θίξουμε κεκτημένα συμφέροντα
  • Διαλεκτικό προτσές
  • Διαρθρωτικές αλλαγές
  • Δημοκρατικές χώρες (κυρίες με αναφορά σε χώρες τ. Β. Κορέα)
  • Δούναβης της σκέψης (ο Νικολάε Τσαουσέσκου)
  • Εθνικά περήφανο και κοινωνικά δίκαιο
  • Εθνοσωτήριος επανάστασις
  • Το Κόμμα μας υποβάλλει σε θυσίες για να γινόμαστε καλύτεροι κομμουνιστές. Είμαστε το Κόμμα των Θυσιών!
  • Είναι «ξύλινη γλώσσα» το ότι υπάρχει ταξική εκμετάλλευση;
  • Εκσυγχρονισμός
  • Επαγρύπνηση
  • Επάρατος επταετία
  • Έχοντες και κατέχοντες
  • Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε
  • Ή μαζί μας ή εναντίον μας
  • Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη
  • Η παράταξη που ανέδειξε έναν Ελευθέριο Βενιζέλο
  • Η μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη της Ν.Δ.
  • Θα διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο το εισόδημα του ελληνικού λαού
  • Θα λάβουμε πρόσθετα μέτρα αν χρειαστεί
  • Θα χυθεί άπλετο φως
  • Ιδεολογική επιτροπή
  • Ιμπεριαλισμός
  • Κάνουμε πράξη το όραμα
  • Καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού
  • Κλιμάκωση του αγώνα
  • Κρέας για κανόνια
  • Λακέδες των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων
  • Λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις
  • Μεγάλος Τιμονιέρης (Μάο Τσε Τούνγκ)
  • Με ενότητα κι αγώνα!
  • Μηδενική ανοχή στη διαφθορά
  • Νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης
  • Ο τάδε είναι ένα καταξιωμένο στέλεχος του κινήματος
  • Παραμένω απλός στρατιώτης της παράταξης
  • Περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά
  • Πιστός σύντροφος
  • Πλατιές λαϊκές μάζες
  • Πολιτική (αλλά όχι κομματική) αποκατάσταση
  • Πολυκατοικία
  • Πράσινη ανάπτυξη
  • Πρώτοι στα μαθήματα και πρώτοι στον αγώνα
  • Ρήξεις με το κατεστημένο
  • Σκληρό ροκ
  • Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
  • Στηρίζω Κουλούρη, να πέσει το αγγούρι
  • Συμμετοχή του κυρίαρχου λαού
  • Το Κόμμα δεν κάνει λάθη
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά κέντρα
  • Τον πολέμησαν τα γνωστά συμφέροντα
  • Τροϊκανοί
  • Φόλα στο σκύλο...
  • Χάρτινη τίγρη
  • Χρονοντούλαπο της ιστορίας

Δημοσιοκαφρική ξύλινη γλώσσα

  • Aυξήσεις- φωτιά
  • Βάλτε μια άνω τελεία
  • Βιβλική καταστροφή
  • Εξοστρακίστηκε
  • Επτασφράγιστο μυστικό
  • Εφιαλτικό σενάριο
  • Η αδρεναλίνη είναι στα ύψη
  • Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό
  • Η συνέχεια επί της οθόνης
  • Κατάθεση ψυχής
  • Πύρινη λαίλαπα
  • Τελευταίο αντίο στον τάδε που μετέβη στην «γειτονιά των αγγέλων»
  • Το θερμόμετρο χτυπά κόκκινο
  • Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο
  • Τσουνάμι αντιδράσεων
  • Ύστατο χαίρε στον στοχαστή, στον πολιτικό, στον άνθρωπο

Διανοουμενέ ξύλινη γλώσσα

  • Αμφιμονοσήμαντη σχέση
  • Aντιήρωας
  • Αποδόμηση
  • Αποξένωση
  • Μετα-

Γιάπικη ξύλινη γλώσσα

  • Λίστα του ντου
  • Σκεφτείτε έξω από το κουτί
  • Στο πίσω μέρος του μυαλού μας
  • Στο τέλος της ημέρας
  • Υπάρχει (δεν υπάρχει) πλαν μπι

Σύγκρινε: ακυρολεξίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified