Selected tags

Further tags

Αν και παραπέμπει στην πράξη του βιασμού, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την συνουσία που χαρακτηρίζεται από περίσσιο πάθος, συνήθως λόγω εκπλήρωσης κάποιου απωθημένου ή τρομερής και συσσωρευμένης γκαύλας ή συνδυασμού και των δύο. Προϋπόθεση ο άντρας να είναι κατάλληλα προικισμένος ώστε να μπορεί να «τιμωρήσει» την ερωμένη του.

- Με κάλεσε η Παναγιώτα να την επισκεφτώ στην Αραπιά που βρίσκεται. Λογικά θα μπεί...
- Θα μπει βιαίως ο Μήτσος μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατασκευασμένη διάλεκτος χάριν ανάγκης κωδικοποιημένης ομιλίας, η οποία προκύπτει από τον αναγραμματισμό των φθόγγων των λέξεων. Ακόμα και η ίδια η λέξη ποδανά προκύπτει από τη λέξη ανάποδα.

Ραιάω ράμε μέραση... (Ωραία μέρα σήμερα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος με αναγραμματισμό. Παρουσιάστηκε στο γνωστό τραγούδι των Locomondo.

«Έχει τα κέφια του ο Drogba και φέρνει βόλτες ο φοσμπά.»

(από Vrastaman, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Χοντρός (-ή). Από το τόφαλος

  1. οταν λες τον αλλο χοντρο, βοδι, τοφι κλπ κλπ ειναι ρατσιστικο αλλο αν εσυ τον λες για "πλακα" (εδώ)

  2. Βάζω να κάνω μακαρονάδα, σκέφτομαι 10 το βράδυ είναι, σα βόδι θα γίνω, τρώω ένα λίτρο παγωτό ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΘΑ ΓΙΝΟΜΟΥΝ ΤΟΦΙ ΜΕ ΤΑ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ (εδώ)

Β. Βλήμα, ούφο, φυτό.

Νομίζω οτι αυτό το τελευταίο (το φυτό), εισήχθη σε αναγραμμαντείο και ανορθογραφείο και ούτως πως προέκυψε το τόφι, δηλ. ο φύτουκλας.

  1. Τι φάση την είδατε όλοι λεξιπλάστες ρε τόφια; (εδώ)

  2. Και βλέπεις κατι τόφια συμφοιτήτες σου με πτυχίο και λες τι κάνω λάθος (εδώ)

  3. Ρε τόφια εσείς που φτάσατε 24 χρονών κι έρχεστε ακόμα να δώσετε εξετάσεις για πτυχίο με τη μάνα σας...τι φάση;;; (εδώ)

  4. πραγματικά το forum του indy έχει γεμίσει με τόφια... (εδώ)

  5. ειμαι λομπι δραχμης, μην συγκρινεσαι μαζι μ! εσυ καταλαβες τι σημαινει παραμονη ρε τοφι? καταλαβες η τα καψες ολα τ κυτταρα? (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανώς στα ποδανά (=ανάποδα) η μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.

- Τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!... Σε λίγο, όλοι θα κυκλοφορούμε με μία τσαπού στο στόμα!

(από Khan, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και ταναπού, δεν έχει σημασία. Αναγραμματισμός της λέξης «πουτάνα», προφανώς για να μην υπάρξει η ίδια απρεπής αίσθηση που θα προκύψει από την λέξη αυτή... Φήμες λένε ότι ένας από εκείνους που την εισήγαγαν και πολυχρησιμοποίησαν ήταν ο Τάκης Τσουκαλάς στην εκπομπή «ΘΥΡΑ 7», αναφερόμενος στους οπαδούς άλλων ομάδων κτλ. πάλι για τους ευνόητους λόγους του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου...

- Τάκη πότε θα πάτε στο Γουέμπλεϊ;
- Άντε γεια μωρή τανάπου! Τότε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τριπάκι στα ποδανά.

Πηγή: Urga.

- Τι έπαθε αυτός κι είναι έτσι;
- Πακιτρί και την άκουσε!

Kitty Rap (από Vrastaman, 11/03/09)Καβουροσλανγκόσαυρος σε τριπάκι (από Vrastaman, 11/03/09)Καβουροσλανγκόσαυρος σε τριπάκι (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά (=ανάποδα): το μουνί. Αναφέρεται σε πρόσωπο, οπότε μπορεί να θεωρηθεί και αντωνυμία.

Πού είσαι ρε φίλε, τι έγινε; Κανά νιμού, παίζει;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουνάρα στα ποδανά. Δεν περιγράφω άλλο.

Άρθρο: Μισό αιώνα ζωής κλείνει σήμερα η Μόνικα Μπελούτσι. Το απόλυτο θηλυκό, η υπέροχη Ιταλίδα...
Σχόλιο αναγνώστη: το λάκαμα: «υπέροχη...» Τι «υπέροχη» ρε κακομοίρη; ΝΑΡΑΜΟΥΝ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ
(εδώ)

Χρόνια πολλά, Μόνικα. (από σφυρίζων, 01/10/14)H Ναραμουν-τίν και το σερνικό μπίμπο. (από σφυρίζων, 01/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης «πουτάνα» σε μια άκρως καφενειακή έκδοση.

Ίσα μωρή ναταπού...

Δες ακόμη: τσανιτάπου, ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified