Selected tags

Further tags

Εσύ, ποιος είσαι; Χιουμοριστικά.

Η φράση (πραγματικό γεγονός), ειπώθηκε από Κυπραίο ιθαγενή σε Άγγλο τουρίστα, κατα τη διάρκεια διαπληκτισμού μεταξύ των. O ιθαγενής ήθελε να απαντήσει «Εγώ, ποιος είμαι; Έσυ, ποιος είσαι;» σε ερώτηση «Ποιος είσαι εσύ;» από τον περιηγητή.

Έχει όπως στο παράδειγμα.

- Who are you;
- Me, who me; You, who you;

(από allivegp, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα σε διαφήμιση του '70 - '80, που διαφήμιζε την Εγκυκλοπαίδεια «Δομή». Χρησιμοποιείται για να πειράξει ή να επαινεσει τον ξερόλα ή και φωτεινό παντογνώστη.

- Ρε συ Μάκη, αυτο το σταυρόλεξο ειναι παλούκι. Μήπως ξέρεις ποιό ειναι το ψηλότερο βουνό της Αφρικής;
- Σιγά το δύσκολο. Το Κιλιμάντζαρο με 5895 μέτρα ύψος, ανενεργό ηφαίστειο στην Βορειοδυτική Τανζανία.
- Τς Τς... Ποιός εισαι ρε φίλε, η Δομή;!;»

Η ΔΟΜΗ (από poniroskylo, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τι αρχίδια, με τι μούτρα.

Συνήθως λέγεται για να αμφισβητήσει έντονα την πιθανή επιτυχή έκβαση μιας απόπειρας ή για να αποδοκιμάσει μια πράξη που κάνει ένα άτομο χωρίς να έχει το κατάλληλο υπόβαθρο.

Βλ. και πού πας ρε Καραμήτρο;

  1. - Λέω να πάω να την πέσω στη Λίλιαν, με γκαβλώνει πολύ.
    - Με τι καρύδες ρε μαλάκα; Δεν ξέρεις ότι την κολλάει ο ρουμάνος; Θα σου γαμήσει τα ράμματα άμα το μάθει!

  2. - Κοίτα το τρίμπαζο τι φοράει...
    - Καλά με τι καρύδες φοράει και κολλητά ρε! Δεν της έχει πει κανένας ότι είναι 800 κιλά και μοιάζει με όρκα;

(από notheitis, 06/06/10)(από notheitis, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεία έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο. Λέγεται από τον ομιλητή για να δηλώσει ότι έχει μια ιδιότητα που αναζητείται ή είναι χρήσιμη στην συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έχει ληφθεί υπόψη.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί, από την αγαπημένη ελληνική σειρά, Κων/νου κι Ελένης.

(Κων/νου κι Ελένης - Επεισόδιο: Οι σοφεράντζες, όπου ο Κων/νος κι η Ελένη θέλουν να μάθουν να οδηγούν)

Ελένη: Μωρή Πέγκυ, έχουμε κανένα φιλαράκι που να ξέρει να οδηγεί καλά; (για να της κάνει μαθήματα)
Πέγκυ: Κάτσε ρε Ελενάκι, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω; Μιλάς τώρα για καλό οδηγό, τη στιγμή που έχεις μπροστά σου τη σοφεράντζα την ίδια!;

Βλ. και μπρίκια κολλάμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στη στρατιωτική αναφορά, ο ανώτερος πει: «Ηθικόν;», είθισται οι φαντάροι να φωνάζουν ταυτόχρονα «Ακμαιότατον».

Αυτή η φρασεολογία ταξίδεψε στον πολιτικό βίο. Κάποιες φορές κάποιοι, συνήθως μεγάλης ηλικίας (χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητο), λένε σε κάποιους, κατά την είσοδο τους σε ένα εταιρικό χώρο, ή αλλού «Ηθικόν;» Κάποιοι απαντούν: «Ακμαιότατον».

Ίσως ρωτούν, επειδή τους σπρώχνει ενδόμυχα η ανάγκη να ακούσουν αυτό για να αντιμετωπίσουν πιο θετικά τη μέρα, γιατί ίσως η απλή λέξη καλημέρα έχει φθαρεί και θέλουν να τη συμπληρώσουν και με κάτι άλλο.

Ανεξαρτήτως όμως του βαθύτερου λόγου ή του συνδυασμού των λόγων που τους οδηγεί σ' αυτή την ενέργεια, κάποιος ή κάποιοι που δε γουστάρουν αυτή την τελετουργία, ή τη διατήρηση αυτού του στρατιωτικού κατάλοιπου, ή ακόμα και για λόγους χαβαλέ, εκτελούν μεν, ωστόσο την κάνουν γυριστή στον άλλον και τον ρωτούν «Ανήθικον;».

Η φάση βγάζει γέλιο, ενώ οδηγεί σε σχετική αμηχανία κάποιο άτομο συντηρητικών αντιλήψεων και ειδικότερα αν η φάση γίνεται μπροστά σε πλήθος εταιρικού χώρου.

Σε εταιρεία ο Βασίλης, συντηρητικός της παρέας, άτομο της εκκλησίας, γύρω στα 60, αρχίζει την τελετουργία με τον διπλανό του. Στον διπλανό του, δεν του πολυαρέσει η φάση και είναι λίγο αλλού. Παραδίπλα υπάρχουν διάφοροι.
-Καλημέρα Νίκο.
-Καλημέρα Βασίλη.
-Ηθικόν;
-Ακμαιότατον. Ανήθικον;
Ο Βασίλης δεν απαντά, ενώ ρίχνει ένα φαλτσαρισμένο γέλιο για να κρύψει τη σχετική αμηχανία του.

Απο πραγματική περίπτωση που επαναλαμβάνεται κατά καιρούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική φράση όταν ο καφές (ή κάτι άλλο) που παραγγείλαμε αργεί αδικαιολόγητα, σαν να ήταν κρέας με κόκαλα που θέλει πολλή ώρα να βράσει.

Μάλλον έχει παλιώσει.

  1. Αφού ξηγήθηκα σαφές, παιδί, κόκαλα έχει ο καφές;
    Τραγούδι του Λογό

  2. Πήρε το τηλέφωνο του καφενείου της στοάς.
    - Είπαμε δυο μέτριους στο 18, είπε. Κόκαλα βγάλανε;
    Β. Βασιλικός, Το Ζ, σελ. 254

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετική απάντηση στην ρητορική ερώτηση ''τι λες (βρε παιδί μου);''.

O απαντών καλώς ή κακώς εξέλαβε την ρητορική ερώτηση ως ειρωνεία κι απαντά με μια άλλη ειρωνεία, μια ρητορική ερώτηση που δεν έχει κάποιο νόημα καθώς:
1) Είναι γραμματικά λάθος να απαντάς σε μια ερώτηση με ερώτηση.
2) Αφού η ερώτηση ''τι λες'' είναι ρητορική, δεν αναμένει ο ερωτών απάντηση.

Το αποτέλεσμα είναι η κουβέντα να γίνει πάραυτα σουρρεαλιστική, εχθρική και αμήχανη και να δοθεί έμφαση στο πόσο γελοίο ή ενοχλητικό ήταν το σύνολο όσων είπες πριν, ενδεχομένως και πόσο μαλάκας και καραγκιόζης γενικότερα.

Χωρίς να είμεθα ρατστικές, η εμπειρία μας διδάσκει πως τέτοιες φράσεις συνήθως εκστομίζονται προς επίδειξη πνεύματος από μαλακισμένες ψευτοκουλτουριάρες κατρουλιάρες φοιτήτριες, κακογαμημένες και κομπλεξικές επειδή είναι χονδρές με μυωπία που βαράνε μαλακία με το πανεπιστημιακό σύγγραμμα κάθε νύχτα στην κλειτορίδα (γίνεται!) ή/και από αγράμματα και χυδαία σπίτια. Κατά βάθος, αυτό που θέλουν είναι μια πούτσα να τους βουλώσει το στόμα. Η ατυχία είναι πως για να σου μιλάνε τοιουτοτρόπως, δεν είσαι εσύ ο κάτοχος της πολυπόθητης βοϊδόπουτσας και μπορώ με επιφύλαξη επίσης να ''μαντέψω'' πως είσαι παρθένος συμφοιτητής της μαλακισμένης και όχι σωματώδης τριαντάρης υδραυλικός, ταξιτζής, μπετατζής, καφενόβιος αριστερός ή φυλακόβιος ράπερ.

- Kαι πήγες πάλι με τις φίλες σου στον Θηβαίο; Όλο με αυτές τις φίλες βγαίνεις.
- Ναι, κάθε νύχτα βγαίνω με τις λατρεμένες φίλες μου και μετά και μετά τα μεσάνυχτα να γυρίσω σπίτι πιωμένη μελετώ και στο ίδιο κρεβάτι μαζί τους.
- Τι λες ρε παιδί μου;;;
- Tι λέω;
(Aπάντηση συμφοιτητή): - Οκεί, ελπίζω να τα ξαναπούμε. Φιλάκια.
(Απάντηση χιμπατζή): - Tην παίζω για πάρτη σου μικρούλα μου. Να περάσω Αγία Παρασκευή με τη Μερτσέντες για ένα στα γρήγορα;

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 02/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του what the fuck (wtf), όταν γράφουμε μεν ελληνικά, θέλουμε δε να το πούμε αγγλικά, αλλά we do not give a fuck να γυρίζουμε το πληκτρολόγιό μας στο αγγλικάνικο.

Συναντάται στο γραπτό ιντερνετικό λόγο, αρχικά εκ παραδρομής αλλά πλέον εκ πεποιθήσεως.

Βλ. και βτς.

1. Το γάλα σε συσκευασία πυραμίδας!!! αχααχαχαχ ςτφ με έκανες και γέλασα θεγκζ!

2. επισης εχει να κανει με την αργκο του φορουμ, με το θανατο και τερατα με καποιο τροπο και συνισταται να μην τι λες ςτφ;

3. ςτφ ντουντ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ερώτηση προς ευτραφείς έως βουνό γκόμενες και όχι μόνο.

Η χρήση του, εκτός από αγενής, δύναται να αποβεί επικίνδυνη ή και μοιραία, μιας και είναι πολύ πιθανό αντί για απάντηση ο ερωτών να εισπράξει ένα εισιτήριο για το ΚΑΤ.

Σχεδόν πάντα συνοδεύεται από ερωτηματικό, εκτός και αν χρησιμοποιείται για περιγραφή σε τρίτο πρόσωπο.

Στο δρόμο:
Μάκης: - Ρε μαλάκα κοίτα ένα βουνό που περνάει.
Λάκης: - Κοπελιά, παλεύουμε;
Κοπελιά: - @*!^#$)+!%» ΦΑΠ, ΜΠΑΟΥΜ ΦΑΠ ΦΑΠ
Λάκης: - Βοήθεια ρε Μάκη, θα με σκοτώσει η αρκούδα.
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ
Μάκης: - Άσ' τον κάτω μωρή
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ (φεύγει)
Μάκη: - Ρε φίλε τι βρωμόξυλο, ήταν αυτό; Μας γάμησε. Άλλη φορά μαλακίες τέτοιες, μόνος σου.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified