Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.
- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!
(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)
- Ε, ντιπ τραγί είσαι!
You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.
Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.
- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!
(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)
- Ε, ντιπ τραγί είσαι!
Got a better definition? Add it!
Εμπλέκω απειροελάχιστα.
- Το στήνεις ωραία στη στροφή, τσιμπάς λίγο χειρόφρενο, στρώνεις με ανάποδο και τους γεμίζεις σκόνη.
- Κοίτα, εμείς βγαίναμε με Cooper, όλη η υπόθεση λοιπόν ήταν να μην πέσουν οι στροφές, οπότε δούλευες μύτη-φτέρνα, δηλαδή με την φτέρνα κρατούσες το γκάζι ψηλά και με την μύτη τσιμπούσες το φρένο...
- Δηλαδή τούρμπο δεν είχατε τότε, θείο;
- Ασταδιάλα, κάθομαι και σου μιλάω!
Got a better definition? Add it!
Το άσμα λέει «χάρτινο το φεγγαράκι», και ο εξοργισμένος οδηγός που παραμένει καθηλωμένος επειδή ο μπροστινός δεν έχει δει το πράσινο στρογγυλό φανάρι της τροχαίας, αναφωνεί «πράσινο το φεγγαράκι!»
(εντός του ορισμού)
Got a better definition? Add it!
Προερχόμενο από το χώρο των μηχανοκίνητων, το ρήμα τελικιάζω είναι ένα άριστο δείγμα οικονομίας και αμεσότητας του λόγου. Επινοήθηκε για να αντικαταστήσει την περίφραση «πιάνω τελική ταχύτητα».
Συντάσσεται με απλό αντικείμενο, π.χ. τελικιάζω το μοτόρι μου, τελικιάζω το μερσεντικό κλπ. Αντιθέτως, το να πεις π.χ. έπιασα χθες τελική ταχύτητα με το αυτοκίνητό μου, υστερεί καταφανώς σε αμεσότητα και παραστατικότητα, σε σχέση με τις προηγούμενες διατυπώσεις.
Εμπνευστές του όρου είναι αυτοί που αρέσκονται συχνά στο να χτυπάνε τελικές με τα εργαλεία τους, και όχι βέβαια οι ταλαίπωροι οικογενειάρχες σεντανάκηδες που έχουν ως φετίχ την περίφημη παθητική ασφάλεια.
Και ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί οι καυλόγκαζοι, παρά οι προσφιλείς μας κάγκουρες, τα ανθρωποειδή εκείνα που αν δεν υπήρχαν, εμείς οι σλανγκιστές θα έπρεπε απλά να τους εφεύρουμε;
Ο κάγκουρας διατηρεί μια εξόχως ερωτική (για να μην πω σαρκική) σχέση με το μηχανοκίνητο αντικείμενο του πόθου του. Οι γυναίκες έρχονται συχνά δεύτερες και καταϊδρωμένες στη λίστα των προτιμήσεών του (βλ. π.χ. την καλτιάρικη ογδονταρία Στροφή, όπου ο Πάνος Μιχαλόπουλος έπιασε γκόμενα τη μηχανή και ξεκόλλησε με την πρώην γκόμενά του).
Ο κάγκουρας αντιλαμβάνεται το μηχανοκίνητο με όρους σεξουαλικούς, π.χ. καβάλησα το γκολφάκι μου, του πέταξα τα μάτια έξω χθες στη Βουλιαγμένης, το ξεπατίκωσα, το στέγνωσα, το στράγγιξα, του ρούφηξα το αίμα, το ξεμούνιασα, το έσπασα κ.ο.κ.
Αντιθέτως, ο κάγκουρας δύσκολα θα πει: «έπιασα τελική με τη μηχανή μου», διότι έτσι εγκαθιδρύει μια οιονεί σχέση ισότητας ανάμεσα σ' αυτόν και το μηχανοκίνητο, που επ' ουδενί πρέπει να υπάρχει. Ο κάγκουρας πάντοτε πάει αυτός το εργαλείο του, ποτέ δεν τον πηγαίνει αυτό. Ένας κάγκουρας στο τιμόνι διατηρεί πάντα τον απόλυτο έλεγχο, σε σχέση με τους συμβατικούς, κουλούς οδηγούς, που κατά τύχην συμβαίνει να γνωρίζουν τα όριά τους.
Το παράγωγο ουσιαστικό του τελικιάζω, είναι το τελίκιασμα (πληθ. τελικιάσματα). Ένας εξίσου ευφυής καγκουρονεολογισμός, καθώς αποδίδει μονολεκτικά το σύνθετο –και άρα φλώρικο– «επίτευξη τελικής ταχύτητας».
Τα τελικιάσματα εν Ελλάδι αποτελούν σπάνιο και απειλούμενο είδος, λαμβανομένης υπόψη της χειρίστης ποιότητας των ελληνικών δρόμων και βεβαίως της στριφτερής, φουρκετοειδούς μορφολογίας τους. Αν διαθέτεις ένα αξιοπρεπές εργαλείο (κι όχι κάνα ενενηντάρι παπί που τελικιάζει στα 80), οι ευκαιρίες που θα έχεις για να μάθεις πόσο πιάνει τελικά το γαμημένο, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού: η ευθεία της Τρίπολης, η ευθεία της Θήβας, η ευθεία των Μαλγάρων πριν τη Σαλονίκη, άντε κι εκείνη στα Μέγαρα.
- Ρε φίλε, το μεσημέρι που κατέβαινα παραλία για μπάνιο, τελίκιασα την πάπια εκεί που τελειώνει η Βουλιαγμένης, μετά τη Γλυφάδα! Τραβάει καλά το μπουρδελάκι... Μικρό μικρό, αλλά μια εκατονσαραντάρα την έβγαλε τελικά. - Τί να μας πεις κι εσύ απ' τη ζωή σου ρε φιόγκο; Πάρε πρώτα κανά σοβαρό εργαλείο κι έλα να τα ξαναπούμε.
- Πω ρε φίλε, είδα χτες εκείνο το κλασικό βιντεάκι στο you tube μ' εκείνους τους τύπους που τελικιάζουν την Μ6 στην Αττική Οδός.. Πολύ γαμάτο! Το 'χεις δει κι εσύ, έτσι δεν είναι;
- Μέχρι κι η κουτσή Μαρία το 'χει δει, απορώ σε ποιο κόσμο ζούσες και δεν το 'χες πάρει πρέφα μέχρι τώρα. Και θες να λες πως ασχολείσαι και με αυτοκίνητα.
- Είναι πωρωτικό όμως, ναι;
- Τέτοια τελικιάσματα απ' το γυαλί έχω δει μπόλικα. Το θέμα είναι να 'σαι μέσα, όλα τ' άλλα είναι παπαριές.
Βλ. και φουλάρω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, σανιδώνω, τέζα
Got a better definition? Add it!
Ταλαιπωριέμαι, δεινοπαθώ, υφίσταμαι κακουχίες.
Το ξύλο νοείται εδώ μεταφορικώς. Αν φάμε κανονικό ξύλο, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τότε λέμε ότι τις μαζέψαμε, ότι μας τις έβρεξαν, ότι μας κοπάνησαν, ότι μας έκαναν ασήκωτους κλπ.
Εντούτοις, η έκφραση τρώω ξύλο αφορά κυρίως ταλαιπωρίες σωματικές. Διότι όπως έλεγε ο Foucault, σε τελική ανάλυση όλες οι εξουσίες και οι καταπιέσεις έχουν ως αποδέκτη το ανθρώπινο σώμα, και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγής σε κάτι πιο χειροπιαστό.
Παραδείγματα:
Ξύλο τρώω όταν έχει πέσει πολύ χώσιμο στη δουλειά και δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.
Ξύλο τρώω όταν βρέχει καρέκλες και γω είμαι με το μηχανάκι στο δρόμο.
Ξύλο τρώω όταν είμαι (πάλι) με το μηχανάκι κι από τις πολλές λακκούβες του γαμόδρομου, έχω πάρει τη μέση μου στο χέρι.
Ξύλο τρώμε όταν είμαστε συνεπιβάτες σε αμάξι και από τα πολλά στροφιλίκια του δρόμου, κοντεύουμε να ξεράσουμε τ' αντέρια μας.
Ξύλο τρώμε σε πολύωρο ταξίδι με αερόπλανο, όπου από το στριμοκώλιασμα στην αεροπορική έχουμε γίνει σαν ανάποδο γαμώτο.
Υπάρχει όμως και η ψεχολογική (sic) διάσταση του θέματος:
Όταν π.χ. πάμε να γράψουμε εξετάσεις (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ) και τα θέματα είναι γενικώς απάλευτα, λέμε πως έπεσε ξύλο.
Η οποία ψεχολογική διάστασις είναι στο φινάλε σωματικός ντουβρουτζάς, διότι πας σπίτι σου μετά το εξεταστικό βατερλώ και απ' τα νεύρα σου πονάει το κεφάλι σου, οι αρθρώσεις σου, οι μύες σου και θες απαξάπαντος ένα τσιγάρο ρε πούστη μου να ισιώσεις. Γενικώς τις όποιες διακρίσεις μεταξύ σωματικού και ψυχολογικού τις έχουμε αποδομήσει προ πολλού (όπως και πολλές άλλες)...
Ξύλο δεν τρώνε μόνο οι άνθρωποι, τρώνε ενίοτε και τα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που κατά όλες τις ενδείξεις έχουν ψυχή: τα μηχανοκίνητα.
Όταν π.χ. βγάζεις βόλτα το καινούργιο σου κωλοφτιαγμένο σαυρίδι κι αρχίζουν να τερματίζουν οι αναρτήσεις απ' τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τότε το έρμο το αμαξάκι τρώει ξύλο κι η καρδιά του κάβουρα κατόχου ραγίζει...
- Είδες ο Γιαννάκης αμαξάκι που χτύπησε; Μερσεντικό SLK καμπριούμπα περικαλώ... Τριάντα χηνάρια ζεστά ζεστά ακούμπησε.
- Ναι ρε, μαζί ήμασταν την Κυριακή και τραβηχτήκαμε προς Τρίπολη για να το ανοίξουμε λίγο και να ξεκαυλώσουμε.
- Και λοιπόν;
- Νταξ, στην Εθνική πάει χαρτί το εργαλείο, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Δεν ξέρεις όμως τι τραβήξαμε όταν χωθήκαμε κατά λάθος σ' ένα χωματόδρομο κοντά στην Κόρινθο. Κάναμε 6 χιλιόμετρα σε 30 λεπτά. Τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό σου. Έφαγε ξύλο το αμαξάκι, και μαζί φάγαμε κι εμείς.
Βλ. σχετικά: ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, ταβερνόξυλο, βαράτε, κλωτσομπουνίδι. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Υπερπολύχρηστη λέξη, με σημασία κατά κανόνα θετική. Γιατρός είναι γενικά κάποιος με ειδικές ικανότητες και ταλέντα, που ξεπερνούν αυτά του μέσου όρου. Δίνει τη λύση σε δύσκολες καταστάσεις κι ότι αναλαμβάνει το φέρνει συνήθως εις πέρας με αξιοσημείωτη επιτυχία.
Όλοι βέβαια γνωρίζουμε την all time classic, χιλιοτραγουδισμένη προσφώνηση γιατρέ μου, την οποία περιοριζόμεθα να μνημονεύσουμε ενθάδε μετά τιμής. Γειά σου ρε γιατρέ, όπως λέμε γεια σου ρε καλλιτέχνη, γεια σου ρε ψηλέ, γεια σου ρε όμορφε, γεια σου ρε μάνατζερ, γεια σου ρε αρχηγέ κ.ο.κ.
Οι γιατροί (η λέξη τίθεται είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών), όπως έχουμε πει και αλλού, δε δουλεύουν για την ψυχή της μάνας τους. Προσφυγή στας υπηρεσίας τους θα σας κοστίσει κάτι παραπάνω, τις πιο πολλές φορές όμως αξίζει τον κόπο.
Ειδικότερα:
Όχι βέβαια. Το κόλπο - ένα από τα πολλά - έχει συνήθως ως εξής: Κλέβεις ένα μηχανάκι, π.χ. ένα Yamaha TDM 900, το οποίο όμως σου είναι κατ' ουσίαν άχρηστο, διότι αν σε σταματήσουν οι μπάτσοι και δεν έχεις τα χαρτιά του, την πούτσισες. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να πας να αγοράσεις το ίδιο ακριβώς μοντέλο από κάποιον που το είχε και το τράκαρε. Εννοείται το παίρνεις κοψοχρονιά, εφόσον το μηχανάκι έχει γίνει βίδες, καφενείο, κωλοτρυπίδες. Αφού γίνεις πια ο νόμιμος κάτοχός του, πηγαίνεις και «βαράς» τα νούμερά του στο κλεμμένο, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Για τους τοξικομανείς, γιατρός είναι ο drugdealer, o πρεζέμπορας, ο τροφοδότης που μοιράζει το φάρμακο για να γίνουν καλά τα αρρωστάκια. Στο εξωτερικό, όπου τα πράγματα είναι γενικώς πιο επαγγελματικά και δουλεύουν πιο ρολόι σε σχέση με την Ψωροκώσταινα, κάθε ντήλερ που σέβεται τον εαυτό του και το θεάρεστο λειτούργημά του, φέρει τον βαρυσήμαντο τίτλο του δόκτορος («doctor») και διαφημίζεται με γκράφιτι από σπρέι στους τοίχους. Αυτό πάει να πει κυριαρχία της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, αν δεν διαφημίζεσαι απλά δεν υφίστασαι.
Για τους φανατικούς των Moto GP (αγώνες μοτοσυκλετών δια τους αδαείς), γιατρός είναι ο ένας και μοναδικός Valentino Rossi, ζωντανός θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού, πολυνίκης και πρωταθλητής επί σειρά ετών.
- Φίλε όλα οκ με το σκηνικό, το βάλαμε στο χέρι το μηχανάκι.
- Ωραίος. Πού το 'χεις τώρα, στο γκαράζ του Κατσαρίδα, όπως πάντα;
- Ε ναι ρε, που αλλού θα το χώναμε. Εσύ τελείωσες με τις άδειες και τη μεταβίβαση;
- Όλα κομπλίτα σου λέω, τον έψησα κιόλας τον τυπά και μας έκοψε άλλο ένα τρακοσάρι. Άμπαλος απ' τους λίγους, που να 'ξερε κιόλας... Έχει μείνει με την εντύπωση πως θα το φτιάξω το ερείπιο του και θα το κυκλοφορώ..
- Τέλεια. Ρίξε τώρα τηλεφωνάκι στο γιατρό, θέλω ως αύριο βράδι να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία.
- Μια κουβέντα είπες τώρα. Με τη δουλειά που έχει πέσει τελευταία, τον βλέπω σε κανά διβδόμαδο το λιγότερο να 'ρχεται.
(πρεζάκιας-ζήτουλας έχει βγει στη γύρα)
- Ρε φιλαράκι μήπως έχεις ένα ευρώ να πάρω ένα σουβλάκι να φάω;
- Άει πάενε ρε ξέφτιλε που θες και λεφτά.. Να πα να δουλέψεις ρε κοπρόσκυλο, τ' άκουσες;
- Φιλαράκι ο Αργύρης δεν είσαι; Ο Στάμος από το γυμνάσιο είμαι ρε, με θυμάσαι;
- Πω......... Ρε Στάμο, πως κατάντησες έτσι αγορίνα μου;
- Έτσι μας τα 'φερε η πουτάνα η ζωή ρε Αργύρη, είναι κι εξαφανισμένος ο γιατρός μου εδώ και καμιά δεκαριά μέρες κι είμαι να πεθάνω ρε Αργύρη... Μείνε μακριά απ' τον πρεζάκια Αργύρη, είναι καταραμένος σου λέω..
Got a better definition? Add it!
Εκ πρώτης όψεως, η φράση παραπέμπει στο μπερεκέτι ή το μπακίρι. Πρόκειται όμως για την ονοματοποιία μιας σύγχρονης κατάρας, ενός Άδωνι της μηχανικής (ως προς τον βαθμό decibel και εκνευριστικότητας): του δίχρονου κινητήρα εσωτερικής καύσης στο ρελαντί.
Ειδικότερα, η φράση χρησιμοποιείται ειρωνικά για να περιγράψει τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι δίχρονες μοτοσικλέτες στο χαμηλότερο σημείο στροφών τους και ειδικά οι κινητήρες χαμηλού κυβισμού ή τα λεγόμενα «καθαρόαιμα» (αγωνιστικού τύπου δίχρονα MX, ATV, minibikes).
Αντίθετα από τα τετράχρονα, ο ήχος δεν οφείλεται απαραίτητα σε φτιαγμένη εξάτμιση αλλά στην ίδια τη λειτουργία του συγκεκριμένου κινητήρα. Για τα «καθαρόαιμα», στην ξερογκαζιά χρησιμοποιείται και το (παρατεταμένο) «Μπενγκ-Μπενγκ-Μπενγκ» (χωρίς να ακολουθεί το «Μαρία γιοκέρο»), όπως εδώ (στο 0:39 του βίντεο) ή εδώ (για την πλήρη απόδοση).
Ο συνδυασμός των παραπάνω ήχων, καπνίλας και αθρόας εκτόξευσης λαδιού από την εξάτμιση, αναφέρεται συνολικά και ως διχρονίλα.
Αντίστοιχη φράση για τα τετράχρονα είναι το πραπρά, η οποία χρησιμοποιείται όμως και γενικότερα (ακόμα και για δίχρονα).
Καταγραφέν ανθρώπινο μπέκερε εδώ (σημεία 0:42 με 0:50 για το καθαρόαιμο και 1:11 με 1:12 για το classic σκουτεροειδές Chappy).
Ως ανωτέρω σύνδεσμοι σε σχετικά μήδια.
Βλέπε και ροπιάζει.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.
Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.
Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.
Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;
Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχουμε πρώτα διαβάσει τον άλλο ορισμό; Ωραία!
Σε παρόμοιο πνεύμα, «εγώ» είμαι επίσης το αυτοκίνητό μου. Κι εσύ το δικό σου, και ούτω καθεξής.
Λέγεται από τον οποιονδήποτε, όχι μόνο από άτομα με ιδιαίτερο μεράκι για τα αυτοκίνητα. Συνήθως όμως σε συμφραζόμενα σχετικά με το παρκάρισμα.
Φτάνω σπίτι μου με το αυτοκίνητο. Κάνω βόλτες να βρω θέση. Και πριν καλά καλά κλείσω σαρανταπέντε λεπτά, τσουπ! να τος ο θέσαρος! Παρκάρω, και όταν έχω σχεδόν τελειώσει, με πλευρίζει ένας άλλος (δηλαδή ένα άλλο αυτοκίνητο) που επίσης ψάχνει θέση, δεν ξέρει αν παρκάρω ή ξεπαρκάρω, και με ρωτάει: «Έρχεστε ή φεύγετε;»
Εγώ φυσικά έχω σκοπό να φύγω. Από το αυτοκίνητο. Αν όμως του πω «φεύγω» και αντ' αυτού φύγω, έχει όλα τα δίκια να με βρίζει μετά. Γιατί του είχα πει ότι θα φύγω, δηλαδή ότι θα φύγει το αυτοκίνητο.
Βγαίνουμε από κάπου με ένα φίλο, που θα με πάει σπίτι μου με το αμάξι. Ψάχνουμε πού το έχει παρκάρει.
-Πού είσαι;
-Πού είμαι, ε; Χμμμ, για να θυμηθώ...
(Και εκτός παρκαρισιακών συνθηκών):
-Τι κάνει ρε μαλάκα ο κόκκινος! (αυτός με το κόκκινο)
Got a better definition? Add it!
Κόντρα που ξεκινάει με τους κοντράκηδες εν κινήσει, με πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη πρακτική που τη θέλει να ξεκινάει από στάση όταν ανάψει πράσινο το φανάρι.
Συνήθως προκύπτει όταν ο ένας απ' τους δύο δεν έχει αρχικά διάθεση για κόντρα και ξεκινάει χαλαρά, οπότε τελευταία στιγμή αντιλαμβάνεται ότι ο άλλος έχει διάθεση και θέλει να τσαγιάσει...
Got a better definition? Add it!