Selected tags

Further tags

Ακόμη:

- Ως αυτοκίνητο. Ο slangprof το αναφέρει ως «άσχημο, παλιό και με χάλια επιδόσεις και κρατήματα αυτοκίνητο». Προσωπικά, το έχω ακούσει για τα αυτοκίνητα που δεν είναι σεντάν, ούτε βάρκες, που δεν έχουν κώλο, αλλά έχουν πολύ μικρό μήκος, ενώ είναι και σχετικά ψηλά, οπότε το σχήμα τους είναι συγκριτικά πιο κοντά στον κύβο, από ό,τι άλλων αυτοκινήτων. Δεν έχουν ασφαλώς καλά κρατήματα και γενικά επιδόσεις, αλλά παρκάρονται εύκολα.

- Εξαιρετικά σεξιστικός χαρακτηρισμός για ερωμένη (ίσως και για παθητικό ερώμενο;). Εννοείται ότι είναι κουβάς που μπορούμε να πετάξουμε τα χύσια μας. Η αναφορά είναι είτε στο στόμα ως σπερματοδοχείο/ σπερματοκουβά, είτε σε ένα εξαιρετικά χαλαρό αιδοίο ή διεσταλμένο πρωκτό, οπότε μιλάμε και για πουτσοκουβά.

1.α. - Καλά ρε φίλε πού θα βρούμε να παρκάρουμε στα Εξάρχεια;
- Χαλαρουίτα! Με τον κουβά θα πάμε. Τον πετάμε και σε καμιά στροφή, δεν έγινε τίποτα.

1.β. Σιγά γιατρέ μου, πού γκαζώνεις πάνω στην στροφή με τον κουβά;

  1. - Μπορεί να είναι λίγο μπάζο, αλλά κάνει τρελό γαμήσι! Έλειπε ο άντρας της σε επαγγελματικό ταξίδι και με παρακαλούσε να την παρτουζάρω μαζί με τον Μένιο. Μιλάμε για κουβά όχι αστεία!
    - Φίλες έχει;

παράδειγμα κουβά είναι το Hyundai Atos. (από Khan, 07/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο πάνω στην ράτσα ενός σκύλου.

Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι μπάρμπα-Μπρίλιων και κυρα-περμαθουλών, ανίκανων να ξεχωρίσουν τον πρωκτό τους από μια τρύπα στο χώμα:

[I]- Γιαννάκη, τι μάρκα είναι το σκυλάκι σου;
- Μπεεε εμ βε, μανδάμ.[/I]

Μοιραίως υιοθετήθηκε με θέρμη από ζωόφιλους αστειάτορες μαοϊστές.

Σ.ς.: οι εγχώριες μάρκες σκύλων περιλαμβάνουν τον Ελληνικό Ιχνηλάτη (άκα Γκέκα), τον Ελληνικό Ποιμενικό, και το Κανίς – Γκριφόν GTI.

- Τι μάρκα είναι ο σκύλος και πόσα κυβικά; (γκρ)

- Τι «μάρκα» σκύλο να αγοράσω για να τον «κυκλοφορώ»;
(γκρρ!)

- Μπορει να μου πεις καποιος ζωοφιλος τι μαρκα σκυλος ειναι;; καποιος μου ειπαν οτι ειναι επωνυμος σκυλος...
(γκρρρ!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, αερόσακοι είναι τα μεγάλα βυζιά, είτε φυσικά, είτε, κυρίως, σιλικονάτα.

Σχετικοί είναι οι μπανεύκολοι αστεϊσμοί προς γυναίκα με ευμεγέθη στήθη ότι δεν χρειάζεται να έχει αερόσακους στο αυτοκίνητο, ή ότι μπορεί να σωθεί η ζωή της σε τροχαίο, ή αντιστρόφως ότι σε αντίθεση με τους δόκιμους αερόσακους οι εγκληματικοί αερόσακοι μιας βυζαρούς δεν σώζουν από ατυχήματα, αλλά τα προκαλούν.

  1. «Είναι μεγάλα. Πολύ μεγάλα. Και το ομολογώ: Είναι ευχή, αλλά είναι και κατάρα». Μια μαρτυρία. [...] Μπορεί οι ατάκες «εσύ δεν παθαίνεις τίποτα, έχεις αερόσακους» και τα πονηρά χαζογελάκια που ακολουθούσαν να μας έκαναν τότε να κοκκινίζουμε από ντροπή, αλλά τώρα ξέρουμε ότι έχουμε αυτό που οι άντρες θαυμάζουν και οι γυναίκες φθονούν. Και αυτό που εμείς οι ίδιες άλλοτε αγαπάμε, άλλοτε μας εκνευρίζει αλλά πάντα μας εξασφαλίζει μια καρέκλα, έστω και στη γραμματεία. (Εδώ).

  2. και ενώ μπορεί (ενν. η Σάσα Μπάστα) να απέρριψε 4 φορές την πρόταση για ταινία πορνό, περιμένει την καλύτερη πρόταση για γυμνή φωτογράφιση με τους νέους εμπρόσθιους αερόσακους… (Εδώ).

  3. POSO EPIREAZH THN SXESH AN H GYNAIKA EXH MEGALA H MIKRA TA STHTHI(VIZIA) ALHTHIA TOSO SHMANTIKO GIA TIS SXESEIS AN THS GYNAIKAS EINAI MIKRA H MEGALA TA STHTHI THS (visia) [...]
    Επιπροσθέτως μπορούμε να βρούμε και άλλα παραδείγματα τα οποία συνηγορούν στην σημαντικότητα του μεγέθους. Ένα απο αυτά είναι οτι μεγαλύτερο στήθος της γυναίκας σημαίνει μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης σε τροχαίο ατύχημα. Μπορείς επίσης να εκμεταλευτείς αυτήν την ιδιότητα ενός μεγάλου γυναικίου στήθους και να μην βάλεις αερόσακους στην θέση του συνοδηγού στο αμάξι. Το κερδισμένο ποσό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την βελτίωση της σχέσης. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που χρησιμοποιείται από κάγκουρες για να αποφύγουν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη decat ήτοι ban από κάθε forum.

Συνήθως τα άτομα αυτά είναι κατ'αυλακιώτες γνωστοί στα κοντροστέκια και κυνηγάνε σαξόραλλα...

Άσε φίλε, έστησα ένα παρολί μούρλια... σκάει σα διάολος... ΜΑΥΡΙΛΕΣ σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες και διαθέτει προσαρμοσμένη καρότσα στο αμάξωμα.

Είναι σκληροτράχηλα οχήματα που οι κάτοχοι τους κοκορεύονται ότι δεν έχουν βάλει λάδι και νερό εδώ και είκοσι χρόνια. Στο εσωτερικό μπορείς να βρεις λογαριασμούς, αποδείξεις, μισοάδεια (ή μισογεμάτα) μπουκαλάκια με νερό ή ξεθυμασμένο πιοτό, σακούλες, κέρματα, βίδες, εργαλεία, παπούτσι κ.α.

Αν μιλάμε για κλασικές εικόνες τότε σίγουρα είναι όχημα τ. Ντάτσουν. Πιθανότατα διαθέτει αρκετά σημάδια κακομεταχείρισης - όπως αναρίθμητα βουλιάγματα και τρακαρίσματα - αλλά και αρκετές ενδείξεις φροντίδας με κλασσικότερη το μπογιάντισμα σημείου ή επιφάνειας με εμφανείς πινελιές, για την αποφυγή σκουριάσματος.

Σε άλλη περίπτωση παρατηρούμε μια πολυφωνία ανταλλακτικών στο όχημα: το ανταλλακτικό (πόρτα, καπό κ.α.) μπαίνει όπως έχει αγοραστεί, ανεξαρτήτως χρώματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αυτοκινούμενο ουράνιο τόξο.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί για «καλό» ενώ τώρα έχει καταλήξει να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά, υπάρχουν απομεινάρια της παλιάς καλής του εποχής όπως διακοσμητικό σεμεδάκι στο ταμπλό, αυτοκόλλητες εικονίτσες της Παναγίας, καλύμματα καθισμάτων από ξύλινες χάντρες ενώ στον καθρέφτη μπορεί κανείς να βρει κρεμασμένα λούτρινα ζάρια, λαγοπόδαρα, cd κ.α..

Στις μέρες μας οι σύγχρονοι «αγρότες» έχουν μεταμορφωθεί σε μυώδη κτήνη τ. Ναβάρα 4x4 και θυμίζουν ελάχιστα τους παλιούς κλασικούς. Συνήθως στην καρότσα διαθέτουν αυτοσχέδιο σκυλόσπιτο με τρυπούλες για τον αέρα, αυτοκόλλητα με μπεκάτσα ή τσίχλα και στην χειρότερη να είναι λασπωμένα από την κορυφή ως τα λάστιχα με μόνο καθαρό σημείο την τροχιά των υαλοκαθαριστήρων.

- Έλα, μ' ακούς; δεν έχω σήμα και θα τελειώσει η μπαταρία! Έχω μείνει με το παπί από λάστιχο και βενζίνα στα αγριόματα πάνω απ' το χωράφι του κυρ 'μίλιο.
- Καλά, κλείσε. Θα 'ρθω να σε πάρω με τον αγρότη.
- Έλα, μ' ακούς; Ναι!

Ο αγρότης τότε (από PUNKELISD, 22/08/11)Ο αγρότης τώρα (από PUNKELISD, 22/08/11)

βλ. και αγροτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκουροσλάνγκ εισαγωγής, που αναφέρεται στην ανάποδη σούζα. Δηλαδή το προοδευτικό αλλά έντονο και διακεκομμένο φρενάρισμα του μπροστινού τροχού, με αποτέλεσμα ο πίσω τροχός να σηκώνεται.

Ο όρος (ναι, έκανα έρευνα) προέρχεται από τα αγγλικά και είναι συντόμευση του «end over front», δλδ το πίσω πάνω από το μπρος, σε ελεύθερη μετάφραση. Τα τελευταία χρόνια ο όρος χρησιμοποιείται πολύ, και ήλθε μαζί με τα μοτάρ, τουλάστιχον στα μηχανάκια. Διότι τα μοτάρ είναι τα πιο κατάλληλα (ανάποδα καλάμια, γερά φρένα, 17άρης τροχός) μηχανακια για έντο.

Έχω την εντύπωση (διορθώστε με αν ξέρετε), ότι σαν φιγούρα προήλθε από τα ποδήλατα bmx, και μεταπήδησε στα μηχανάκια.

- Κι εκεί που πηγαίνω στη μία ρόδα, έξω από τα μπαράκια, μπανίζω ένα εξακύλινδρο γκομενάκι, πλακώνω τα τριπίστονα μπρέμπο, και το γυρνάω σε έντο. Πέφτοντας η κωλοσιά, σπάω μέση, κάνω λίγο burn-out, καπάκι ένα τετακέ, εφτά σκαμπίλια, και ακινητοποιώ το μωρό μου, μπροστά στο εμβρόντητο μωρό... - Ίσα ρε Βαλεντίνο! Όλα αυτά με το στρογγυλοφάναρο; - Όχι ρε Μπάμπη, με το δεκατεσσάρι του μπρο.
- Α, τώρα σε πιστεύω ρε φιδέμπορα!!

(από electron, 20/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενεργώ αντίθετα από κάποια δύναμη προσπαθώντας να ισορροπήσω κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μηχανολογική ορολογία, για να δηλώσει ότι το αυτοκίνητο «κλωτσάει», δηλαδή αντιστέκεται στο ομαλό άφημα του συμπλέκτη, με αποτέλεσμα να ξεκινά άτσαλα.

- Καλορίζικο ρε φίλε το αμάξι! Πώς πάει;
- Άσε ρε φίλε δεν το έχω συνηθίσει ακόμα και σκορτσάρει συνέχεια... Κατά τα άλλα είναι βολίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί έχοντας πάντα αναμμένη την ενδεικτική λυχνία (λαμπάκι) προειδοποίησης έλλειψης καυσίμου στο αυτοκίνητό του.
Συνήθως αγνοεί επιδεικτικά τα πρατήρια βενζίνης και, ακόμη και όταν αναγκαστεί να ανεφοδιάσει επιτέλους το όχημά του, το ποσό της βενζίνης που βάζει είναι της τάξεως των 10 ευρώ. Έχουν αναφερθεί ωστόσο και περιστατικά κατά τα οποία ο άτυχος πρατηριούχος πληρώθηκε με κέρματα.

Τα αίτια της ψυχανωμαλίας αυτής δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα, αν και πιστεύεται πως οφείλεται στην ανάγκη δημιουργίας ψευδαίσθησης οικονομίας, καθώς ο καψολαμπάκιας αποφεύγει να δει άμεσα να φεύγει από το πορτοφόλι του προς την τσέπη του βενζινά ένα π.χ. ολόκληρο καφετί 50ευρο.

Τέλος, σύμφωνα με ανεπίσημες ερμηνείες του φαινομένου, ο καψολαμπάκιας ενδέχεται να ερεθίζεται από τον ήχο που κάνει ο κινητήρας όταν καίει χαλίκια, σκουπίδια και κάθε λογής φλόκι και πουρί που η βενζίνη εναποθέτει γλυκά στον πάτο του ρεζερβουάρ, μετά τα αλλεπάλληλα και υπεράριθμα γεμίσματα, νιώθοντας παράλληλα αυτοπεποίθηση για την αντοχή και τις επιδόσεις του αγαπημένου του οχήματος κάτω από αυτές της αντίξοες συνθήκες χρήσης.

  1. Ρε Γιάννη, γιατί είσαι τόσο καψολαμπάκιας; Θα μείνουμε πάλι στη μέση του πουθενά!

  2. Και του τα 'λεγα του καψολαμπάκια πως θα του μείνει ο κύλινδρος της Lancia στο χέρι κάποια μέρα...

  3. Έχεις κάνει τα βενζινάδικα εκκλησάκια ρε καψολαμπάκια!

  4. Shell γράφει η ταμπέλα, όχι ουφάδικο ρε καψολαμπάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φορητό μικρό ηλεκτρικό ματάκι με πρίζα για το μπρίκι του καφέ.

  2. Είδος μικρού πυροτεχνήματος που σέρνεται φλεγόμενο στο έδαφος και σφυρίζει.

  3. Μηχάνημα - φορτωτάκι, άλλως εκσκαφάκι, πιο επίσημα φορτωτής πλάγιας ολίσθησης, αγγλιστί skid street loader. Πρόκειται για μικρό αυτοκινούμενο μηχάνημα, με τετράτροχη κίνηση στους δεξιούς και αριστερούς τροχούς, η οποία του επιτρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο, μέχρι και να κάνει πιρουέτες. Φέρει δυο βραχίονες, στους οποίους προσαρμόζεται ότι χωράει ο νους του ανθρώπου, φαγάνα, εκχιονιστήρας, χορτοκοπτικό, μπετονιέρα, πηρούνια και άλλα 16 που αναφέρει η Wikipedia και δεν ξέρω τι σημαίνουν.

  4. Χημικό καθαριστικό για λεκέδες ρούχων.

  1. - Ρε συ δεν έχεις κανένα γκαζάκι να κάνω τον καφέ, μ’ αυτό το διαβολάκι δέκα ώρες θα κάνω.
    - Το διαβολάκι κάνει το καλό καϊμάκι.

  2. Μια φορά Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έχω κατέβει αρματωμένη (όπως κάθε Νησιώτισσα/ης που σέβεται τον εαυτό της/του) με καμιά εικοσαριά γουρούνες, διαβολάκια και συνδυασμούς των παραπάνω. (Τρεις γουρούνες μαζί δεμένες με μονωτική, γουρούνες με διαβολάκια για μίτσες, απλά πράγματα ψιλοετοιματζίδικα. Παλιά με τα αδέρφια μου φτιάχναμε τα δικά μας τρίγωνα κλπ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). εδώ.

  3. Εδώ είναι η λίστα των αγγελιών από την κατηγορία διαβολάκια που προέρχονται από Ιταλία. Μπορείτε να ταξινομήσετε μεταχειρισμένα διαβολάκια ανά τιμή, έτος παραγωγής ή μοντέλο. Παρακαλούμε χρησιμοποιήστε την πλοήγηση στην αριστερή πλευρά για να περιορίσετε την αναζήτησή σας. Μπορείτε να διευρύνετε την αναζήτησή σας για διαβολάκια που προέρχονται από άλλες χώρες.εδώ.

  4. Πώς καθαρίζει το ρετσίνι απ' τα ρούχα;
    Προσπάθησε να δοκιμάσεις το διαβολάκι του λεκέ.

Άσχετο αλλά ωραίο. (από joe909, 16/08/11)(από joe909, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπό την Ιαπωνική εταιρία διαφόρων ανταλλακτικών μοτοσυκλέτας Yoshimura. Γιουσουμούρια ή Γιοσιμούρια είναι η αργκοτική εκδοχή και χρησιμοποιέιται κυρίως στους κύκλους των καγκουρό, κατόχων costumized μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων.

Φίλε το παπί ειναι χαρτι. κατοστάρι μοτερ εχει επάνω, κοκκινη φρατζόλα, γιοσιμούρια, νίκελα κομπλε όλα.

(από Neron, 04/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified