Selected tags

Further tags

Η γκόμενα-υπερτούμπανο (βλ. παρ. 1, 2), ή οποιοδήποτε άλλο τουμπανιζέ υποκείμενο ή αντικείμενο (βλ. παρ. 3).

Εκ του τούμπανο και του γαμοσλανγκοκατάληξης -άϊζερ (βλ. πιχί καραφλάιζερ, ουκρανάιζερ, φραπεδάιζερ).

1.
Γιατί οι άντρες τρελλαίνονται για τα... γυναικεία στήθη...ΤΟΥΜΠΑΝΑΙΖΕΡ Η ΚΥΡΙΑ!!!!!!!!!

2.
- Η Σταματίνα Τσιμτσιλή είναι … τούμπανο !! - τουμπαναιζερ!!

3.
- Nero D'inferno ... ξερει κανεις κατι για το συγκεκριμενο μελανι;
- το εχω :-) δε το χω δοκιμασει αποσο ξερω ειναι πολυ δυνατο και τουμπαναηζερ φαση ειναι βερνικι βασικα και ξεβαφει δυσκολα νομιζω εχει και πινελακι :-)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεσενταριστό φραπέ που χτυπάς μόνος σου, ή που σου σερβίρει κάποια πρόθυμη φραπεδιάρα ψυχή. Κρητικός ιδιωματισμός που έχει παρεισφρήσει για τα καλά και στην μπουρδελοσλάνγκ.

Πέραν του φραπουτσίνο, τα αλάνια επίσης αποκαλούν καταχτύπι...

1.
Το καταχτύπι παίζει πολύ στην Κρήτη, μην πω ότι είναι κρητικό και ακουστώ τοπικιστικιστικιστής (xalikoutis)

2.
- xalikoutis: την κα αρνού κι εγώ πολύ νάρα τη φαντάζομαι, φανταστείτε τριαντάρα γαλλίδα κρύσταλλο σεξουαλικά σχετικά αχρησιμοποίητη σε σημείο επιπολής στατικού ηλεκτρισμού και ηφαιστιακών υποσχέσεων... για πολύ καταχτύπι αν μου επιτρέπετε...
- Hank: ...κι εγώ είχα τραβήξει πολλές μαλακίες για πάρτη της, όταν ήμουν μικρός...

3.
Η μαλακία είναι θείο δώρο, ευγενές sport, δημιουργική απασχόληση, πράξη βαθιάς αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, ενέργεια με πολυσήμαντο πολιτικό συμβολισμό. Συνίσταται να λαμβάνει χώρα μπροστά σε ολόσωμο καθπέπτη ώστε να μεγιστοποιούνται τα ωφέλη που προκύπτουν από το καταχτύπι (strongly recommented).

4.
Δακτυλάκι και εκεί, χωρίς το παραμικρό όχι ή μη, και καταχτύπι για άλλα 5-7 λεπτά. Μια και δεν με έβλεπα να τελειώνω έτσι, της ζήτησα να γυρίσουμε σε 69, όπου και ολοκλήρωσα μετά από έντονο γλύψιμο.

5.
Slayer - Silent Scream - Τελειωτικό καταχτύπι...Αν προλάβεις τον ντράμερ...

6.
Δεν είμαι ικανοποιημένος όμως. Το σασμάν θυμίζει Yamaha (πολύ καταχτύπι και τα σχετικά), ούτε το δούλεμα του κινητήρα μου αρέσει ειδικά στις μεσαίες στροφές και σαν να μου μυρίζει και καΐλα...:alien

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδηγώ γρήγορα σε δρόμο με στροφές. «Μπαίνω» στην στροφή με πολλά χλμ και «βγαίνω» με ακόμα περισσότερα, χωρίς απώλεια ελέγχου του οχήματος.

- Καλά ρε Λέβι, με πόσα μπήκες;
- Με πολλά... Μπήκα κομμάτια και βγήκα τρίμματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το τρόλεϊ, εκ του ηλεκτρικό και του ιταλικού popolo (=λαός) και του αγγλικού bus (=λεωφορείο).

Μα ένα λιόγερμα πάει να περάσει την Αχαρνών απέναντι και τον πάτησε το ηλεκτροποπιλόμπουσο. Αααααχ τι νόμισες. Χαροκαμένη είμαι. Κι άμα τον θυμάμαι στεναχωριέμαι και τρώω. Αισιχτίρ συγκινήθηκα πάλι. (Αποκατέ).

(από Khan, 15/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εικόνα προέρχεται από άλογα που ανασηκώνουν σούζα τα δύο μπροστινά τους πόδια. Η μεταφορά μπορεί να σημαίνει στην σεξοσλάνγκ ένα αντικείμενο πόθου που προκαλεί καύλα και είναι άκρως σηκωστικό για τον πέοντα, ή την ίδια την έγκαυλο κατάσταση του μπαργαλάτσου, στην Auto-σλανγκ το καυλόχημα που τρέχει ταχύτατα με οδηγό καυλοτίμονο και/ή μεγάλη ιπποδύναμη, και στην αθλοσλάνγκ μια ομάδα που γαμάει και δέρνει με σερί νικών. Το διέδωσε πολύ ο Λάκης Λαζόπουλος στον ρόλο του επαρχιώτη εξάδελφου με το χαρακτηριστικό επιφώνημα ίχαα στο τέλος, και, από ό,τι φαίνεται στο γούγλη, συνηθίζεται στη Λάρισα.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Καύλα:
    α. Σούζα το αλογάκι: Η πιο φανατική θαυμάστρια του Ρονάλντο είναι Βραζιλιάνα.

β. «Σούζα» το αλογάκι - Η όμορφη παρουσιάστρια Άννα Ζηρδέλη φωτογραφίζεται για το «Gossip» και δεν κρύβει την αγάπη της για την ομάδα της Λάρισας.

  1. Auto-moto:
    α. Σούζα τα αλογάκια οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί καταναλωτές αγοράζουν αυτοκίνητα με ολοένα και πιο ισχυρή ιπποδύναμη, αψηφώντας τις ανήκουστες τιμές των καυσίμων και τις ανησυχίες για το περιβάλλον.

β. Σούζα το (Mustang) αλογάκι. Στο τυπικό drag race ανάμεσα στα Mustang και Camaro, το μοντέλο της Ford τερμάτισε στους δύο τροχούς, ενώ κατέληξε να τρέχει από την πλευρά του Chevrolet.... »

  1. Αθλητικά:
    α. (Με επίδραση από Λαζόπουλο): Angulo: Βυσσινί θύελλα σούζα τ’ αλογάκι. Ίχαα!

β. Και σούζα το αλογάκι! Τρεις στόχοι, ισάριθμες επιτυχίες για τη Λάρισα στη φετινή σεζόν! Η ομάδα του κάμπου, μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος στον 2ο όμιλο της Γ Εθνικής και της κούπας του κυπέλλου της κατηγορίας, σήκωσε και το Σούπερ Καπ!

(από dryhammer, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες ακόμη:

  1. Ο δρόμος με πάρα πολλές στροφές που με λίγη φαντασία μοιάζει με το ελισσόμενο σώμα ενός φιδιού. Λέμε περισσότερο ότι ο δρόμος κάνει φιδάκια. Συχνά συμβαίνει σε βουνά και σε περιοχές με πολύ μεγάλη κλίση του εδάφους.

  2. Κλασικό παιδικό παιχνίδι, αγγλιστί snakes and ladders. Φαίνεται ότι έχει ινδική προέλευση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για περιπτώσεις μεγάλης εναλλαγής τύχης λόγω απρόβλεπτων περιστατικών και προς το καλό και προς το κακό.

  3. Στη Λεξιλογία το βλέπω ως αντίστοιχο του fishtailing δηλαδή της πλαγιολίσθησης του πίσω μέρους του οχήματος (βλ. κώλια) που με λίγη φαντασία θυμίζει κίνηση ψαριού ή φιδιού.

  1. Οδηγούσε καλά, αλλά μόλις άρχισε ο δρόμος τα φιδάκια ήταν άτσαλος στις στροφές και κοντέψαμε να ξεράσουμε.

  2. Ένα φιδάκι είναι η ζωή, πότε σε εκτοξεύει στα ουράνια, πότε σε ρίχνει στα τάρταρα.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Στην Auto/moto σλανγκ, είναι η πλαγιολίσθηση του πίσω μέρους του οχήματος (κώλος) πάνω σε στροφή, η οποία επιτυγχάνεται με παίξιμο με το γκάζι και με ξαφνικές τιμονιές, συνήθως και με χρήση χειροφρένου (χειροφρενιά). Αγγλιστί fishtailing είναι η καθαυτό κωλιά (και καλά η κίνηση μοιάζει με το πλάγιο πηγαινέλα της ουράς του ψαριού), ενώ drifting είναι η συνολική πλαγιολίσθηση (δες εδώ αναλυτικώς για την ορολογία του drifting και εδώ για την πλαγιολίσθηση). Στη Λεξιλογία βλέπω ότι το fishtailing στα ελληνικά λέγεται και φιδάκι ή και ψαράκι. (Ανάλογα ισχύουν και για τις μηχανές).

  2. Κάπως πιο κυριολεκτικά, είναι ένα χτύπημα που δίνουμε με τον κώλο μας, λ.χ. για να κλείσουμε την πόρτα. Μια ειδική περίπτωση αποτελεί η κωλιά στο μπάσκετ, που πρόκειται για ένα αντικανονικό σκριν, όπου ο αμυνόμενος προσπαθεί να μπλοκάρει με τον κώλο τον επιτιθέμενο ή και να τον γαμήσει με τον κώλο. Είναι φάουλ, αλλά δεν δίνεται πάντα. Εδώ το δίνει και με τη σημασία του «χτυπήματος της παλάμης στους γλουτούς», πρόκειται δηλαδή για το γνωστό μας κωλοσκάμπιλο ή κωλοχτύπα, που συνηθίζουν οι καφροσέξουαλ επίδοξοι γαμαωδέρνουλες, όμως δεν το έχω ακούσει ή βρει στο γούγλη με αυτή τη σημασία.

1.α. Και του φεύγει μαλάκα πάνω στην κωλιά, και καρφώνεται στην κολόνα μπροστά στο καφέ. Να μας έχει φύγει όλους το κλαπέτο μιλάμε... (Βικάρειο παράδειγμα στα σχόλια στο κωλίδια).

β. Ο νεοέλλην και το αυτοκίνητο – Σπουδή. Οταν το αυτοκίνητο εισέβαλε στη ζωή του νεοέλληνα ( με κωλιές, παντιές, και τούμπες και σπιναρίσματα…).

γ. (Ινσέψιο εδώ):
Ο Κόλλιας κάνει «κωλιές». Όλα τα είχε τούτη η χώρα, δήμαρχο-καμικάζι όχι. Ο λόγος για τον πρώτο πολίτη της Τριφυλίας Κώστα Κόλλια, ο οποίος κάθε βράδυ, αφού βγάλει το κομψό και σικ δημαρχιακό του «κοστούμι», πετάξει και τη γραβάτα, βάζει κάτι πιο ανάλαφρο και τρέχει στους δρόμους του δήμου του για να δώσει την εκκίνηση σε κόντρες μηχανόβιων. Απορία στήλης: Αν συμβεί κανένα δυστύχημα (ατύχημα με νεκρό, Κώστα μου), θα πάρετε καμιά ευθύνη, ή από δήμαρχος-καμικάζι θα το παίζετε «Κινέζος»;

δ. Δείτε το σπάνιο βίντεο με τις κωλιές του διαστημικού οχήματος στη σελήνη. Έτσι εξηγούνται τα αποτυπώματα ρόδας που βλέπουμε με το τηλεσκόπιο.

2.α. Το ότι πετάει κωλιές ο Μπατίστ δεν αθωώνει τους υπόλοιπους παίκτες να κάνουν ό,τι θέλουν στα σκριν. (Από μπασκετικό φόρουμ).

β. Τον πλάκωσε στις κωλιές.

γ. -Αηδίαααα, αυτή δεν τρίβει τον κώλο της, του ρίχνει κανονικιές κωλιές στα μούτρα!! Θα συμφωνήσω με την Μπέτυ, παρακινδυνευμένος ο χορός. :lol: -Υπαρχουν και κοπροφιλοι,να σεβαστουμε την ιδιαιτεροτητα τους.

Διαστημικές κωλιές (από Khan, 03/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που οδηγεί μοτοσικλέτα τύπου chopper ή custom, και είναι τρόπον τινά σαν να κάθεται σε καρέκλα ή έστω κάθισμα.

Άλλο χαρλεάς, άλλο καρεκλάς. Μπορεί και οι δύο να οδηγούν μοτοσυκλέτες κλάστομ ή τσόπερ αλλά ο καρεκλάς δεν έχει το «αυθεντικό». Δημοφιλής μοτοσυκλέτα για καρεκλάδες (καμία σχέση με αυτούς που άκουγαν disco το ’70) είναι η Yamaha Virago. (Εδώ).

(από Khan, 27/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Στην Auto/moto σλανγκ είναι ό,τι και η κωλιά ή το κωλίδι, δηλαδή «η αποσταθεροποίηση του πίσω μέρους του αυτοκινήτου πάνω σε στροφή ή σε κυκλική πλατεία με αποτέλεσμα την προσωρινή πλαγιολίσθηση. Επιτυγχάνεται συνήθως με τη χρήση χειροφρένου ή με συνδυασμό απότομης τιμονιάς και παιξίματος με το γκάζι». Παρομοίως και για πλαγιολίσθηση με μηχανάκι.

  2. Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, αποτελεί γουτσιστική προσφώνηση προς καυλόπαιδα, ήτις έχουσα απωλέσει και την ετέραν αυτής παρθενίαν, ήτοι έχουσα υποκύψει σε πρωκτογάμευσιν τε και πρωκτοσυνουσίαν (κατά τους εμπειρίκειους όρους) δύναται πλέον να αποκληθεί τρυφερώς υπό του σκυλογαμεύσαντος αυτήν ουχί μόνον Μουνίτσα, αλλά και Κωλίτσα και Κωλέττα.

1.α. Από Κηφισιά προς Πολιτεία στη διχάλα Πολιτεία ή Κοκκιναρά παλιά που ήταν πολύ πιο άνετη έμπαινα με ολίγον κωλίτσα (προέκυπτε με το ζόρι με τιμονιά). Μια φορά με κάτι τραγικά Goodyear Allweather στην παλιά Μερσεντές η όλη κατάσταση είχε ξεφύγει ελέγχου (εκκρεμοειδείς κινήσεις της ουράς από απανωτές υπερδιορθώσεις). Βλέπω και κάποιον πεζό με την άκρη του ματιού και λέω ας μην ρισκάρω και παραδέχομαι την ανεπάρκειά μου. Πατάω φρένο ολοκληρώνοντας εντυπωσιακό τετακέ. Βρέθηκα ωραιότατα παρκαρισμένος δίπλα στο πεζοδρόμιο της δικής μου κατεύθυνσης, απόλυτα παράλληλος και χωρίς να χτυπήσω στο πεζοδρόμιο απλά κοιτώντας ανάποδα! Από αυτά που κάνουν κάτι κασκαντέρ!

β. Εκτός κι αν με το μπαντιλίκια εννοούμε καμιά κωλίτσα ίσα να φύγει λίγο η ουρά, ή έχουμε τέτοιες χερούκλες που μπορούμε να ντριφτάρουμε με τη φόρα (κι αρκετα χιλιόμετρα) οπότε τα καταφέρνουμε (σχετικά) και χωρίς μπλοκέ.

γ. πλάκα πλάκα με κανα εξατμισόνι τόγκα ξετάπωτο κάνει μινι-κωλίτσα στο ανοικτό παράθυρο του θύματος κ κολλάς το γκάζι μέχρι να ακούσεις τη φωνή του να καλύπτει το σκάσιμο του κόφτη.

  1. «Ἄααχ! Ὤωωχ!... Μὰ τι ὡραῖα ποὺ τὰ λὲς καὶ ποὺ τὰ κάνεις ὅλα!... Θὰ δεῖς τι ὡραῖα ποὺ θὰ περάσουμε στὴν καμπίνα μου, μαζύ, γλυκειὰ Μουνίτσα μου, πού... ποὺ ἔγινες τώρα καὶ Κωλίτσα μου... καὶ Κωλέττα μου... Θὰ δῆις, θὰ δῆις χρυσό μου κοριτσάκι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 240).

(από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified