Selected tags

Further tags

Η φράση σημαίνει, ως έκφραση επιθυμίας ή απειλής ή ως ερεθιστικό βρωμόλογο, «θα σε ξεσχίσω πολύ βίαια, θα σε ξεπατώσω». Προφανώς εδώ υπονοείται έρωτας σε στάση πισωκολλητού και από την μικρά οπή, όπου θα πέσει τέτοιο σφυροκόπημα που από το πολύ σπρωξίδι τα μάτια της γαμωμένης / του γαμωμένου θα εκτιναχθούν από τις κόχες τους και θα πεταχτούν προς τα έξω.

Ερεθιστική ατάκα, καθώς βγαίνεις από τη θάλασσα με την καλή σου, φορώντας κι οι δύο τις στολές κατάδυσης, μετά από ένα μαγευτικό υποβρύχιο σαφάρι στον κοραλλιογενή ύφαλο, κι εκείνη ετοιμάζεται να βγάλει τη μάσκα της:
- Μη βγάλεις τη μάσκα γιατί θα σου πετάξω τα μάτια έξω !!!!!«από εδώ

(από Galadriel, 13/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε γκόμενα η οποία προσποιείται ότι σε γουστάρει, αλλά κατά βάθος αρκείται στο να σε ανάψει και να μην προχωρήσει καθόλου σεξουαλικά.

Προκύπτει από τον συνδυασμό των αγγλικών λέξεων cock (πέος) και tease (πείραγμα). Βλ. (εδώ).

- Βρε μαλάκα, η Εύα σε γουστάρει; Άκουγα πριν στην καφετέρια που σου μίλαγε πρόστυχα.
- Όχι ρε παπάρα, cock tease είναι.
- Δηλαδή;
- Ε τις ίδιες παπαριές μου λέει επί ένα μήνα. Ότι θέλει να την βάλω κάτω, να την γλείψω και κάτι άλλες αρκούδες. Η γκόμενα πολύ απλά παίζει. Όποτε την παίρνω τηλέφωνο ή στέλνω SMS ποτέ δεν απαντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για θυλικά τα οποία μέχρι προσφάτως ήτο ελαφριάς ηθικής ή/και κοινωνικής θέσης και ξαφνικά άρπαξαν την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε και αναρριχήθηκαν τάχιστα κοινωνικά και οικονομικά, την είδαν και ανέπτυξαν τουπέ.

  1. - Δες την Γεωργία σαλτανάτι με το κάμπριο!
    - Άσε μας ρε φίλε, που βρήκε τον μπαλαδόρο και την χαρτζιλικώνει, έγινε και άνθρωπος.Χθεσινές πουτάνες, σημερινές κυρίες....

  2. - Πάρε τοτεμάχιο... Γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee.
    - Ποια ρε αυτή η ψωλομπετονιέρα; Είναι η πρώην του Τάσου ρε!
    - Έλα ρε μάγκα, δεν την γνώρισα πίσω από το παρ-μπρίζ. Χθεσινές πουτάνες, σημερινές κυρίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία υποτιμητική έκφραση για ηλικιωμένο πρόσωπο. Αν ο σκέτος μαλάκας μπορεί να έχει μια πληθώρα σημασιών, και ιδίως ως προσφώνηση μπορεί να είναι γνήσια έκφραση φιλίας, ή και θαυμασμού, και αν η πράξη της μαλακίας στις ημέρες μας έχει επαρκώς απενοχοποιηθεί, θεωρούμενη ως απολύτως φυσιολογικό, αν όχι και απαραίτητο στοιχείο της σεξουαλικής ζωής, ιδίως κατά την περίοδο της εφηβείας, από ένα σημείο και πέρα παύει πάντως να συγχωρείται και αν ο άνθρωπος έχει φτάσει να γεράσει και όμως δεν το παρατά το άθλημα, τότε είναι φανερό ότι πρόκειται για αδιόρθωτο μαλάκα, με την κακή έννοια, μαλάκα με πατέντα.

Μπορεί πρώτα πρώτα ν’ αναφέρεται σε χούφταλο μπανιστιρτζή που του τρέχουνε τα σάλια. Στο γέρο που λόγω παρακμής αδυνατεί πλέον να γαμήσει, και τη βρίσκει δια χειρός Βαράγκη. Αλλά κατ’ εξοχήν σημαίνει τον κακό γέρο, το μοχθηρό, το είδος αυτό ανθρώπου που με το πέρασμα των χρόνων έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να βελτιώσει λίγο ή έστω να συγκαλύψει τα αρνητικά στοιχεία του παλιοχαραχτήρα του και πλέον εκδηλώνεται σε όλο του το μεγαλείο: μίζερος, τσιγκούνης, γκρινιάρης, φορτικός, το είδος του ανθρώπου που συναντάς και χαλάει η μέρα σου (αν τον έχεις και μες στο σπίτι του εξετάζεις σοβαρά τη λύση της αυτοκτονίας). Επίσης στο θύμα της γεροντικής άνοιας, στο γερο-πρήχτη και εν γένει σε κάθε είδος αποκρουστικού γέρου. Προνομιακό πεδίο δράσης του τα λεωφορεία, όπου αρέσκεται να επιπλήττει τους νέους που δε σηκώνονται για να καθήσει αυτός.

Συμπαθέστερο είδος γερομαλάκα (πρήχτης αλλά όχι και παλιοχαραχτήρας) είναι το μοναχικό χούφταλο που κολλάει σε νεανικές παρέες και, αφού εντοπίσει τον αδύνατο κρίκο, τον οποίο και θα πλευρίσει, αρχίζει την ακατάσχετη φλυαρία ενώ η ομήγυρις μάταια αγωνιά ν’ αρπαχτεί από καμία παύση για να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Τα θύματα μπορεί να είναι αγόρια, οπότε ο γερομαλάκας συνήθως θ’ αναφέρεται στα πάλαι ποτέ ερωτικά του κατορθώματα και θα δίνει πρόστυχες συμβουλές, ή κοριτσάκια, οπότε ο γερομαλάκας θα σαλιαρίζει σε πατρικό στιλ ζαχαρώνοντας ταυτόχρονα τα γκομενάκια.

Το γερομαλάκα ανέδειξε ο πολύς Reiser, που ο ίδιος πέθανε το 1983 στα 42 του από καρκίνο των οστών. Το Βαβέλ ή το Παρά Πέντε, δε θυμάμαι τώρα, τίμησε το θάνατό του με μια φωτογραφία του με τη λεζάντα: «Δε θα γίνω ποτέ γερομαλάκας».

  1. Κοίτα εκεί τον ]γερομαλάκα πώς καρφώθηκε να χαλβαδιάζει το γκομενάκι με το ξώβυζο και του τρέχουνε τα σάλια.

  2. - Τι έγινε πάλι; Γιατί είναι παγωμένα τα καλοριφέρ; - Γαμώτο πάλι θα πήγε ο γερομαλάκας από τον πρώτο και θα το έκλεισε ο παλιοτσιγκούνης.
    - Προπόνηση για τον τάφο κάνει ρε πούστη μου;

  3. - Μαλάκα σύρμα, μην κοιτάς και προχώρα ίσια μπροστά. - Τι έγινε; - Στο παγκάκι είναι ο γερομαλάκας που προχτές μας την είχε πέσει και ξημερωθήκαμε μέχρι να ξεμπερδέψουμε. - Ώχουουου! Τη βάψαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απαράδεκτη και που συνάμα «βρωμάει» (όπως η ψαρίλα του σολομού).

Μου είπε με νόημα πριν ο προϊστάμενος να ετοιμαστώ διότι αύριο θα μεταφέρουμε τα γραφεία μας στην διπλανή αίθουσα... Θα κάνω κουβάλημα απ' ο,τι κατάλαβα... Πούτσες σολομός δηλαδή!

(από Vrastaman, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθωρική γυναίκα, η προικισμένη από τη φύση, η γυναίκα που έχει «πλούσια τα ελέη». Παραπέμπει στο ξενικό (αργκό) boob -εξ'ου και boob-ou (βλέπε επίσης και μπουμπόνια ελληνιστί).

- Κοίτα μια μπουμπού!!
- Πω!!!! Κάβλωσα!!!

(από greeklover, 12/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι νωθρός, ράθυμος, άχρηστος, τεμπελιάζω και το μόνο που κάνω είναι να ξύνω τα αρχίδια μου.

Πρόκειται για την ορίτζιναλ έκφραση από την οποία προήλθαν πολλές, μεταξύ άλλων οι επαγγελματίας ξύστης, ξύσ' τ' αρχίδια σου με το γκράιντερ ή με τον γκασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά, ξυσαρχίδας, ξυσαρχίδι, ξυσαρχιδισμός, ξύσιμο, ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές, ξυσοκάρυδος, ξυστό, τρεις και ξύστα, δυοξύνη, εντωμεταξύνομαι, ποιο με ξύνει, τα ξύνω, www.xystarhidiasou.gr, www.ksistarxidiasou.gr.

Στο Δ.Π. υπό Galadriel.

Ο δημόσιος υπάλληλος που διορίσθηκε από τον Βουλευτή και είχε μάθει επί 20 χρόνια να ξύνει τα αρχίδια του ραθυμών, είναι δύσκολο να βγεί - ΑΠΌ ΤΗΝ ΜΙΆ ΜΈΡΑ ΣΤΉΝ ΆΛΛΗ - στο χωριό να καλλιεργήσει και να εξάγει λεμόνια (4 Euro το κιλό πωλούνται στήν Πολωνία και Γερμανία, εδώ σαπίζουν), ή να κάνει κοτόπουλα ελευθέρας βοσκής, άκρως περιζήτητα. (Εδώ).

Ορχεόξεστρον (από Khan, 06/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται σε περιπτώσεις μάταιης προσμονής.

Κυκλοφορεί κυρίως στην ελληνική επαρχία όπου η σεξουαλική στέρηση ωθεί σε φαντασιώσεις με χήρες.

- Υπομονή ρε μαλάκα, ο ψηλός είπε πως θα σε διορίσει στο Δασαρχείο
- Τι υπομονή ρε! Υπομονή και υπομονή σαν της χήρας το μουνί. Εδώ δε με διόρισε πέρσι και θα με διορίσει φέτος που έχουμε και κρίση!

Ιώβια υπομονή (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάστημα, κυρίως στον χώρο της διασκέδασης / εστίασης / τουρισμού, που πιάνει κώλο, τουτέστιν χρεώνει υπερβολικά τις υπηρεσίες του. Φαρμακείο. Μπορεί ν’ αναφέρεται είτε σε σούπερ κυριλέ μαγαζί, είτε, το συνηθέστερο, σε τυχάρπαστα λαμόγια που, ιδίως κατά τη θερινή σεζόν, επιθυμούν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον μήνα που θρέφει τους δώδεκα, την περατζάδα ή την καλή θέα του καταστήματος, την άγνοια της τοπικής κουζίνας από τους αλλοδαπούς επισκέπτες που όσο να ’ναι δυσχεραίνει τον άμεσο γευστικό εντοπισμό της φόλας και το γεγονός ότι μέχρι να την καταλάβουν θα έχουν φύγει και θα έχει αφιχθεί η επόμενη φουρνιά θυμάτων.

Ο δε ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως κωλοπιάστης.

- Πάμε στο bar restaurant; Έχω ακούσει ότι έχει φοβερή κουζίνα;
- Όχι ρε φίλε, κωλοπιαστράδικο είναι. Πάμε να φάμε καμιά μαρίδα να φχαριστηθούμε, να ’χει και χύμα κρασί να πιούμε όσο θέλουμε!

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified