Selected tags

Further tags

Το πέσιμο, το γλίστρημα, η σαβούρδα. Την τρώμε και συνήθως προκαλούμε τον γέλωτα των γύρω...

Την είδα που με κοίταγε από τις εξέδρες και λέω μέσα μου «παιχταρά μου, τώρα πρέπει να κάνεις την κίνηση να την εντυπωσιάσεις». Και με το που πάω να σουτάρω το ανάποδο ψαλίδι, τρώω μια σούπα, όλη δική μου! Ε, κι άρχισε να γελάει με τις φίλες της και την έκανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο

Ρύζι με κοτόπουλο, στην στρατιωτική αργκό («κινέζος» αντί «ρύζι», και «πούστης» αντί «κοτόπουλο» (με ορμόνες, να μεγαλώνει και το στήθος).

- Τι έχουμε σήμερα μάγειρα;
- Αστακό θερμιδώρ με μανιτάρια α λα κρεμ
(ΠΛΑΦ!)
- Όχι ρε φίλε, πάλι κινέζο με πούστη να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Υπερήλικο) κρέας προορισμένο για στρατιωτική χρήση. Εποχής πολέμου της Κορέας, στη χειρότερη περίπτωση.

- Πιάσε ρε κωλόψαρο το μαμούθ και δεσ' το στο τζιπάκι να τελειώνουμε!

Βλέπε και γκοτζίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σάντουιτς / hot dog από καντίνα στον δρόμο. Το όνομά του προκύπτει από την αμφίβολη ποιότητα αλλά και καθαρότητα των συστατικών του. Αυτό άλλωστε του χαρίζει και την γευστικότητα. Παλιά το βρίσκαμε συνήθως έξω από τα γήπεδα τις Κυριακές. Πλέον είναι το πρωινό του ξενύχτη, μετά από βραδιά κραιπάλης πριν γυρίσει σπίτι.

- Τώρα που θα γυρίζουμε σπίτι θα κάνουμε και μια στάση στην Μαβίλη για ένα βρώμικο, ε;
- Να κάνουμε αλλά φοβάμαι πως αν ανακατευτεί με την βότκα στο στομάχι μου θα κάνει ανάφλεξη!!

Σουβλατζίδικο: το Βρώμικο (στο Ρέθυμνο) (από GATZMAN, 08/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.

- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σκληρή οικονομία.

α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...

β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...

Ψωμί ευλογημένο κατά τας Γραφάς (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.

Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;

Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που οι κάτοικοι της Νότιας Ελλάδας εννοούν το σουβλάκι σε ξυλάκι (μιας και τα ξυλάκια ονομάζονται ΚΑΙ καλαμάκια). Οι δε κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας και κυρίως της Θεσσαλονίκης επιμένουν κατηγορηματικά οτι καλαμάκι λέγεται μόνο αυτό του frappe, γι' αυτό προτείνεται η αποφυγή της χρήσης αυτής της λέξης όταν βρίσκεστε σε σουβλατζίδικο στην Βόρεια Ελλάδα ή αν ο ιδιοκτήτης του κατάγεται απο εκεί.

-Ναι... θα μου βάλετε σας παρακαλώ 4 καλαμάκια με πατάτες παρακαλώ; ....όχι, οχι του frappe, σουβλάκια εννοω....
...Ναι.. σουβλάκια αλλά χωρίς την πίττα...... ουφ.. ναι σκέτα ξυλακια. Οχι, να έχουν και κρέας επάνω τα ξυλάκια..... Καλά άστο, βάλε μια μερίδα γύρο καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.

- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.

- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified