Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τεφλόν, τεφλών

Αυτός που καταφέρνει να βγαίνει αλώβητος από δυσκολίες και κρίσεις. Που πάνω του δεν κολλάει λάθος ή παρανομία, όπως τίποτα δεν κολλάει πάνω στο υλικό τεφλόν.
Κλασική, παλιούτσικη μεταφορά. Λέγεται πολύ συχνά (διεθνώς) για πολιτικούς.

Teflon is a nickname given to persons, particularly in politics, to whom criticism does not seem to stick. The term comes from Teflon, the brand name by DuPont of a "non-stick" chemical used on cookware. wikipedia

Τεφλόν, νέο ποιητικό σκεύοςείναι και περιοδικό για την ποίηση
Σημείωση: Γινεται και λογοπαίγνιο "η ώρα των τεφλών" (5ο παράδειγμα).

  1. Με… το «τεφλόν», το χημικό αδρανές που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες είναι ολισθηρό και άκαυστο, παρομοιάζει το περιοδικό «Time» για τον Αλέξη Τσίπρα σχολιάζοντας την απόφασή του να παραιτηθεί. (εδώ)
    TIME: Teflon Tsipras
  2. Σύνμτροφε εγώ ειμαι τεφλόν δεν κολλάει η λάσπη από τα νεοφιλελέυθερα φυντάνια της πουά αντίδρασης!

  3. Όλα τα «παρατσούκλια» των ηγετών: Σέξι ο Αλέξης, τεφλόν ο Ρούτε της Ολλανδίας, μανούλα η Μέρκελ (εδώ)

  4. Η κουράδα τεφλόν: Κουράδα τόσο καθαρή που δε χρειάζεσαι καν χαρτί για να σκουπιστείς.(slang.gr)

  5. Ήρθε η ώρα των... "τεφλών"! Έτσι, οι Τεφλόν ενώνουν τις δυνάμεις τους και παρουσιάζουν απόψε υλικό κυρίως από... http://fb.me/2BYo8O5VS (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας έτσι όπως φαίνονται από μακριά, σαν κοπάδι πρόβατα που βόσκουν στον θαλασσινό ορίζοντα.

  2. Η παλιά μέθοδος κατά της αϋπνίας, η οποία κττμγ δεν αποδίδει: αν δεν μας πιάνει ο ύπνος, προσπαθούμε να φανταστούμε έναν φράχτη από τον οποίον πηδάνε ένα-ένα τα πρόβατα ενός κοπαδιού. Και λέμε: «ένα προβατάκι πηδάει τον φράχτη, δύο προβατάκια πηδάνε τον φράχτη, τρία προβατάκια πηδάνε τον φράχτη» -κοκ μέχρι να μας πάρει, από τη μονοτονία του πράγματος, ο ύπνος.

  1. - Έρχεται αέρας, κλείσε τα παράθυρα!
    - Τελέρε μαλάκα, χαρά θεού είναι, θα σκάσουμε!
    - Άκου τι σου λέω, σήκωσε μπουρίνι, δεν βλέπεις στο βάθος τα προβατάκια; Κοντά εφτάρι βαράει και έρχεται γαμιώντας!

  2. - Πάλι δεν είχα ύπνο χθες...
    - Ε κάνε και συ προβατάκια μια φορά...
    - Αμ δεν έκανα; Δεν πέτυχε όμως... Μετά το όγδοο προβατάκι πλακώσαν όλα μαζί κι έχασα το μέτρημα...
    - Ε δεν ξανάρχιζες από την αρχή;
    - Το έκανα, και πάλι τα ίδια. Στο τέλος σηκώθηκα και άναψα την τηλεόραση και έβλεπα τελεμάρκετινγκ μέχρι τα ξημερώματα.

Γιατί ρε συ δεν αποδίδει; (από Galadriel, 08/10/12)

για το 2., βλ. και κωλοχαρτομετρία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παντελόνι που προηγήθηκε του σωλήνα και που χαρακτήρισε τα σέβεντιζ και την γενιά των λουλουδιών. Επανήλθε στη δεκαετία του '90. Λέγεται έτσι γιατί το στο κάτω μέρος άνοιγε θυμίζοντας το σχήμα της καμπάνας.

  2. Δυνατή φωνή ή πολύ καθαρός ήχος.

  1. Η μητέρα μου ήταν κολλημένη με τις καμπάνες των νεανικών της χρόνων και όταν ήρθε η μόδα του σωλήνα δεν ήθελε με τίποτα να τα φοράω, τα θεωρούσε απαίσια.

  2. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι στις διακοπές. Δίπλα έμενε ένας τύπος που είχε φωνή καμπάνα και κάθε πρωί έπαιρνε τη μάνα του στο κινητό και μας ξυπνούσε όλους.

  3. - Ακούς τώρα από το ηχείο αυτό;
    - Καμπάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαϊμού.

Από τον Cheeta, τον θρυλικό χιμπατζή του Ταρζάν.

- ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΗΔΑΝΕ ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΣΙΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΝΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

- Είδα τον Τζόρβα επιτέλους σε καλή κατάσταση, να εμπνέει μια κάποια σιγουριά στην άμυνα, να σώζει αρκετές φορές την ομάδα κυρίως με τις σωστές τοποθετήσεις του. Διότι ο τερματοφύλακας δεν είναι καλός όταν εκτινάσσεται σαν την Τσίτα δυο μέτρα πέρα, αλλά κυρίως όταν ξέρει να τοποθετείται σωστά και όταν κάνει καλές εξοδους. εκεί

- Oleg Deripaska, a cheeta look-alike without the chimp’s charm and good manners.
Τάκης Θεωδορακόπουλος, παραπέρα

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. βλ. κουμπί και παιδί-κουμπί

  2. η κλειτορίδα (μπαμπαδισμός)

  3. το ευαίσθητο σημείο κάποιου. Έννοιες:

α. θετική (βρήκε το κουμπί μου = με κάνει ό,τι θέλει. Πιθανόν να υπονοείται μεταξύ άλλων και το 2)

β. αρνητική (μου πάτησε το κουμπί μου, όπως λέμε «μου πάτησε τον κάλο», δηλ. «με χτύπησε εκεί που πονάει» με αποτέλεσμα να με τινάξει στον αέρα λες και ήμουν μηχάνημα και μου πατήθηκε ένα κουμπί και πήρα μπρος)

  1. πατάω τα κουμπάκια μου: Βαφκαλιζόμενος /-η με κάποια πρόχειρη παραμύθα, θέτω εν ενεργεία όλο το απόθεμα της ψυχραιμίας μου ώστε, όχι μόνο να μην ανοίξω το στόμα μου σε μια δεδομένη στιγμή (κατά την οποία τα έχω πάρει στην κράνα, αλλά δεν με παίρνει ή δεν θέλω να αντιδράσω), αλλά και να δείχνω κουλ ή, ακόμα χειρότερα, χαρούμενος /-η. Έκφραση εμπνευσμένη από την ηδονή που μας προσφέρει η τεχνολογία (όχι πάντα...) όταν, με το πάτημα ενός κουμπιού, ταχτοποιούνται όλα μια χαρά και γρήγορα-γρήγορα.

  2. Τα πλήκτρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευών, κλπ. Εξ ου και κουμπάκιας, δηλ. ο τεχνικός που τα χειρίζεται (υποτιμητικό).

  1. - Μανίτσα μου, σ' αρέσει που σου χαϊδεύω το κουμπί σου;
    - ...

3(α). - Σ' έχει καταφέρει πάντως ο Σάκης. Πώς έτσι;
- Με αγαπά.
- Άντε μωρέ, σε αγαπά και αηδίες τώρα! Έχει βρει το κουμπί σου, αυτό είναι όλο.
- Ναι, επειδή με αγαπά.

3(β). Με το που μου το είπε αυτό, λες και μου πάτησε το κουμπί μου, μαλάκα. Τρελάθηκα! Μού 'ρθε να τον σκοτώσω, τον μουνίκακα...

  1. - Και πώς κρατήθηκες και δεν τού 'κανες τη μούρη κρέας;!
    - Είχα πατήσει τα κουμπάκια μου και χαμογέλαγα. Τι νά 'κανα, πες μου συ. Άν άνοιγα τον βόθρο θα ήμασταν στα κρατητήρια τώρα.

  2. Ρε κουμπάκια, ξεκόλλα και πάμε για καναγκαφέ! Τελείωνε!

(από electron, 02/10/09)(από electron, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified