Further tags

  1. βλ. κουμπί και παιδί-κουμπί

  2. η κλειτορίδα (μπαμπαδισμός)

  3. το ευαίσθητο σημείο κάποιου. Έννοιες:

α. θετική (βρήκε το κουμπί μου = με κάνει ό,τι θέλει. Πιθανόν να υπονοείται μεταξύ άλλων και το 2)

β. αρνητική (μου πάτησε το κουμπί μου, όπως λέμε «μου πάτησε τον κάλο», δηλ. «με χτύπησε εκεί που πονάει» με αποτέλεσμα να με τινάξει στον αέρα λες και ήμουν μηχάνημα και μου πατήθηκε ένα κουμπί και πήρα μπρος)

  1. πατάω τα κουμπάκια μου: Βαφκαλιζόμενος /-η με κάποια πρόχειρη παραμύθα, θέτω εν ενεργεία όλο το απόθεμα της ψυχραιμίας μου ώστε, όχι μόνο να μην ανοίξω το στόμα μου σε μια δεδομένη στιγμή (κατά την οποία τα έχω πάρει στην κράνα, αλλά δεν με παίρνει ή δεν θέλω να αντιδράσω), αλλά και να δείχνω κουλ ή, ακόμα χειρότερα, χαρούμενος /-η. Έκφραση εμπνευσμένη από την ηδονή που μας προσφέρει η τεχνολογία (όχι πάντα...) όταν, με το πάτημα ενός κουμπιού, ταχτοποιούνται όλα μια χαρά και γρήγορα-γρήγορα.

  2. Τα πλήκτρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευών, κλπ. Εξ ου και κουμπάκιας, δηλ. ο τεχνικός που τα χειρίζεται (υποτιμητικό).

  1. - Μανίτσα μου, σ' αρέσει που σου χαϊδεύω το κουμπί σου;
    - ...

3(α). - Σ' έχει καταφέρει πάντως ο Σάκης. Πώς έτσι;
- Με αγαπά.
- Άντε μωρέ, σε αγαπά και αηδίες τώρα! Έχει βρει το κουμπί σου, αυτό είναι όλο.
- Ναι, επειδή με αγαπά.

3(β). Με το που μου το είπε αυτό, λες και μου πάτησε το κουμπί μου, μαλάκα. Τρελάθηκα! Μού 'ρθε να τον σκοτώσω, τον μουνίκακα...

  1. - Και πώς κρατήθηκες και δεν τού 'κανες τη μούρη κρέας;!
    - Είχα πατήσει τα κουμπάκια μου και χαμογέλαγα. Τι νά 'κανα, πες μου συ. Άν άνοιγα τον βόθρο θα ήμασταν στα κρατητήρια τώρα.

  2. Ρε κουμπάκια, ξεκόλλα και πάμε για καναγκαφέ! Τελείωνε!

(από electron, 02/10/09)(από electron, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία τύπου κλύσμα, η οποία πραγματοποιείται πριν την παραφύσιν συνεύρεση, με σκοπό την απομάκρυνση τυχόν υπολειμμάτων κοπράνων και άλλων αδρανών υλικών από την υποδοχή (σούφρα). Ξεβιδώνουμε το τηλέφωνο του μπάνιου, εφαρμόζουμε το καλώδιο με το τρεχούμενο –χλιαρό κατά προτίμηση– νερό στην τρύπα, κι όλα παίρνουν μετά το δρόμο τους. Γνωστή στους gay κύκλους.

Ιωσήφ: Ρε συ Τζέφρυ, μου ανάβεις λίγο το θερμοσίφωνα;
Τζέφρυ: Οκ, αλλά κάνε γρήγορα και μη χαλάσεις όλο το νερό, γιατί κατά τις οχτώ θα έρθει από δω ο Πέτρος και πρέπει να κάνω μια γκαζόζα στα γρήγορα!!!

Υπονοούμενα... (από Hank, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια ονομασία για το αιδοίο θηλυκού τύπου Λίλιαν.

Ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Το σγουρό δίνει μια διεθνούς αναγνωρισιμότητας αίγλη (πιανίστας Δ.Σγούρος).

Η συλλογή του γνήσιου σγουρού ραδικιού απαιτεί «τράβηγμα», δηλαδή κόπο, ή τον αντίστοιχο του κόπου αντίκρυσμα, αν κάποιος μας το προσφέρει «στο πιάτο».

Συγγενή ανταγωνιστικά είδη το καυλοράπανο, το ήμερο ραδίκι, αλλά και το αντίδι (ανάλογα με το μικροκλίμα).

-Λίλιαν μ'έχεις λολάνει
και θα φάω μεγάλη φρίκη
αν δεν ξηγηθώ φιστίκι
στο σγουρό σου το ραδίκι.

(από pavleas, 12/02/09)(από pavleas, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο.

1) Επειδή ρίχνεις ψήφο. 2) Επειδή κανείς δεν ξέρει τι θα βγει από την κάλπη. Το δεύτερο παίζεται στην εποχή των έξιτ poll, αλλά και των υπερηχογραφημάτων.

Με λίγη φαντασία παραπάνω και για τον κώλο για δύο παρόμοιους λόγους.

Ρίξ' την ψήφο αγόρι μου στην κάλπη! Ριξ' τη δαγκωτή, να βγάλεις αυτοδυναμία, να ολοκληρώσεις την τετραετία.

Όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης εμπνέεται από το σλανγκρ. (από Khan, 20/05/14)Στο 0.55. (από Khan, 26/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλειτορίδα.

Κοινώς αποκαλούμενο το γυναικείο όργανο που βρίσκεται κάτω από το σημείο στο οποίο ενώνονται οι «νύμφες» (τα μικρά χείλη του αιδοίου στα αρχαία, ενώ «άμβωνες» τα μεγάλα).

Εκτός από πηγή ηδονής, ενίοτε χρησιμεύει στο να ρίχνει και κλωτσιές -έτσι τουλάχιστον νομίζουμε ως λαός κατά τα φαινόμενα (βλ. έκφραση στο παράδειγμα 1).

Συνώνυμο: η γαργαλήθρα.

Η ανατομία στα αρχαία και το συνώνυμο είναι από το blog ΖΜΠΟΥΤΣΑΜ.

  1. Η γνωστή έκφραση που πιθανότατα προέρχεται από φαλλικό αποκριάτικο τραγούδι: «του μουνιού σου το γλωσσίδι μου 'ριξε κλωτσιά στ' αρχίδι»

  2. Από παρωδία ...ομηρικού έπους (πέους):
    «Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδι
    και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι»

  3. «Στη συνέχεια σφυροκόπησα το μακρύ γλωσσίδι του μουνιού της και κάρφωσα την άκρη της γλώσσας μου στην σφικτή της κωλοτρυπίδα» (από εχμ.. «φόρουμ»).

Εξιδανικευμένη βερσιόν. (από Vrastaman, 19/09/08)(από Khan, 24/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική έκφραση που αναφέρεται στην ταλαντευόμενη κίνηση του πινέλου, υπονοώντας όμως σεξουαλική πράξη: η γυναίκα στήνεται δημιουργώντας ορθή γωνία και ο άνδρας χρησιμοποιεί το χέρι του σαν πινέλο, αγγίζοντας και τρίβοντας με τα δάχτυλά του τα χείλη του αιδοίου.

Περάσαμε ωραία με την Κωνσταντίνα χθες, όταν μάλιστα στήθηκε στο παράθυρο και τής έκανα πινελάκι πρέπει να κωλογούσταρε, αφού βόγκαγε διαρκώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, η σεξουαλική πράξη παρομοιάζεται σαν βάφτιση τέκνου, με το αιδοίο σαν κολυμπήθρα.

Πώς πέρασες στην Κω Νικολή, τον βάφτισες τον μπέμπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τις εύκολες γκόμενες που οδηγούνται εύκολα στο κρεββάτι κάποιου επίδοξου γαμιά και που είναι πάντα διαθέσιμες για αχαλίνωτο sex. Κατά μια πηγή η έκφραση αυτή προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα όπου διάφορες ιέρειες του σεξ αποκαλούσαν χαϊδεύτηκα το αντρικό μόριο κόνικλο (= κουνέλι) και με τις γεμάτες επιδεξιότητα κινήσεις του αιδοίου τους ήταν σαν να το έπνιγαν (όποιος κατάλαβε , κατάλαβε). Βέβαια η εκδοχή αυτή αμφισβητείται από πολλούς και γιαυτό παρακαλώ όποιος γνωρίζει κάτι συγκεκριμένο να το καταθέσει

- Τι λες, το πνίγει το κουνέλι η Τασία;
- Τι να σου πω ρε φίλε, την κόβω λίγο σεμνή.
- Αυτές φίλε μου είναι οι μεγαλύτερες καριόλες, να ξέρεις...

. (από MXΣ, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικώς γέμισμα στρώματος για καλοκαιρινή χρήση (μάλλον βαμβάκι).

Μεταφορικώς το γυναικείο εφηβαίο τρίχωμα. Ιδίως σε αντιπαράθεση με περιοχές που έχει πέσει αποτρίχωση ή ξυράφι.

- Κοίτα ρε συ τζίβα που πετάγεται από το μπικίνι της γκόμενας! αηδία!
- Μην στεναχωριέσαι, διορθώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified