Το επάνω μέρος του γόνατου που μοιάζει με τον ομώνυμο πασίγνωστο κόνδυλο.

Το ‘χω ακούσει, πριν χρόνια, να το χρησιμοποιούν δυο χειροπρακτικοί (άνευ πτυχίου) σε δυο διαφορετικές περιπτώσεις, σφόδρα επώδυνες κι οι δύο.

Προς ανατομική συμπλήρωση της κλιτσινάρας της ironick.

- Τι έμαθα; Σού ‘φεραν βραδιάτικα σηκωτό τον Τάσο;
- Σηκωτό και διπλωμένο. Του ‘χε βγει η πατάτα.

Εδώ τους λέει "επικονδύλους" (από allivegp, 16/10/11)(από allivegp, 16/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ίσιο (και μάλιστα από τη φύση του ίσιο) αντρικό ή γυναικείο μαλλί. Συνήθως ξανθό και όχι πάρα πολύ χοντρότριχο, ούτε πολύ πυκνό, καλής όμως ποιότητας, γυαλιστερό, δεν πουτσοτριχίζει εύκολα, θέλει όμως συχνό λούσιμο γιατί λαδώνει την επομένη κιόλας. Χαρακτηρίζει κυρίως τους προερχόμενους από τις βόρειες χώρες, αλλά και -εν μέρει- από τις ΗΠΑ. Κανένα μαλλί δεν μπορεί να γίνει τόσο ίσιο με τεχνητό τρόπο.

Τα εξίσου πανέμορφα, ίσια και βαριά, μαύρα μαλλιά των προερχομένων από την Ανατολή (γυναικών), δεν λέγονται έτσι. Μάλλον γιατί το «πράσο» παραπέμπει σε κάτι το λεπτό και ανοιχτόχρωμο.

- Ωραία μαλλιά!
- Από πότε σου αρέσει το μαλλί πράσο, πάντα μου έλεγες ότι σου αρέσουν οι κατσαρομάλλες, κατάλαβα, μου λες με τρόπο ότι θέλεις να τα ισιώνω...
- Μα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πευκοβελόνα, στην σλανγκική των τακτικών επισκεπτών του Ο.ΚΑ.ΝΑ., είναι η βελόνα της σύριγγας με την οποία γίνεται η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών, πράξη γνωστή ως σουτάρισμα. Η λέξη προέρχεται από το φύλο του Πεύκου το οποίο έχει τη μορφή βελόνας.

Πευκοβελόνες βρίσκουμε άφθονες σε πάρκα (pun intended).

Μερσί στον knasso :-)

- Κοίτα 'κει ρε μαλάκα! Ο τύπος βγάζει αβέρτα την πευκοβελόνα μπροστά στον κόσμο!
- ... Γάμησε τα, κατάντια φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια ονομασία για το αιδοίο θηλυκού τύπου Λίλιαν.

Ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Το σγουρό δίνει μια διεθνούς αναγνωρισιμότητας αίγλη (πιανίστας Δ.Σγούρος).

Η συλλογή του γνήσιου σγουρού ραδικιού απαιτεί «τράβηγμα», δηλαδή κόπο, ή τον αντίστοιχο του κόπου αντίκρυσμα, αν κάποιος μας το προσφέρει «στο πιάτο».

Συγγενή ανταγωνιστικά είδη το καυλοράπανο, το ήμερο ραδίκι, αλλά και το αντίδι (ανάλογα με το μικροκλίμα).

-Λίλιαν μ'έχεις λολάνει
και θα φάω μεγάλη φρίκη
αν δεν ξηγηθώ φιστίκι
στο σγουρό σου το ραδίκι.

(από pavleas, 12/02/09)(από pavleas, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το μαλλί είναι τελείως ίσιο χωρίς να πετάει ούτε μία τρίχα.

- Ωραίο μαλλί ρε Ρούλα...
- Φράπα, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.

-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεραμένο σύκο (γλύκισμα μεσσηνιακόν), αλλά και ο όρχις. Οιοσδήποτε εκ των δύο. Παρομοίωση αλλά και κατάρα.

  1. - Πάω για τάκλιν, αλλά τρώω μια στην τσαπέλα και μένω παγωτό φίλε. Μου πέσαν τα φρύδια.

  2. - Που να σου μαραθούν οι τσαπέλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified