Further tags

Ειδικό μείγμα σπέρματος και αγγελόσκονης, αστερόσκονης ή, έστω, στρας που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από κουνιστές ως κρέμα ημέρας για να προσδώσει γκλάμουρ και φωτεινότητα στο πρόσωπό τους. Μερικές πολύ πρόστυχες το βάζουνε και στο ψωμί, αντί για βιτάμ.

- Ντικ μωρή τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρο το γαργαρότεκνο τσαρδόφατσα πώς λάμπει η μούρη του!
- Αμ, τι θες χρυσή μου, κι εγώ άμα πλακωνόμουνα τις πουσταλευριές με το μυστρί έτσι θα 'μουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σινάφια μηχανόβιων αποτελεί υποτιμητικό χαρακτηρισμό για τον οδηγό ΙΧ -κυρίως- αυτοκινήτου (το οποίο, όπως πολύ καλά ξέρει ο Σαραντάπηχος, αποκαλούν κουτί, οπότε και εξού).

Χρησιμοποιείται υπονοώντας τη γνωστή αλαζονική συμπεριφορά του οποιουδήποτε οτινάνα εποχούμενου σε τετράτροχο, απέναντι στους «διτροχάκηδες» κάθε είδους, μόνο και μόνο γιατί μπορεί λόγω συγκριτικού μεγέθους.

Συμπεριφορά που οφείλεται, επιπλέον, είτε σε άγνοια, είτε ακόμη και σε ζήλια, σαν αποτέλεσμα μιας φλούφλικης ανατροφής που από τη φυσική ακολουθία ξύλινο αλογάκι – τρίκυκλο ποδηλατάκι – πατίνι - ποδήλατο – παπί – μηχανή - αυτοκίνητο παρέκαμψε ό,τι δίτροχο η μαμά θεωρεί μη ασφαλές.

  1. Πριν σαράντα μέρες περίπου βλάκας κουτάκιας έριξε κάτω την κόρη μου, υλικές ζημίες ευτυχώς. Μετά από δέκα μέρες περίπου άλλος κουτάκιας χτυπάει το χχ του γιού μου σταματημένο, αλλαγή μούρης πάει κι αυτό. Χτες το μεσημέρι άλλος κουτάκιας κοπάνησε με την όπισθεν την δικιά μου Paneuropean, πάει μούρη, καθρέπτες, φέριγκ, φτερό. Γαμώ την γκαντεμιά μου .

  2. (…)Με τη μηχανή υπάρχουν 3 τρόποι (σ.τ.σ.: να περάσεις τα διόδια δίχως να πληρώσεις):
    α) περνάς ανάμεσα από το τελείωμα της μπάρας και τον κώνο, β) φτάνεις ως την μπάρα και σπρώχνεις σιγά σιγά, γ) όταν πληρώνει ο κουτάκιας η μπάρα είναι ανοιχτή, περνάς ανάμεσα απ το αυτοκίνητο και τον τοίχο και φεύγεις κύριος.

(Όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

---Υποτιμητικός χαρακτηρισμός (ακόμη υποτιμητικότερα: «γιαπωνεζάκι» -που ριμάρει με το «καβασάκι») ο οποίος χρησιμοποιείται συνήθως από κωλοπετσομένους, παλαίουρες ή όχι, δημοσίους υπαλλήλους κι όχι μόνο, πίσω απ’ την πλάτη συναδέλφου (;) που τους χαλάει την πιάτσα με τη μεθοδικότητα (ψείρας, πολύ ψείρας), την εργατικότητα (κι εγώ αν ήμουν νέωψ δε θα σήκωνα κεφάλι), την ευσυνειδησία (αυτός θα σώσει την εταιρεία), την αίσθηση καθήκοντος (έτσι θα πάρουμε την Πόλη), την πιστή εφαρμογή κανονισμών και διαδικασιών (πού θα πάει θα τη μάθει τη δουλειά), την τήρηση του ωραρίου (δεν αντέχει τη γυναίκα του), την απέχθεια στις δημόσιες σχέσεις -aka προσχώρηση σε κλίκες με σκοπό λαμογιές παντός είδους- (δεν ξέρει να παίζει μπάλα) κι άλλα τέτοια αντισυναδελφικά.

Με παρόμοια προσόντα στην μακρινή Ιαπωνία η εξέλιξη, τόσο η μισθολογική, όσο και στην ιεραρχία, όσο και να αργήσει είναι εξασφαλισμένη (εξού κι η ..ετυμολογία) αλλά ...εδώ είναι Μπαλκάνια, πράγμα που σημαίνει πως ο φέρων τέτοια προσόντα μπορεί να μη χαίρει ούτε καν της εκτίμησης των προϊσταμένων του, διεκδικώντας επάξια μόνο το παράσημο του λεβεντομαλάκα.

---Στερεοτυπικά, ο Γιαπωνέζος είναι για μας ένα είδος αρχετυπικού τουρίστα, αφού υποτίθεται πως λόγω της απόστασης της Ιαπωνίας από την Ελλάδα, του χάσματος που χωρίζει τις δυο κουλτούρες, και της ουσιαστικά μηδενικής πρόσβασης του ενός στη γλώσσα του άλλου, δεν έχει ιδέα για το τι σημαίνει Ελληνικός τρόπος ζωής διατηρώντας μια ματιά ιδανικά απροκατάληπτου παρατηρητή.

Η έκφραση «Τι είδε ο Γιαπωνέζος» προέρχεται απ’ την πετυχημένη ομότιτλη επιθεώρηση του 1987, όπου τα κείμενα του Λάκη Λαζόπουλου και της Άννας Παναγιωτοπούλου σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Βουτσινάς.

Τόσο αυτή όσο κι οι παρόμοιες (όπου αλλάζει το ρήμα), όταν δεν κυριολεκτούν χαριτολογώντας, χρησιμοποιούνται πρελουδιακά, συνήθως εν είδει τίτλου σε άρθρα παντός είδους τύπου, για να τονίσουν το εξωφρενικά παρανοϊκό (για κάποιον μη εξοικειωμένο) μιας κατάστασης που εμάς δεν μας ξαφνιάζει αν και θα έπρεπε.

1.
- Κάθε φορά που το δημόσιο θα προκηρύσσει διαγωνισμό για οποιαδήποτε θέση, πέραν από τα προσόντα που θα πρέπει να έχει κάποιος, ο υποψήφιος εργαζόμενος θα πρέπει επίσης να δηλώσει τι απολαβές θα ήταν πρόθυμος να λάβει. (……) από τη στιγμή που το δημόσιο θα προσλάμβανε κάποιον, στο συμβόλαιο θα ήταν γραμμένο ότι δεν δικαιούσαι να κάνεις απεργία διότι, οι ετήσιες προσαυξήσεις για κάθε χρόνο εργασίας θα ήταν γραμμένες στην προσφορά που θα έδινε ο κάθε υποψήφιος. (……). Κάθε χρόνο να είναι υποχρεωμένος ο κάθε εργαζόμενος να υποβάλει μειοδοτική προσφορά για τι μισθό θα ήθελε. - Ούτε ο Στρος Καν δε θα το σκεφτόταν αυτό...!!! Κύριε Κ. αν υπάρχει η μετεμψύχωση μάλλον Γιαπωνέζος θα ήσασταν στην προηγούμενη ζωή σας...!!!:):):)

2.
Τι είδε ο Γιαπωνέζος στο Σύνταγμα.
Φόβος, ενδιαφέρον και... συγχαρητήρια από τους πρώτους επισκέπτες του καλοκαιριού που «αγανάκτησαν» μαζί με τους Αθηναίους

(Όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.

- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.

(από Khan, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εϊναι τα γνωστά καλαίσθητα σαντάλια που φοράνε ανεξαιρέτως όλοι οι Ινδο-Μπαγκλαντέσο-Αφγανο-Κουρδο-Ιρακινο-Αιγυπτιο-Ιρανο-Πακιστανοί που ζουν στη χώρα μας.

Φοριέται στο φανάρι, στο μηχανάκι, στο Σούπερ Μάρκετ, στο ποδήλατο, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα σκουπίδια...

Ιδιαίτερα με την παραδοσιακή «κελεμπία» και το μουστάκι α λα 1970, δίνουν στη χώρα μας μια ανάλαφρη πινελιά καλαισθησίας και οριεντάλ κουλτούρας.

Από τα Ολ Τάιμ Κλάσσικ αθλητικά παπούτσα της Αντίντας, τα οποία συνήθιζαν οι νέοι να φορούν χωρίς κάλτσες.

Είκοσι μέτρα μπροστά μου δυο Πακιστανοί και επειδή δεν είχε φρένα το παπί τους, σταματάνε με τα Πακιστάν Σμιθ! Και να ακούγεται και Σκουιιιιιιιιιιιιίκ!!! Μιλάμε για γαμώ τες σόλες. Και τους έφερε 3000 χλμ περπάτημα, και κολύμπι στον Έβρο, και ακόμα κάργα η γόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα ελληνικά όταν μιλιούνται από Αλβανούς οι οποίοι, συνηθισμένοι να μιλάνε στη μελωδική γλώσσα τους, δανείζουν κάποια υπέροχα στοιχεία της προφοράς τους και στη γλώσσα μας. Αυτά είναι:

-rja, rjo: Όπως καινούrjo, καβούrja.
-xh: Όπως xhάντα, xhάι, xhέπη, xhατάλια (τα νεύρα)
-d: 'Οπως καρντιά, καρτιά, ντιντάσκαλος.
-sh: Όπως έshει, shοιρομέρι. -«Α;»: Αντί για -«Ε;»

  1. - Εshει αrμύrα εντώ, μην αφήνεις τη xhάντα, είναι xhαινούrja. - Α;
    - Εshει αrμύrα πάρε την xhάντα!
    - Έshεις καβούrja στις xhέπες εσύ. Και το Μεrσεντέ που έshει ντε το έκλεψε μη πληρώσει να αλλάξει πλαίσιο, πήγκε και το έφτιαξε από τrακαrισμένο.

  2. - Το πούστι το Έλληνα το Τεόφιλι ντε πληρώνει. Εγκώ έκανα το ντουλειά, εκλαδέpshα, εποτίsha και ντε ντίνει μεροκαμάτι, θα τη βγκάλω τη μαshαίrι!!!

  3. Εγκώ βορειοηπειρώτη, όshι Αλμπανό! Εγκώ πολιτικό μηκανικό στο πατρίντα μου, εντώ οικοντόμι... Μπλένταρ, πιάσε μια μπύrα!

  4. Εγκώ Αλμπανό στο καrτιά, Έλληνο στο καρντιά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται με υποτιθέμενη γύφτικη προφορά σε περιπτώσεις που αν και κάτι είναι κοινωνικά επιθυμητό, η εφαρμογή του έχει μια παράπλευρη ανεπιθύμητη συνέπεια.

Αυτονομημένο από το κλασικό ανέκδοτο:
Ένας γύφτος παρουσιάζεται στο δημοτικό που πάει ο γιος του και ζητά να δει τη δασκάλα. - Το παιντί ματαίνει εντώ κακά πράματα! Της λέει εξαγριωμένος.
- Σας παρακαλώ ηρεμήστε. Τι είναι αυτά που λέτε! Καλά δεν τα πάει καλά στα περισσότερα μαθήματα, αλλά το παιδάκι είναι φανερό ότι έχει ένα φοβερό ταλέντο στη ζωγραφική.
- Γι' αυτό, ντειρ το, ντειρ το. Ντειρ το σε λέω!
- Μα γιατί να το δείρω; Να το δείρω για το μόνο σωστό πράγμα που κάνει!
- Σε λέω, ντειρ το, ντειρ το! Χτες τη νύχτα έκανε σκέδιο μουνί πάνω στο σόμπα και πήγε ο παππούς να… ξέρεις (κινεί τους γοφούς του μπρος-πίσω) και έκαψε το πουλί του. Γιαυτό ντειρ το, ντειρ το! Σε λέω.

- Ο Δήμαρχος είπε πως θα κάνει μια πεζογέφυρα πάνω από τις γραμμές του τρένου για να μην έχουμε ατυχήματα.
- Ντειρ το – ντειρ το! Με την οικονομική κρίση που έχουμε θα γίνει εξέδρα για να πηδά ο κόσμος μπροστά από τα διερχόμενα τρένα. Να μου το θυμάσαι!

Μικρός Απελλής (από nikolaosvlas, 29/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα ονομασία για τα γουρούνια της Ευρώπης. Προκύπτει από το αρκτικόλεξο GIPSI εκ των Greece Ireland Portugal Spain Italy, που είναι ομόηχο με την αγγλική λέξη gipsy που σημαίνει γύφτος. Έχει τα πλεονεκτήματα έναντι του P.I.G.S. ότι βάζει μέσα και την Ιρλανδία χωρίς να δοθούν λύσεις τύπου P.I.I.G.S., καθώς και ότι υπάρχει μια σχετική ιεράρχηση των προβλημάτων με την Ελλάδα πρώτη.

  1. Γουρούνια και γύφτοι.
    Οι γύφτοι, αυτή η υπέροχη ράτσα, παρ' όλα τα κακά της μοίρας της, κατάφερε κι' αυτή σπουδαία επιτεύματα, από τους μεγάλους λαϊκούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές (Βασιλόπουλοι, Μανώλης Αγγελόπουλος), μέχρι το μαύρο διαμάντι της Αχαίας τον Κώστα Δαβουρλή!
    Φυσικά, οι «σοφοί της Δύσεως», ουδεμία σχέση έχουν με το ταπεραμέντο και την μενταλιτέ του νότου. Έτσι μετά τα γνωστά PIIGS (Portugal, Italy, Ireland, Greece, Spain), ανακάλυψαν και το GIPSY (Greece, Ireland, Portugal, Spain, ItalY) club*!! (εδώ).

  2. Τώρα, έχουμε δυνατότητα επιλογής. Τι θέλουμε να είμαστε; Τα «γουρούνια» ή οι «γύφτοι» της Ευρώπης; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκοφωνολογία. Το /j/ είναι το σύμβολο το οποίο χρησιμοποιούμε ενίοτε (και έχει σχεδόν καθιερωθεί) για να περιγράψουμε και να διακωμωδήσουμε ή να σατιρίσουμε την «χωριάτικη» προφορά, την μη «σωστή» δηλαδή, κυρίως την προφορά που έχουν οι κάτοικοι της ΒΔ Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας κά. Μπαίνει μετά το νι και το λάμδα και «μαλακώνει», λιώνει θα λέγαμε, την προφορά τους. Λειτουργεί δηλαδή όπως το «μαλακό σημείο» (ь) των σλαβικών γλωσσών ή όπως το -gn των Γάλλων (πχ στη λέξη oignon, ονιόν = κρεμμύδι).

Έκφραση: «με το νj και το λj».

  1. Κάθε καλοκαίρι που πάει το παιδί στους παππούδες στο Αίγιο, χαλάει την προφορά του και όταν επιστρέφει στο σχολείο όλα τα παιδάκια το κοροϊδεύουνε γιατί μιλάει με το νj και το λj... Τι θα κάνουμε ρε Σταμάτη;...

  2. από μέσα από το σλανγκρ:
    παράλjυτος
    γκλjίτερ
    θα μου τον(j)ιδείς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified