Further tags

Ποιος είναι ετυμολογικώς ο γεροξούρας;

Βρίσκονται δύο εκδοχές στο ιντερνέτι:

α) Εκ του ἔξωρος < ἐκἔξω) + ὥρα, δηλαδή ο παράκαιρος, αυτός που είναι έξω από την ώρα του. Θυμίζουμε ότι στα αρχαία ελληνικά ο ωραίος είναι αυτός που είναι στην ώρα του, δηλαδή ο νέος, αυτός που είναι στην ώρα της ακμής, της θαλερότητας και του φυσικού του κάλλους, ή εν πάση περιπτώσει οποιοσδήποτε κάνει κάτι στην ώρα που πρέπει και όχι σε λάθος ώρα. Οπότε ο ἔξωρος είναι ακριβώς αυτός που κάνει κάτι σε λάθος ώρα. Ο γεροξούρας, λοιπόν, είναι, κατ' αυτήν την εκδοχή, αυτός που κάνει πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία του, λ.χ. νεάζει, θέλει γεροντοκαψούρες, είναι γεροντότεκνο, γεροντομαλλιάς πουρόκερ κ.ο.κ. Η εκδοχή αυτή μοιάζει με πορτοκαλισμό, πάντως την βρίσκω εδώ, όπου ο γεροξούρας συσχετίζεται με το ρήμα εξωραΐζω, καθώς και στη Βικούλα και τη Livepedia.

β) Από την ξούρα, δηλαδή το ξύρισμα. Επειδή και καλά παλιότερα ξυρίζονταν οι νέοι, ενώ οι πρεσβύτεροι άφηναν γένια για να τους προσδίδουν κύρος, οπότε ο γεροξούρας είναι ο γέρος που προσπαθεί να νεάσει με το να ξυρίζεται χάνοντας όμως το κύρος του (δες ρεμπέτικο γλωσσάρι).

Δεν ξέρω τι συνέβη, αν είναι σωστή η πρώτη εκδοχή στην οποία ήρθε να προστεθεί η δεύτερη παρετυμολογικά από την ξούρα, ή αν η πρώτη είναι πορτοκαλισμός. Σε κάθε περίπτωση, η αρχική σημασία φαίνεται να είναι ο νεάζων και κομψευόμενος γέρος, το γεροντότεκνο που μπορεί να είναι και γεροντοκαψούρης. Σήμερα έχει πάντως αποκτήσει, όπως δείχνει και ο άλλος ορισμός, τη σημασία του τσαντίλα γέρου, του γεροπαράξενου, του σκατόγερου, του φλύαρου, κουτσομπόλη γέρου, του γέρου που αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία και βρίζει την εποχή του. Δες και παραδείγματα για γλαφυρές περιγραφές.

Πάσα (Δ.Π.): Galadriel.

  1. Ορισμός του Mikeius εδώ: Γεροξούρας
    Ο κλασικός. Η πιο ευδιάκριτη από τις συνομοταξίες γέρων, ο γεροξούρας είναι ο τυπικός ημι-σαλεμένος στριμμένος καργιόλης γέρος! Συνήθως δούλευε ως αγρότης, ψαράς ή οινοπαραγωγός μικρού διαμετρήματος σε χωριά και ως χτίστης, ηλεκτρολόγος ή θυρωρός στην πόλη. Πλέον απαντάται στη βεράντα του, καθισμένος σε άσπρη πλαστική καρέκλα γύφτου ή σε δυο ψάθινες καρέκλες ταβέρνας (κώλος-πόδια). Η βεράντα βρίσκεται σε κομβικό σημείο του χωριού και καλύπτεται από πυκνή βλάστηση, η οποία προέρχεται από τα 2 εκατομμύρια γλάστρες με βασιλικό και κάρδαμο, καθώς κι από την κρεβατίνα από κληματαριά. Η βλάστηση είναι απαραίτητη για την κατασκοπευτική ζωή του γεροξούρα και δρα τόσο σαν καμουφλάζ, όσο και σαν σκοπό ζωής, καθώς αντικαθιστά τα παιδιά που δεν είχε ποτέ. Οπλισμένος μονίμως με μια μυγοσκοτώστρα, ο γεροξούρας γκρινιάζει επί παντός επιστητού. [...] Ο γεροξούρας έχει την τάση να χώνει τη μύτη του παντού. Θα κάνει παρατήρηση στα «κωλόπαιδα» να «φύγουν απ' το χωράφι» ακόμα κι αν το χωράφι δεν είναι δικό του.
    Ρουχισμός: Άσπρο τιραντέ φανελάκι μάρκας Palco ή από κάποια ελληνική βιομηχανία στην Καστοριά που έχει κατεβάσει ρολά, κουραδί υφασμάτινο παντελόνι που φτάνει μέχρι το στήθος με το φανελάκι από μέσα, δερμάτινη μαύρη ζώνη και από κάτω πλαστική καφέ παντόφλα «Πανερόπουλος» του χωραφιού. Κουπ: βασιλόφρονη γλιτσο-χωρίστρα, την οποία φροντίζει με την τσατσάρα που μονίμως βρίσκεται δίπλα στη μυγοσκοτώστρα.
    Αγαπημένες ατάκες: «Ουστ!», «Ασσστεεεάααλο» καθώς και οποιαδήποτε παρατήρηση περιλαμβάνει τη λέξη «εκεί»: «Εσύ εκεί!», «Φύγε από κει!», «Τι κάνεις εκεί;», «Άμα έρθω από κει....».
    Χαρακτηριστικό πρώην επάγγελμα: Σχολικός επιστάτης.
    Πώς θα τον εντοπίσετε: Δε χρειάζεται. Θα σας εντοπίσει αυτός. Απλά κάντε ότι πετάτε μια πέτρα σε ένα τζάμι. Ακόμα κι αν βρίσκεστε στην έρημο Γκόμπι και είστε βέβαιοι ότι δε σας βλέπει κανείς, τσουπ! Σε ντε τε ο γεροξούρας θα πεταχτεί απ' το πουθενά φωνάζοντας: «Ε! Τι κανείς εκεί;;;». Στο χωριό, σε περίπτωση που λείπει απ' τη βεράντα, μην πάτε στο καφενείο. Ελέγξτε για μια σκιώδη φιγούρα πίσω από τις κουρτίνες του παραθύρου που βρίσκεται διπλά στην εξώπορτα: είναι ο γεροξούρας σε stealth mode. Στην πόλη, είναι αυτός που θα ποδοπατήσει την έγκυο γυναίκα, τον ακρωτηριασμένο τυφλό και την 90αχρονη καλόγρια για να προλάβει την άδεια θέση στο λεωφορείο.
    Υποδείγματα γεροξούρα: Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Μαθουσαλίξ, Αλέξης Κούγιας (ανερχόμενο μέλος).

2. Ο Ραλφ Γουόλντο Εμερσον είχε κάποτε γράψει ότι «κάθε ήρωας καταντά στο τέλος ένας γεροξούρας». Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ τον διαψεύδει απολύτως.

3. Ο Ψαθάς, πίστευε ότι και οι Beatles και οι Rolling Stones , ήταν άπλυτοι και ψειριάρηδες. Εκτόξευε μάλιστα τόσο συχνά, εναντίον κάθε τι νεανικού, τη λάσπη του, ώστε να καταγραφεί στην ιστορία, σαν ο κομπλεξικός γεροξούρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

άμπε λαλέ, αμπελαλέ

Ο όρος αποτελεί παραφθορά του Amber Alert, του γνωστού σήματος για τα εξαφανισμένα παιδιά, από τον έγκριτο δημοσιογαύρο Τάκη Τσουκαλά και χρησιμεύει, ιδιαίτερα στα συμφραζόμενα του σχολιασμού αθλητικών σάιτ, για να δηλώσει ότι κάποιος εξαφανιζόλ, μούγκαφον και τα τοιαύτα.

AEK ολέ και...ΑΜΠΕ ΛΑΛΕ!
[...]Στο γήπεδο, λοιπόν, υπήρξε η ΑΕΚ και οι… ΑΜΠΕ ΛΑΛΕ ντε. Ο αντίπαλος με εκτός τόπου και χρόνου προπονητή (ακόμη να καταλάβει τι, που και με ποιον έπαιζε) δεν παρουσιάστηκε ΠΟΤΕ, μα σε κανένα σημείο του αγώνα στο γήπεδο με κάποιο αγωνιστικό σχέδιο, ή έστω με κάτι σαν αγωνιστικό σχέδιο…
Απ'εδώ.

(από ThomasTheBarbarian, 12/02/15)(από ThomasTheBarbarian, 12/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλοδιατηρημένος και κοτσονάτος ηλικιωμένος, ο λεβεντόγερος, εκ του λεβέντης και πουρό (<ρομανί phuro= γέρος).

  1. Από λεβεντοτεκνό έγινε λεβεντοπουρό. Τελικά σ αυτη τη χώρα όλοι απ το στούντιο του Προέδρου ξεκινήσανε καριέρα. (Περί Δημήτρη Στρατούλη εδώ).
  2. Κάνεις αρπαχτές με το πεθερό το λεβεντοπουρό, παίρνεις αλλα μπρατσέτα τη θεούσα τη πεθερά στην εκκλησία. (Από το zoo.gr)
  3. Τα θέλει ο ποπός σου μου φαίνεται.... Ασε το Πιερ τον πισωγλέντη και ρίχτα στο πεθερό το λεβεντοπουρό.

Mickey RourkeΤο πουρό έχει και τα όριά του

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων γριά και καριόλα. Συναντάται συχνά και ως "γριόλι".

-Γαμούσε ένα γριόλι και του 'μεινε στα χέρια από καρδιακή προσβολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλικιωμένη που έχει πολύ έντονα πάνω της τα σημεία της φθοράς, νομίζω εκ του τουρκικού ρήματος çürür= φθείρω.

  1. Τη δουλειά της κάνει η τσουρογρια και για τα λεφτά που μας έχει δώσει και για τη θεσούλα της ενδιαφέρεται. (Από θάψιμο της Κριστίν Λαγκάρντ στο Φέισμπουκ).
  2. ΚΑΚΟΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΣΟΥΡΟΓΡΙΑ ΦΕΤΟΣ ΕΛΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ, ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ. (Ksipnistere με φωνακλά τζιλφάκια επίδοξο καλοκ-εραστή της Άγκελας Ζάουερ).
  3. δεν το ακουσα ολο το κομματι γιατι προτιμω να παω να παρω γλειφοκώλι σε καμια τσουρογρια παρα να το ακουσω. (Hip Hop).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

θείος, θεία

Ο άντρας και η γυναίκα μιας μέσης ή κάπως μεγάλης ηλικίας. Τόσο ουδέτερα, όσο και με κάποια μειωτική διάθεση.

Σε αντιστοιχία με τις λέξεις τύπος, τύπισσα, παππούς, γιαγιά. Στα χωριά και στις μικρές πόλεις, τουλάχιστον παλιότερα, ήταν μια απλή κλητική προσφώνηση των νεοτέρων προς μεγαλυτέρους, ανάλογα με την ηλικία αυτών.

  1. - Περίμενε λίγο θεία να περάσει ο μάστορας με τη σκάλα.
    - Τι φτιάχνετε εδώ παλικάρι μου;
    - Ε, βάφουμε.
    - Α, το δώσανε τελικά ε; Ποιος το πήρε το μαγαζί;
    - Καλά θεία, πέρνα εσύ και μετά θα περάσει κι η σκάλα.
  2. Από εδώ:
    Τι λεει ρε ο θείος???????? χαχαχαχαχα α τον λαμακα. Καμία ροή σκέψεις και έκφρασης . Τίποτα. Ρε ποιους ψηφίζουμε ρεεεεεεε!!!!
  3. Από εδώ:
    Υπηρετώντας τη θητεία μου στη Ρόδο το '91 σε κάποια επιστροφή εξοδούχων ήρθε ένας θείος και μου είπε ένα όνομα.Υπέθεσα οτι ήθελε να του φωνάξω το γιο του.Εχει σημάνει σιωπητήριο του λέω δε γίνεται να τον φωνάξω τώρα. Οχι παιδί μου μου λέει.Εγω είμαι και ήμουν εξοδούχος.Κάγκελο εγώ.49 ετων και υπηρέτησε για 4 μήνες...
  4. Από εδώ:
    το καλοκαίρι ήμασταν σε μια ερημική παραλία της Χαλκιδικής και ξαφνικά ήρθε ένας θείος και μας είπε πως πρέπει να φύγουμε από κει γιατί είναι ιδιωτική παραλία κι όταν ρωτήσαμε ποιανού είναι ήταν του [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιμπιντιάρικο κοκομπλόκο μετά καρδιακού μιλφ σέηκ που κυριεύει τον μιλφάκια στην θέα μιας υπερτουμπανιαίας "μιλφομάνας αναφοράς".

Εκ των μιλφ και μουνόπλακα.

- Ειδα και το μιλφ και επαθα μιλφοπλακα! Απιθανο μιλφακι!(εδώ)

- Πω πω μιλφόπλακα έπαθα!!! (εκεί)

Πίνουμε νεράκι στην υγειά τση κας Ρόμπινσον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελκυστική εκείνη γυναικα που είναι (οριακά) ακόμη στη καλύτερη αναπαραγωγική ηλικια (30-35 χρονών) αλλά δεν έχει γίνει ακόμη μαμά. Είναι λίγο μικρότερη σε ηλικία απο μιλφ.

(προ+μιλφ, ελληνική απόδοση του αγγλικού pre milf).

- Πω ρε φίλε, η Τζένη... Τί προμίλφ είν'τούτο!!!
- Χώσου ρε, τι κάθεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

άμπε λαλέ, αμπελαλέ

Το Amber Alert (Tv-spot εξαφάνισης ηλικιωμένων κυρίως ανθρώπων) όπως το αντιλαμβάνεται ο ιδιαιτέρως μορφωμένος και περισπούδαστος οπαδός του Ολυμπιακού και τηλεpersona Τάκης Τσουκαλάς.

Ο ένας παίχτης που ήρθε στον ΠΑΟΚ τον ψάχνουνε στο αμπελαλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified