Further tags

Η στείρα προβατίνα, συνήθως μεγάλης ηλικίας. Υποτιμητικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες. Ο όρος απαντάται στην Ήπειρο. Πρβλ. και τον άλλο ορισμό του λήμματος που έχει παραπλήσια σημασία.

Πήγε βρε να μου πουλήσει μια μαρμάρω δέκα χρονών για ζυγούρι ο τζερεμές, ο πάσλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του Ηρακλή ή οπαδός της. Προκύπτει αφενός λόγω ρίμας με το Ήρα, την αρχή του Ηρακλή (άλλωστε ο Ἡρακλῆς δασυνόταν) και αφεδύο επειδή η ομάδα του Γηραιού αποκαλείται και γριά και οι οπαδοί της γριές, οπότε φανταζόμαστε ότι η εν λόγω γριά είναι επιπλέον και χήρα. Ο κύριος λόγος όμως είναι ο πρώτος, και εκτός από την ρίμα μπορεί να αποδοθεί και γραπτώς ως χΗΡΑ.

Άλλες ονομασίες: κωλόγρια, στρουμφάκι.

  1. Γιατι εχω την αισθηση οτι χΗΡΑ κ Φοφη θα παιζουν στην σουπερλιγκα του χρονου;;;;; (Εδώ).

  2. Χήρα γερά η πίπα είναι κοντά! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας μεγαλύτερης ηλικίας που κυνηγά μανιωδώς νεαρές γυναίκες-πιπίνια. Ως επιφανής πιπινοκυνηγός έχει μείνει στην Ιστορία ο μαχητικός τηλερεπόρτερ Παναγιώτης Τόκος.

  1. Ποιες γυναίκες χαραχτηρίζουμε πιπίνια; Είναι κατηγορία ή μήπως χαραχτηρισμός του ωραίου; Έχει να κάνει με την ηλικία ή έχει να κάνει με την προκλητικότητα; Κάθε επίδοξος πιπινοκυνηγός πρέπει πρώτα από όλα να κατανοήσει και να δώσει περιεχόμενο στον όρο «πιπίνι» ώστε να τον κατακτήσει!
    Εμείς οι πσεπάδες ήρθαμε σε πολύ δύσκολο σημείο μέχρι να ορίσουμε τι ακριβώς είναι το «πιπίνι», μιας και όλες όσες μας άρεσαν κατευθείαν λέγαμε «Τι πιπίνι είναι αυτό!». Ρωτήσαμε παντού φίλους, γνωστούς, άγνωστους ώστε να μας βοηθήσουν να δώσουμε την σωστή έννοια του όρου. Όμως μπλέξαμε περισσότερο. Άλλοι θεωρούσαν πιπινάκια της μικρές 16χρονες υπάρξεις, άλλοι όμως πέρασαν και σε πολύ μεγαλύτερες ηλικίες! Μάλιστα κάποιος θεωρούσε πιπίνια μόνο όσες λατρεύουν τα strings! Χαθήκαμε! Ρωτήσαμε 100 διαφορετικούς άνδρες και πήραμε 300 διαφορετικές γνώμες. (Πανελλήνιος Σύλλογος Επίδοξων Πιπινοκυνηγών).

  2. Ο «δάσκαλος» ο Τόκος ο πιπινοκυνηγός κατέληξε πούστης παιδόφιλος; Που οδεύει η κοινωνία μας;;; (Εδώ).

(από Khan, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γριόνι. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Τρελή γρέτζω η Λάτ..η, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αθλητική σλανγκ η κωλόγρια είναι η ομάδα του Γηραιού Ηρακλή, και οι οπαδοί της, οι γριές.

  1. πως τα φερνει η πουτανα η ζωη,
    πως τα φερνει η πουτανα η  ζωη
    αλλοι πανε απο 'δω
    αλλοι πανε απο 'κει
    και Η ΚΩΛΟΓΡΙΑ ΣΤΗ Β' ΕΘΝΙΚΗ!!!!!!!!!!!!!!!!
    (Εδώ).

  2. TI LES MORI KOLOGRIA MONO MIA EINAI H OMADA KAI AYTOI EINAI O PAOK. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την ελληνική ταινία Σ(ούλα) Έ(λα) Ξ(ανά) με την Ζέτα Μακρυπούλια, ο όρος Σ.Ε.Ξ. υποννοεί την γεροντοκόρη, η οποία όμως είναι ευγάμητη.

-Ρε την καημένη τη Σοφία, την παράτησε ο Τάκης...
-Ναι ρε γαμώτο, Σ.Ε.Ξ. θα γίνει κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός και υβριστικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη τις κυρίες προχωρημένης ηλικίας. Παράγεται από το ουσιαστικό «γριά».

  1. Forumoδιάλογος
    - Έτσι κι εγώ πριν καμια δεκαρια χρόνια στα 17 μου whistle1 γύρναγα κάθε (μα κάθε) ΣΚ όλη την Ελλάδα με ένα Fiat 127, 900 κυβικά και 38 άλογα. Πολύ συχνά με 4-5 άτομα μέσα και τίγκα πράματα και σερφ και ορειβατικά και σκι και ότι μαλακία υπήρχε.
    - Χέσε μας μωρή γριέντζω κι άσε μας να θυμηθούμε τις δόξες μας....

  2. Σχόλιο χρήστη του διαδικτύου:
    έμη διάβασα τη μαλακία του Πρετεντεράκου! Καλά ρε πούστη ο τύπος αυτός βγάζει λεφτά και, μάλιστα, πολλά, για να γράφει σαν υστερική γριέντζω;;;;

  3. Έτερο σχόλιο forum:
    Σε περιφερειακό πανεπιστήμιο της νησιωτικής Ελλάδος υπηρετεί ως τακτικός καθηγητής παρακαλώ, μια από τις μεγαλύτερες κακιασμένες αδερφές του ελέους. Ο τύπος είναι τόσο γλοιώδης και οπορτουνιστής, που τα τρώει από μια γριέντζω με μπόλικα μπικικίνια, η οποία τυγχάνει να είναι και πρόεδρος ενός ιδιωτικού ιδρύματος με πολλές διασυνδέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Δεν σχετίζεται με το γριά. Σχετικά: τζατζόγρια, γιαγιά, γρίντζελο, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα, γρέτζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποιος άλλος, ο Ρεχάγκελ...

Ήρθε επιτέλους η ώρα να βγεί στην σύνταξη ο ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΙΧΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ και όλη η γερολαία της ομάδας μαζί. Όπως έπρεπε να είχε γίνει απο το 2004, μετά την κατάκτηση του Euro.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

από το troktiko.blogspot.com

(από Cunning Linguist, 26/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αδυναμία κάποιου, μεγάλου συχνά σε ηλικία ανθρώπου, να περπατήσει. Η παραγωγή του παραπέμπει στο κούτσα κούτσα, με διπλασιασμό της καταληκτικής συλλαβής και μετατροπή του ψιλού συμφώνου κ σε γκ για εμφαντικούς λόγους.

Συνώνυμο: κουτσαίνοντας.

- Και καθώς πήγαινε, γκούτσατσα γκούτσατσα η γριά στην εκκλησία, παραπατάει και... πάρ' την κάτω!
- Εμ, ο γέρος ή από πέσιμο θα πάει ή από χέσιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι οπαδοι του Ηρακλή αποκαλούνται έτσι από Αρειανούς και ΠΑΟΚτσήδες, διότι το υποκοριστικό της ομάδας είναι Γηραιός, γεγονός που οφείλεται στο ότι είναι η παλαιότερη ομάδα στην Α Εθνική από το 1907.

Μεταξύ λοιπόν «γύφτων» και «σκουληκιών» κινούνται οι «γριές» με λίγους σχετικά οπαδούς και μία διαφορετική μενταλιτέ περί τα αθλητικά. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι ο καλύτερος οπαδός του ΠΑΟΚ έχει σκοτώσει τη μάνα του, ενώ ο χειρότερος οπαδός του Ηρακλή έχει δύο μεταπτυχιακά.

Κατά τη λογική της χρήσης του λήμματος «γύφτοι» (βλ. σχετικά), πολλές φορές χρησιμοποιείται στον ενικό (η γριά) για να χαρακτηρίσει όλη την ομάδα.

1
- Ου ρε κωλόγριες που μου θέλετε να κάνετε και κερκίδα. Όλοι μαζί σε τηλεφωνικό θάλαμο χωράτε ρε!

2
- Τι τα θες, τι τα θες, πάλι πίπες οι γριές. (σ.σ. αηδίες...)

Βλέπε και γριά, στρουμφάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified