Μιλάμε για αντικείμενα ή καταστάσεις που στιλιστικά παραπέμπουν στην εποχή του Πάγκαλου, που ήταν μακριές οι φούστες.

Το ρετρό εσχάτως παίζεται περισσότερο κι απ' το πουλί: απ' τα δασυπώγωνα χιπστέρια που χτενίζουν κιτάπια για να βρούνε το ιδεατό σακάκι του παππού, τις πουδραρισμένες ατμοπάνκούδες που αναζητούν δαντέλες κ.ά κόλπα βικτωριανά σε βιντατζάδικα, τα πιπιναριά που σελφάρουν ποστάροντας κιτρινισμένες Retrica, τους ραστοφόρους κούριερ που εποχούνται με φιξάκια χωρίς ταχύτητες και φρένα καθώς ακούνε κασέτες στο Walkman τςη μαμάς, τους ιδεοψυχαναγκαστικούς φύτουκλες που ταξιδεύουν στο Leipzig σε αναζήτηση αναχρονιστικών χορδών από έντερα για τις κιθάρες τους, τους τελούντες σε κρίση μέσης ηλικίας μικροτσούτσουνους μανατζαραίους που σκάνε 19 χιλιάρικα για Leica M Edition 60 επειδή δεν έχει ψηφιακή οθόνη, τους γουαναμπή ζαν πρεμιέρ του κώλου που προσπαθούν αιμόφυρτοι να ξυριστούν με φαλτσέτα, και ταλιμπάν.

Οι βιντατζιές κρημνοβατούν ματαξύ του καλαίσθητου και του χυδαίου. Μη ξεχνάμε ότι μια αρχική έννοια του kitsch ήταν «μαζεύω σκουπίδια από τον δρόμο».

Εκ του παλιού καλού κρασιού vintage (< λατ. vinum < οἶνος) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά. Ασίστ: khan.

1.
Η βιντατζιά ταιριάζει στο «Star Trek»!

2.
«Ένα handsfree! Καλά, δεν είναι κυριολεκτικά hands-FREE γιατί πρέπει να το κρατάς, αλλά δεν έχει σημασία! Έχει ωραίο χρώμα και μια “βιντατζιά” που μου αρέσει τρομερά! Εμπρός....;;;»
(Δούκισσα Νομικού)

3.
Αρκετές μπύρες μετά, είδαμε ένα ραφείο (τρελή βιντατζιά) που φτιάχνει κορσέδες, ζαρτιέρες και άλλα τέτοια έξαλλα τύπου 18ου αιώνα. Έχει διάφορα αξεσουάρ και είναι όλα τόσο αθώα αλλά και σέξι. Τα θες όλα.

4.
Στην εμφάνιση έχει μια βιντατζιά πλην όχι σε χιπστερική τρέντι αλτέρνατιβ φάση, αλλά μάλλον σε πασέ λατέρνατιβ φάση, μια νεοσιξτίλα ένα πράμα τουλάχιστον ως προς το εσωτερικό μουντ.

5.
Αυτό δεν είναι ψώνια, αλλά sudoku για βαρυποινίτες. Για να ανακαλύψεις σύντομα πως από τη μια η κουστουμιά του μακαρίτη άξιζε τις ώρες και το ψάξιμο πριν βαφτιστεί «βιντατζιά» και αποκτήσει άλλα τρία μηδενικά ουρά στην τιμή της και από την άλλη πως τόσο χρόνο για ψάξιμο έχεις μόνο όταν είσαι φοιτητής ή πλούσιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το 'χω χτίσει (εγώ ρε) το μαγαζί (/το γήπεδο /το σημείο ομαδικής συνάθροισης /το φόρουμ κ.λπ.). Υπερθετικός (που λέει ο λόγος) του συχνάζω, τονίζει την απαίτηση σεβασμού ως ακολούθως:

  1. Είμαι ιδρυτικό στέλεχος ή από τους παλαιότερους που το έχουν επισκεφθεί. Η παλιουροσύνη μου δίνει την αδιαμφισβήτητη εξουσιοδότηση του να εκφέρω αναντίρρητη άποψη, όταν οι άλλοι (οι χτεσινοί, που δεν ήταν εκεί όταν χτιζόταν το κτήριο, το τσατ-πρόγραμμα, το καφενείο) οφείλουν να κάνουν τουμπεκί γιατί έτσι. (Αυτός είσαι!)

  2. Έχω δώσει τόσα λεφτά στο μαγαζί που ήταν σαν να χρηματοδότησα την ανέγερσή του - ενίοτε αυτό είναι και κυριολεξία αν δεις το μαγαζί σε βάθος χρόνου να τραβάει επεκτάσεις, νέα υπόστεγα, νέες πτέρυγες κλπ της παρανομίας. (Είμαι αυτός...)

Συνέντευξη της Έλενας στο ΜΕΝ24:
-Δηλώνεις φανατική αεκτζού, στο γήπεδο πηγαίνεις;
-Το γήπεδο το 'χω χτίσει. Είμαι φανατική αεκτζού και ένα από τα κειμήλια που μου έχει αφήσει ο πατέρας μου είναι το εισιτήριο από το 1968, όπου είχαμε κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων κόντρα στη Σλάβια. (σ.ς. μπράβο το καλό κορίτσι)

Θυμωμένος φωνακλάς στο φόρουμ ImizBiz: -
- ΡΕ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΤΟΛΜΑΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ;
ΕΣΥ; ΣΕ ΜΕΝΑ; ΕΣΥ; ΣΕ ΜΕΝΑ ΠΟΥ ΤΟ 'ΧΩ ΧΤΊΣΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΟΠΙΚ; ΤΟ ΣΟΡΡΥ ΣΟΥ ΝΑ ΤΟ ΒΑΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΑΤΟ ΣΟΥ!!!
-Φτιάχνεις το τόπικ κι ύστερα ρίχνεις το επίπεδό του στο ναδίρ...ωραίοςςςςς... (σ.ς. σεβασμός στον παλιό)

Ζωόφιλες εδώ:
E-va: - Ωπα! Συχνάζεις στο ΚΑΦΕΟΙΝΟ;; Απεναντι είναι το πατρικό μου!!
sofiaklv: -Συχνάζω; Για να μην πω το 'χω χτίσει και υπερβάλω, να πω οτι έχω βάλει τα θεμέλια;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, χρονικό επίρρημα. Στην μπαμπαδοσλάνγκ εκδοχή του, επίκληση παρελθόντος νεωτερισμού, προοδευτικότητας, ευμάρειας και εν τέλει αποστασιοποίησης του πατρικίου ομιλούντος από τους συνχνωτιζόμενους πληβείους. Βασικά, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Τοποθετείται εμφατικά στο τέλος της πρότασης.

- Φιλαράκι, το ΄76είχα πάρει με τα λεφτά από το πρώτο ταξείδι ένα Rover 2.200 με διπλά καρπυρατέρια, υδραυλικό τιμόνι και αιρ-κοντίσιο, τότε! Μετά το πάρκαρα έξω από τη μπαρμπουτίερα του Χάσου.

- Ο προπάππος σου ο Λαλα-Μάρκος κάθε δύο τρία χρόνια που έκλεινε καλά η χρονιά, έπαιρνε την κυρά-Δέσποινα παίρναν το ποστάλι και τραβούσανε Τεργέστη και από κει Βιέννη, Πράγα και Λειψία για ψώνια και βόλτες, τότε!

(από Khan, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βετεράνος, ο παλαίμαχος, ο παλιός, το παλιοσείρι - στρατιωτικές εκφράσεις (εξού και η αναφορά στην καραβάνα) που βγήκανε και απέξω από τα στρατόπαιδα και τις λέμε και οι λοιποί άσχετοι.

Ο ξεσκολισμένος, ο έμπειρος, ο γνώστης, ο ξύπνιος και συνεπώς ψύχραιμος σε δύσκολες καταστάσεις που δε μασάει. Χρησιμοποιείται από τους κοινούς θνητούς και ως αντίστοιχη των γκουρού, σενσέι, επαΐων κλπ.

Αντίστοιχη έκφραση με το «παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι», και βεβαίως και το γριά πουτάνα... (θεγκζ σις), εφόσον όσα ξέρει ο δικός της κώλος, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.

Πάσα: γαϊδουράγκαθος.

κλασομούνι: Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

Από εδώ - Brasil/Ημίζ: Στο καμάκι είμαι παλιά καραβάνα
Διάσημος ράπερ
Φορώ μπαντάνα
''Θες να γίνεις των παιδίων μου η μάνα;''

Από εδώ: gaidouragathos (από τα σχόλια παρακάτω): Μια παλιά καραβάνα που ήξερα, έλεγε: «Τον άντρα τον θέλω νάναι σπασμένος, χαρακωμένος...».

Εδώ: Είναι αυτό που λέμε παλιά καραβάνα... Το σκόρ είναι υπερβολικό γιαυτό που έπαιξε η ΆΕΚ σήμερα. Μπορεί να δείχνει μια επιβλητική ομάδα που κέρδισε άνετα αλλά ένα έχω να πώ και να επισημάνω. (81'-88') τρία γκόλ. Και σίγουρα έπαιξε ρόλο η εμπειρία και οι παλιές καραβάνες τισ ΆΕΚ. (Λύμπε,Δέλλας,Μπλάνκο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιάς εποχής, παλαιού τύπου, συνήθως σε απομίμηση.

Επίσης ο παλιομοδίτικος, ο πασέ.

Λέγεται για τρόπους, εμφάνιση, εκφράσεις, αντικείμενα, κλπ.

Από το «παλαιικός», υποθέτω.

Τίτλοι άρθρων από το νέτι:

Δωρεάν ετικέτες σε παλιακό στυλ

Με το παλιακό ύφασμα της θείας μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιό (όπου, στα χρόνια της κατανάλωσης το πολύ παλιό μπορεί να είναι και 5 ετών μόνο), τόσο που θυμίζει αρχαιολογικό εύρημα.

- Τα παπούτσια είναι μεγειά;
- Όχι καλέ!!! αρχαιολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φτιαγμένος με μπαγιάτικο ψωμί ή παξιμάδι ντάκος*.

*Ντάκος: πρόχειρο ορεκτικό, μάλλον Κρητικής προέλευσης, που αποτελείται από παξιμάδι, μια στρώση τριμμένης τομάτας, μια στρώση τριμμένης φέτας και λάδι, ρίγανη κτλ.

-Πώς ήταν το μαγαζί; Όπως στα λεγα;
-Καλά ήταν μωρέ, πλακώσαμε τα ρακόμελα και κάτι άλλα μπινελίκια. Παραγγείλαμε και ντάκους, αλλά μας έφερε γεροντάκους και δεν τους ακουμπήσαμε. Λογικά θα τους σερβίρει στους επόμενους, όπως εμάς μας έφερε των προηγούμενων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φοιτητικό ιδίωμα, ο φοιτητής από πέμπτο έτος και πάνω, σε αντιδιαστολή με τον πρωτοετή που χαρακτηρίζεται ως μπουμπούκι.

Ε, θα 'τανε στο γραφείο κανά δυο δέντρα και τέσσερα-πέντε μπουμπούκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified