Selected tags

Further tags

Δεν συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.

Δεν τρέχει μία αν δε βρούμε ταξί, θα πάρουμε λεωφορείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που είναι περιθωριοποιημένος από τον κόσμο και εργάζεται εγκλωβισμένος μέσα στο σπίτι του, περιστοιχισμένος από στοίβες χαρτιά και βιβλία. Αυτός ο όρος προέρχεται από τον ρόλο του συμβολαιογράφου Τάπα, που έπαιξε σε παλιό ελληνικό ασπρόμαυρο σήριαλ ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Το έργο αναφερόταν στην Κεφαλλονιά του 19ου αιώνα.

- Ρε Τάπα, βγες και λίγο έξω από το σπίτι, θα σκουριάσεις εδώ μέσα. Αχ και να είχα τα νιάτα σου...

Ο Ψάλτης στο σήριαλ Συμβολαιογράφος (από GATZMAN, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαίικος διάλογος. Ακούγεται: πλιτς-πλατς. Από ανέκδοτο: είναι στο μπαράκι μια γκόμενα και δίπλα της ένας τύπος. Και οι δυο είναι μόνοι. Για να του πιάσει κουβέντα αυτή, τον ρωτάει:
- Πλήτ'ς (=Πλήττεις);
και αυτός απαντάει:
- Π'λάτ'ς (=Πελάτης).
χα, χα, χα, χα, χα.
Είναι από τα ανόητα ανέκδοτα του στυλ δεκατισάρ', σιμπιζάκι, κλπ.

- Τι έγινε ρε φίλε, πλιτς;
- Πλατς.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!

... και λοιπά (ε, τα παιδιά έχουν πιει ένα καλό γαράκι και γελάνε μέχρι πρωίας με τη μαλακία αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω βόλτες στο Mall, συνήθως κοιτώντας μόνο τις βιτρίνες χωρίς να ψωνίζω.

- Βαριέμαι ελεεινά ρε συ...
- Παμε να μολάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε μία ανεκδιήγητη κατάσταση, την οποία δεν μπορώ να διαχειριστώ. Είμαι στα πρόθυρα της κατάρρευσης, βλ. επίσης δεν την παλεύω.

Έκφραση που προέρχεται από το δυσάρεστο και λυπηρό θέαμα εξαρτημένων ατόμων, τα οποία μόλις έχουν πάρει τη δόση τους.

  1. Διαδικτυακό σχόλιο:

    Το πρόβλημα εντοπίζεται στις 14 Φεβρουαρίου και ακούει στο όνομα Άγιος Βαλεντίνος. Ναι, ναι, καλά διαβάσατε. Ο άγιος του Έρωτα. Αυτός φταίει για όλα! Τώρα μάλιστα… Έτσι εξηγούνται τα «βαράω ένεση» τραγούδια και οι αφιερώσεις του τύπου «ζουζουνοστρουμφιτάκι μου, σ’ αγαπώ», «μωρουλίνι μου, θα είμαι δικός σου για πάντα» κ.ο.κ.

  2. - Ρε μαλάκα, θα έρθεις Μέγαρο; Κονόμησα τζαμπέ εισιτήρια!
    - Φύγε ρε από 'δω, όποτε πάω σε συναυλίες κλασσική μουσικής βαράω ένεση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαντάκωμα, μπιφτέκωμα. Φαινόμενο δηλαδής, κατά το οποίο ο φαντάρος του χ λόχου, που είναι 481 (το σήμερα εννοείται) πριν απολυθεί. Έχει Καλλιόπη, μετά χόκεϊ επί λίπους (μαγειρία) και το βράδυ βάρδια στην πύλη. Συνήθως η μέρα είναι Παρασκευή, και την άλλη μέρα έρχεται και ο χ συνταγματάρχης για επιθεώρηση.

- Εσένα σε βλέπω παρφουμαρισμένο ρε Καραμήτρο. Πάλι έξοδο ρε ψάρακα;
- Ναι ρε Μπουρδάνο, εμένα όλο άδειες μου δίνει ο Τζουνάκος. Μπουζούκια κι έτσι. Εσύ;
- Εγώ πάλι πήξιμο.

Το πήξιμο σε όλα τα σώματα! (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Βλ. και σχετικά λήμματα πήζω, έχει πήξει το μουνί μας, πυξλαμούν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που την χρησιμοποιούμε σε διάφορες καταστάσεις:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε οτι βαριόμαστε. (παράδειγμα 1)
  • Όταν θέλουμε να περιγράψουμε την κατάσταση κάποιου που είτε είναι χαβαλές ή πιωμένος και γενικά δε την πολυπαλεύει. (παράδειγμα 2)
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε απαξίωση για κάποιο ζήτημα. (παράδειγμα 3)
  • Όταν δεν έχουμε τι άλλο να πούμε (παράδειγμα 4)

    Ενδεχομένως να έχει σχέση με το αρνητικό μόριο «μπα».

  1. - Πάμε για 'κανα σουβλάκι;
    - Μπάουα ρε... (Συνοδεύεται από χαμήλωμα του κάτω βλεφάρου με το δάκτυλο)

  2. - Ο Σάκης δε την παλεύει μία! Είναι τελείως μπάουα!

  3. - Ο Νίκος πήρε Playstation 3!
    - Μπάουα. Χέστηκα κιόλας.

  4. - Μπάουααααα...
    - Ε;;
    - Τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές φορές όταν βαριόμαστε απελπιστικά, ή έχουμε το ένα χέρι μέσα από το μποξεράκι και παράλληλα μιλάμε με τους φίλους μας στο messenger ή στο facebook, πατάμε όποιο κουμπί βρούμε εάν δεν συζητάμε κάτι ουσιώδες.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καταστάσεις.

Βαρεμάρα:
«- re mlk... ti kwlokairos einai aytos...
- sadsafdfdsadsdfsadsafa»

Έκπληξη:
«- phra to kainourio i pod :D
- asddasasdsadasdasdassadasdas oreos»

Δυσάρεστη έκπληξη:
«- ase ti epatha shmera... irthe h dikia sou kai mou ekatse, kai gw fysika den antistathika. den tha me bgaleis kai pousth...
- asdsfddfsdsfdssdfsdafasdafsdsdsdsdsdsdsdsddasfdsfadfas :S:S:S»

Διακοπή συζήτησης:
«- gEia C t kNc;
- adsdas»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία που δεν απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες αλλά είναι πολύ μανουρατζίδικη, το ψιλολόι, η χαμαλοδουλειά.

Ιδιαίτερα όταν η δουλειά είναι μορφοποίηση στο γουόρντι και πρέπει να μετακινούνται ή να αποκόπτονται πεδία. Ακόμα σε ηλεκτρολογικές εργασίες όταν η κοπή και ένωση καυλωδίων είναι το ζητούμενο.

Έχω τελειώσει τη διπλωματική μου και τώρα χέσε μέσα, πρέπει να κάτσω να τη γράψω και σιχαίνομαι την κοψεκούνα...

Ο ένας εναερίτης στον άλλο: «Άντε ρε μλκ τελείωνε με την κοψεκούνα καμιά ώρα να πάμε σπίτια μας, δεν είναι παστίτσιο. Τον έχουμε δαγκώσει δω πάνω...

Από τις προστακτικές κόψε και κούνα, βλέπε και κόψε-ράψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα που πάει πακέτο με το ρήμα ''βαριέμαι'' και δηλώνει τη βαρεμάρα σε σημείο αυτοκτονίας, σε σημείο που θες να κόψεις τις φλέβες σου.

- Ρε φίλε, βαριέμαι κοπτοφλεβικά...
- Τι να σου πω ρε;... Πάμε για κανένα καφέ;
- Μπα... άσ' το... θα την πέσω καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified