Selected tags

Further tags

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει μια σημασιολογική μετατόπιση από το τραβάω τα βυζιά μου. Σημαίνει περισσότερο μια απέλπιδα προσπάθεια, ιδίως αν το λέει άντρας, οπότε θέλει να πει ότι είναι πιο πιθανό να ρεύσει γάλα από τις θηλές του παρά να επιτύχει το εν λόγω εγχείρημα. Επίσης όταν κάτι είναι μάταιο, ανόητο, επίπονο αλλά με αβέβαιες πιθανότητες επιτυχίας.

- Πρέπει, λέει, να κάνουμε όλοι θυσίες για να σωθούν οι τράπεζες. Δεν μου τραβάς καλύτερα τα βυζιά να κατεβάσω γάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρίψιμο ανδρικής ρώγας. Πονάει...

- Τι είναι ροζ και γυρίζει; (πλησιάζοντας τον άλλον χαλαρά).
- Τι; (αφηρημένος)
- ΓΙΟΥΡΟΒYΖΙΟΝ!!

(από Vrastaman, 14/03/12)Η κατάρρευση της Ευρώπης. Πονάει; (από xalikoutis, 11/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί που είναι τούμπανο, δηλαδή: α) μεγάλο, ώστε είτε να αγκομαχάει αν βρίσκεται εντός μπλουζακίου, σουτιέν, μαγιό, είτε να αψηφά την βαρύτητα, εάν είναι ελεύθερο, β) σφριγηλό χωρίς ίχνη χαλαρότητας, γ) εκφράζον πλαστικές αξίες. Με λίγα λόγια το τέλειο ζυβί. Η φέρουσα μπορεί να ονομαστεί τουμπανοβύζα, ή, αν είναι κοντή, μικρός τουμπανιστής.

Αντώνυμα: γατόβυζο, τσιμπουρόβυζο, πλάκα, κόντρα πλακέ.

Σχετικό: μπανανόβυζο.

  1. ο τιτλος τα λεει ολα. το βυζι τουμπανο αλλα η συμμετοχη 0. 10 στο παρκινγκ λογω μηχανης,1 στην τσατσα διοτι εμφαννιτηκε με ρωτησε εαν εχω ξαναπαει της απαντησα ναι, 6 στον χωρο τα δωματια μεσαιου μεγεθους χωρις καποιο ντεκορ ντουζιερα αλλα το αιρκοντισιον κλειστο και εκανε και ζεστη χθες, εμφανιση 7 βαζω λογω του οτι τα τουμπανοβυζα με φτιαχνουν πολυ. (Αμφίθυμος κριτικός μπορντέλου εδώ).

  2. - ελα φλωρε μπαλαμουτιαζω την γιαγιακα τωρα που σε μιλω

- ελα ρε σπορε εφυγες νοκαουτ στα γρηγορα και συ
ασπρη πετσετουλα και λοκ φλωρακι και μετα θα κλαιγεσαι στα τουμπανοβυζα της μανας σου.
(βρις-οφ εδώ).

Ολτάιμ κλάσικ τουμπανοβύζοβα. (από Khan, 15/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης αστειατόρικος τρόπος για να μεταφερθεί στα ελληνικά το Show Biz (< show business), αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας του θεάματος (La società dello spetta-κωλο, που λέει κι ο Guy Debord) εστιάζεται στην σωστή βυζανάδειξη και στο πώς θα επιδειχθούν (show) με σωστό τρόπο οι βυζούμπες των συμμετεχουσών (και να φανούν, αλλά να μην το κάνουμε και τελειωμενάδικο). Ξέρετε τώρα, σε στυλ θα πηδηχτώ από το παράθυρο, να φανεί η ρώγα, αλλά και καλούα τυχαία.

Το παρόν εντάσσεται σε ευρύτερο σλανγκικό τρόπο αστεϊσμού επί των βύζων, πρβλ. γιουροβύζιον, γυροβύζιον, γυροβυζιόν, φο-βυζού, τελεβύζιον κ.ά.

  1. αυτές που είναι στην σόου βυζ (δείξε μας τον βύζο σου) γλυκαίνονται και όχι τα 6 κατοστάρικα δεν τους φτάνουν αλλά ούτε 2 χήνες το μήνα. (Εδώ).

  2. H γριά ντουντού της ελαφρολαϊκής ποπ έχει χάσει τον έλεγχο . Η σκούπα Hoover σε υπερλειτουργία ! Η κατάντια της ελληνικής σόου βυζ. Συμμετέχει η αντιαισθητική γριά λεσβία Πατρίτσια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή: για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις, πρέπει να επιμείνεις.

- Την έπεσα στην Μαίρη και έφαγα άκυρο. Σκέφτομαι να πάω για άλλα, όμως την γουστάρω υπερβολικά πολύ ρε φίλε, έφαγα σκάλωμα...
- Θα ξαναπροσπαθήσεις, αργά η γρήγορα θα πέσει, κατά βάθος σε συμπαθεί και δεν της είσαι τελείως αδιάφορος. Αλλά αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, να το ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώδυνη γυναικεία έκφραση περασμένων χρόνων (όταν οι γυναίκες δεν ήταν τόσο αθυρόστομες ώστε να πουν στα αρ...δια μας ή στο μ...νί μας), η οποία εκφράζει με σεμνό και τσαχπίνικο τρόπο την άποψη «σας έχω γραμμένους».

Δεν θα μου ξαναμιλήσει; Στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας, είχα μια σκασίλα!

βλ. και σέα και μέα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την προκλητική ανάδειξη αβυζαλέου ντεκολτέ εν είδει αντισταθμιστικού μέτρου από αχλαδομουνοπατσαβούρες, γκόμενες-γαρίδες, πεσκανδρίτσες, κ.α. να-μασάς-σκατά-και-να-φτύνεις-μποχλάδες.

Σε περίπτωση δε που η βυζαναδεικνύουσα τυγχάνει καλλίπυγος, το κλασικό αυτό τερτίπι συνοδεύεται με τσουπωτό ξεκωλτέ.

Αγγλιστί: tit flaunting.

Πάσα: Hodjas.

- Μπάει δε γουαίει, η κωλόκρυψη πάει χέρι-χέρι με την βυζανάδειξη (ιδίως όταν πρόκειται για βυζόμπαζο), προκειμένου να στρέφεται το βλέμμα του άρρενος αλλού. Πρώτη διδάξασα η Κλεοπάτρα, που πέταγε όξω το καλοσχηματισμένο της ζιβύ, για να μην προσέχει κανείς την protruding μυταρέλλα της...
(Ηodjas, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεόκοπη αυτή ατάκα αποτελεί ταυτολογία-ωδή στα σφαιρικά θέλγητρα της χιλιοτραγουδιαμένjης ρουμπενσικής ελληνίδας βυζαρούς. Αυτής που ακόμα κι αν είναι ψιλομπάζο, προξενεί λιμβικό ταράκουλο στον ορμονικά ενεργό άρρενα πληθυσμό δια της βυζαναδείξεως.

Πέον να σημειωθεί ότι η έκφραση γέννησε πληθώρα παραλλαγών που γίνηκαν βάιραλ στο νέτι και απανθίζουμε προς τέρψιν του συναγωνιστή σλάνγκου:

  • γυναίκα χωρίς βυζάρες = άντρας χωρίς λαχτάρες
  • γυναίκα χωρίς βυζί = μοτέρ χωρίς μπουζί
  • γυναίκα χωρίς βυζιά = Ελλάδα χωρίς νησιά
  • γυναίκα χωρίς γόβες = αμάξι δίχως ρόδες
  • γυναίκα χωρίς καμπύλες = Εκάλη χωρίς βίλες = υποβρύχια δίχως τορπίλες
  • γυναίκα χωρίς κόλπα = πόλεμος δίχως όπλα
  • γυναίκα χωρίς κώλο = μπατάρια χώρις πόλο = Ελλάδα χωρίς Βόλο = λιμάνι χωρίς μώλο = τοστ χωρίς Dirollo = στρατός χωρίς στόλο = Εκκλησία χωρίς θόλο
  • γυναίκα χωρίς μπαλκόνια = σπίτι δίχως σαλόνια
  • γυναίκα χωρίς νάζι = χειμώνας δίχως χαλάζι
  • γυναίκα χωρίς νάζια = μηχανή χωρίς γκάζια
  • γυναίκα χωρίς παχάκια = τούρτα χωρίς κεράκια
  • γυναίκα χωρίς πιασίματα = αμάξι χωρίς κρατήματα = φουρτούνα δίχως κύματα
  • γυναίκα χωρίς στήθος = σπίτι χωρίς τοίχος
  • γυναίκα χωρίς στριγκάκι= Luna Park χωρίς τρενάκι
  • γυναίκα χωρίς χουφτώματα = σπίτι χωρίς κουφώματα

Σ.ς.: οι υπόλοιποι που προτιμάτε τις γυναίκες σας παστές σαν φωτοτυπία ταφόπλακας παρακαλώ περάστε στο φουαγιέ για ένα ντεκαφεϊνέ, γουλιά και φέρετρο. Στη συνέχεια θα σάς παραλάβει ειδικό πουτσύλατο-ασθενοφόρο με προορισμό το Ακτινολογικό, Αβύζου και Ακώλου (γωνία).

Ασίστ:Gatzman

1.
- Χαντουτσοβα και ξερο ψωμι , κι ας ειναι αβυζο...
- Διαφωνώ συνονόματε γιατί όπως λένε Γυναίκα χωρίς βύζους=Εκκλησία χωρίς Jesus

2.
Ο Χριστός δεν ξέρω τι είπε, αλλά προσφάτως ο ντι τζέι στις Μούσες έλεγε «γυναίκα χωρίς βύζους, ίσον εκκλησία χωρίς τζίζους» :headbang3: :2funny: :2funny: :tooth:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified