Το υπερθετικό της φέτας, δηλ. η πανάσχημη γυναίκα, το αρχιμπάζο, η πατσαβουρέξ.
Ίσα μωρη φέτα!
Καλά, δεν υποφέρεσαι με τίποτα... Δεν είσαι φέτα τελικά, λάθος διατύπωση -είσαι ΑΡΧΙφέτα !!
Το υπερθετικό της φέτας, δηλ. η πανάσχημη γυναίκα, το αρχιμπάζο, η πατσαβουρέξ.
Ίσα μωρη φέτα!
Καλά, δεν υποφέρεσαι με τίποτα... Δεν είσαι φέτα τελικά, λάθος διατύπωση -είσαι ΑΡΧΙφέτα !!
Got a better definition? Add it!
Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).
Got a better definition? Add it!
Ορισμοί:
Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).
Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).
Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).
Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.
Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.
Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.
Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
Από την πλατεία:
- Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
Από τον εξώστη:
- Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.
Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.
Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.
Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.
Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.
«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξευρωπαϊσμένος χαρακτηρισμός για γκόμενα πατσαβούρα.
-Χωρίς μεγάλα βυζιά η γκόμενα είναι πατσαβουρέισον.
Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
H χήρα του John Lennon έδωσε το όνομά της σε όλες τις γυναίκες οι οποίες:
α) είναι υστερικές και λόγω της ξινομουριάς, κακάσχημες, αλλά κάποιος στραβώθηκε και τις έπιασε γκόμενες,
β) έχουν περίοδο κάθε μέρα,
γ) τουπεδιάζουν επειδή ο γκόμενός τους είναι κάποιος,
δ) δεν αφήνουν τους γκόμενους να κάνουν βήμα χωρίς αυτές,
ε) χειραγωγούν τους γκόμενους (για να μη πω ψωλ-αγωγούν) (σημείωση: υποψιάζομαι πως πρέπει να είναι άσσοι στις πίπες και στα κόλπα, διότι αλλιώς δε κατανοώ το κόλλημα των γκόμενών τους),
στ) δεν τους αφήνουν να τη βρίσκουν με τα φιλαράκια τους,
ζ) χώνονται στις παρέες τους και σπέρνουν τη διχόνοια,
η) ζηλεύουν,
θ) παρεμβαίνουν σε επαγγελματικά, οικογενειακά και σαφώς ορισμένα προσωπικά ζητήματα,
ι) παρ' όλα τα παραπάνω, ο γκόμενος τις έχει θεές και τις υπακούει σα σκύλος.
Προσοχή σε δύο πράγματα:
Η γκόμενα του Κυριάκου είναι σκέτη Γιόκο. Τον έβαλε και τσακώθηκε με τα αδέλφια του, δεν τον αφήνει να βγαίνει μόνος με φίλους, του έχει απαγορέψει να κάνει επαγγελματικά ταξίδια στην επαρχία και εχτές που του έβαλε τις φωνές επειδή δε κατέβασε τα σκουπίδια, με πήρε τηλέφωνο και μου κλαιγόταν σαν μπούλης 3 ώρες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λήμμα προέρχεται από τον συμπαθή αλλά κακάσχημο Ρώσο διεθνή μπασκετμπολίστα Μπαζάρεβιτς (έπαιξε ένα φεγγάρι και στον ΠΑΟΚ) με το χαρακτηριστικό ακριδομούστακο.
Υποσύνολο του μπάζου. Προσδιορίζει την έννοια μπάζο ως την ασχήμια η οποία εστιάζεται στο πρόσωπο κυρίως και λιγότερο στο σώμα. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις εμφανούς τριχοφυΐας στο πρόσωπο.
Στο γραφείο!
(Βρασίδας με υψηλές προσδοκίες): - Είναι καλή η καινούρια γραμματέας;
(Στέλιος γειώνοντας εν τη γενέσει): - Σωματικώς κάτι λέει, αλλά κατά τα άλλα ο Μπαζάρεβιτς ο ίδιος!
Σύγκρινε με γκόμενα-γαρίδα.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα που δεν έχει τίποτα ωραίο πάνω της! (πάτος σε όλα)
- Ρε Σάκη, πώς σου φάνηκε η καινούρια;
- Άσε ρε φίλε, πολύ πατόλα!
Bλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόλα, μπαζόλι, το, μπαζολιό, το και μπαζόμπαζο
Got a better definition? Add it!
Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.
Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.
Got a better definition? Add it!
Κατηγορία γυναικών που είναι τουλάχιστον εμφανίσιμες και αν και δεν αξίζουν τέτοια τύχη χαρακτηρίζονται και ως νηστίσιμες.
Αυτές οι γυναίκες αν και φαινομενικά είναι μια χαρά γαμεύσιμες έχουν ένα μικρό προβληματάκι... Διαθέτουν ευαισθησία και συμπεριφορά ανάλογη του MR T και του Hulk Hogan. Επιπλέον, πολλές από αυτές ανιχνεύονται χωρίς να είναι καν στο οπτικό σου πεδίο γιατί όταν γελάν τρέμουν οι κάμποι και τα βουνά. Συναντιέται μια κατηγορία γυναικών με το τρομακτικό γέλιο (γνωστή και ως Βασίλη Μπορμπόκη) που κατά τ' άλλα είναι μια χαρά. Αλλά πάλι έχουμε ένα extra μικρό προβληματάκι: κανείς δεν επέζησε να μας πει πώς αντιδρούν στην περίπτωση του οργασμού τους.
- Πω μαλάκα πονάν τα μυαλά μου, ζαλίζομαι...
- Τι έγινε ρε πήγες γήπεδο;
- Όχι ρε μαλάκα ήμουν για καφέ και έσκασε ένας μπορμπόκης από δίπλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified