Further tags

Γυναικεία ορμόνη η οποία εκκρίνεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προκαλεί σύνδρομο ακατάπαυστης ομιλίας μετά γκρίνιας και ποικίλων σχολίων. Επιστήμονες πιστεύουν ότι αν βρεθεί τρόπος περιορισμού της μουρμουρόνης, ο μέσος όρος ζωής των ανδρών θα αυξηθεί άμεσα κατά 15-20 χρόνια.

Αμάν ρε Τασία, πάλι μουρμουρόνη τρέχει στο αίμα σου;;; άσε τη γκρίνια να φάω σαν άνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο φειδωλό, που αρνείται να ξοδέψει χρήματα για να αποκτήσει κάτι, ακόμα κι αν αυτό είναι πολύ φτηνό. Δαπανά χρήματα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι όταν του προσφέρεται δωρεάν.

-Ρε Μιχάλη, γιατί να πάρεις αυτό το κοστούμι με 900 ευρώ, όταν έχουν αύτά τα 2 προσφορά και δίνουν και 1 δώρο μόνο με 30 ευρώ!
-Και τι είμαι εγώ ρε, τσικιρικιτζής σαν εσένα;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρωδία του ψευδώνυμου «Κώστας Μύρης» του κριτικού τέχνης Κώστα Γεωργουσόπουλου. Το «Μύρης» προέρχεται από ομώνυμο ποίημα του Καβάφη για έφηβο μυρωμένο με μύρα, το οποίο έχει πολλούς συμβολισμούς. Πάντως το ψευδώνυμο του γνωστού θεατροκριτικού παραφράζεται σλανγκικώς σε «καλομύρη» ή «κακομύρη», ανάλογα με τα γούστα του καθενός, αν του αρέσει η όχι το ιδιάζον ύφος του εν λόγω κριτικού.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον του όρου είναι ότι με αφορμή τον Μύρη, ο όρος κακομύρης κατέληξε να χαρακτηρίζει όλους τους κριτικούς σινεμά και θεάτρου και γενικά δημοσιογράφους, οι οποίοι κακομυ(οι)ριάζουν, από την υπερβολική κουλτούρα τους μιζερεύουν και θάβουν ανελέητα και υπερβολικά τα έργα που μας αρέσουν, ενώ χρησιμοποιούν την εξεζητημένη εκφραστική τους δεινότητα για να επιτίθενται ανελέητα σε πρόσωπα και πράγματα. Δηλαδή για έναν γνωστό τύπο κριτικού που συνηθίζεται στην Ελλάδα. Μπορεί βέβαια να χρησιμοποιηθεί και για κάθε κριτικό του κώλου.

Ο όρος «καλομύρης» τώρα. Τακτική του Μύρη ήταν ότι, αφού καθιερώθηκε γράφοντας πολύ δριμείες και αυστηρές κριτικές, στην ωριμότητά του άρχισε τα γλυκόλογα και τις γεροντοκαψούρες. Και ιδίως προς θεατρικά έργα συγκεκριμένων σκηνοθετών (λ.χ. για τον Ευαγγελάτο τον έχουν χτυπήσει πολύ). Οπότε ο όρος «καλομύρης», με αφορμή μόνο τον Μύρη, αναφέρεται σε κριτικούς που επαινούν υπερβολικά. Μια ιδιαίτερη εκδοχή είναι οι κουλτουριάρηδες κριτικοί που επαινούν και έργα της ποπ κουλτούρας για να το παίξουν υπεράνω και άνετοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι έπαινοι ορισμένων κριτικών για την ερμηνεία της Καλομοίρας στο Ηρώδειο, όπου προσκλήθηκε από τον φίλο του Μύρη, Διονύση Σαββόπουλο. Οπότε ο όρος «καλομύρης» ήρθε κι έδεσε με την Καλομοίρα. Προς τιμήν πάντως του Σαββόπουλου, είπε μια υπέροχη ατάκα: «Είδατε; Εμένα μου πήρε σαράντα χρόνια να με δεχτούν στο Ηρώδειο, ενώ της Καλομοίρας της πήρε λίγους μήνες»...

- Πάμε να δούμε το «Ο Χάρρυ Πόττερυ και το πήλινο δοχείο νυκτός»;
- Α πα πα! Τό 'θαψε ο κριτικός του Βήματος!
- Άσε μας μωρέ με τον Κακομύρη! Για να τό 'θαψε αυτός, πάει να πει πως είναι καλή η ταινία!

Ο Κώστας Μύρης, "καλομύρης" ή "κακομύρης", ανάλογα με τα γούστα σας... (από Hank, 10/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικαιολογία του κώλου, όταν θέλουμε να αποφύγουμε τις εξηγήσεις, η απλά θέλουμε να βγάλουμε γέλιο. Κάτι σαν το Άντε γαμηθείτε μαντάμ!. Η ατάκα από γνωστή διαφήμιση κάποιου 118-ογδόντατόσο, όπου ένας τύπος σε στύλ Γιακουμής, σαν άλλος Νίκος Ξανθόπουλος, μιλάει με Γιακουμίστικο ύφος και πάντα βρίσκει τρόπο να πετάξει την ατάκα για τη φουκαριάρα τη μάνα του. Τρελό γέλιο.

(Μεταξύ φίλων)
- Καλά ρε μαλάκα 5 η ώρα μαζεύτηκες εχθές πάλι; Πότε θα σοβαρευτείς;
- Δεν το 'κανα για μένα ρε Σταύρο...
- Για ποιόν τό 'κανες ρε νούμερο;
- Για τη φουκαριάρα τη μάνα μου το 'κανα να μη με δεί πιωμένο και στενοχωρηθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή παροιμία που χρησιμοποιείται όταν κάποιος παραπονιέται και μεμψιμοιρεί συνεχώς χωρίς να υπάρχει λόγος.

- Άσ' τα φίλε, τραγική κατάσταση, πού να τα βγάλω πέρα με €1.000 μισθό, έκοψα και τις πολλές μετακινήσεις με το αμάξι, πίκρα, μιζέρια...
- Ώχ μωρέ μίρλα, δηλαδή ο άνεργος, ο χαμηλόμισθος κι ο συνταξιούχος τι θα 'πρεπε να πούνε δηλαδή; Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γκροϊντάφ / γκρ’ντάφ.

Σύνθετο, ηχομιμητικό, φαντεζί -όπως κάθε πελοποννησιακή λεξιπλασία- επιφωνοειδές ουσιαστικό (αλλά και επίρρημα, μετοχή), εκ των γκρίνια και νταφ, όπου «νταφ» εννοείται ο κρότος (παρ. 5), η υπερβολή (παρ. 6), η έκπληξη (παρ.7), το χτύπημα (παρ.8).

Πολλαπλά λοιπόν τα νοήματα του «νταφ», λιγοστοί οι περιορισμοί, ρευστή η χρήση.

Κατά συνέπεια κι ως εκτουτού, «γκριντάφ» σημαίνει την υπερβολική γκρίνια, τη χτυπητή γκρίνια, που προκαλεί έκπληξη, που παράγει κρότο κλπ. Κοινή λοιπόν η παρανόηση. Το «νταφ» δεν είναι και «γκριντάφ».

Συντακτικά το «γκριντάφ» μπορεί να πάρει θέση υποκειμένου (παρ.1), αντικειμένου (παρ. 2), επιρρηματικού προσδιορισμού (παρ. 3), τροπικής μετοχής.

Δέον να σημειωθεί ότι η κατά τα πελοποννησιακά ειωθότα προσθήκη ελληνοπρεπούς κατάληξης στις λεξιπλασίες που λήγουν χειλοδοντουρανικόληκτα διευρύνει τη χρήση των (π.χ. γκρινταφ-ιάζω, γκρινταφ-ητό, γκρινταφ-ίαση κ.ο.κ).

  1. Το γκριντάφ πάει σύννεφο!

  2. Σταμάτα το γκριντάφ...

  3. Όλη τη νύχτα γκριντάφ...

  4. Τον πήγε γκριντάφ μέχρι τη Χαβάη.

(νταφ):
5. Εκεί που είχαμε πιει τα κρασhά μας, μερακλώgνει ο Αντωνόπ’λος, βγάνjει τη διμούτσουνjη στο τραπέζι του γάμου και Νταφ-κίχου, νταφ-κίχου, νταφ-κίχου. Μας κόπηκε η περίοδος. (όπου κίχου, η ηχώ της βοgλίδας στο καταρράχι)

  1. Τραβάει τελευταίο φύλλο και νταφ μ’απιθώνjει ένα «ρέστα» χεροπηχιάρικο. Τον κοιτάω, «γιατί ρε φούλ’ ρέστα;».. «έτσι μου καπίνjησε» μ’απαντάει. Του τραβάω κι εγώ ένα παλικαρίσhο νταφ «τα βλέπω» και δενjείχα μετά ούτε για να πάρω τσιγάρα»

  2. Αgνοίγω την πόρτα και νταφ! τι να ιδώ; Ο Κοζότ με τον Μυτίτσα μου έκαναν πάρτυ γενεθgλίων!

  3. χτύπημα: ντάφ στο κεφάλι, να. Ξερό το τσόgνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν αρκετές μεγάλες κατηγορίες ρομποτακίωνε, ας αναφερθούμε σε τρία:

1.
Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα; Να ξεφύγουμε από τη γαμημένη ρουτίνα που μας έχει καταντήσει ρομποτάκια. Χειρότερα από ρομποτάκια.

2.
- Υπάρχουν πολλά «πακέτα» στην αγορά. Τα φθηνά προσφέρουν εντελώς ψεύτικη επισκεψιμότητα: ένα πρόγραμμα, το οποίο στη γλώσσα του Ιντερνετ λέγεται «ρομποτάκι» (ή πιο σωστά botnet) κάνει κλικ συνέχεια σε μία ιστοσελίδα. Το κόστος είναι το πολύ 5 δολάρια για κάθε 10.000 επισκέψεις. Ετσι λοιπόν, με 100 δολάρια την ημέρα μπορεί κάποιος να πετύχει επισκεψιμότητα 200.000 μοναδικών χρηστών ημερησίως χωρίς να πληρώνει ούτε ένα μισθό, αλλά και χωρίς να έχει δικό του περιεχόμενο.

3.
Για φουρνάκι ρομποτάκι τι προτείνετε;;;;;;

(από σφυρίζων, 23/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματική φράση που εμφανίστηκε στην κρίση και αναφέρεται στα χρόνια πριν το 2009, όταν και υποτίθεται ότι περνούσαμε όλοι όμορφα και ωραία πριν έρθει η κρίση και γίνουμε φτωχοί. Γράφεται και "π.κ." κατά το προ Χριστού και προφέρεται "που-κου".

1) π.κ., δηλαδή προ κρίσης, όταν ζητούσαν την άποψή μου για τα κοινά, έσπευδα να την εκφράσω με ζέση (από εδώ)
2) Καλά βγαίνεις κάθε μέρα στα μπουζούκια; Αυτό είναι τόσο π.κ.!
3) Θυμάμαι ότι π.κ. εδώ γινόταν χαμός στο πανηγύρι (εμπνευσμένο από εδώ)
4) Έχω κρατήσει ένα καλό κοστούμι από π.κ.

Got a better definition? Add it!

Published

Το Ωχ, ωχ, ωχ.... Ειναι ανεξαρτητου φύλλου και ηλικίας ανθρωπος που δημιουργεί προβληματα (Ανικανοποίητος πελάτης, κουραστικός στήν ουρά ενός γκισέ...Ρωτάει για τα πάντα και συνήθως δεν αγοράζει τίποτα) Κακός μπελάς...Γρουσουζης

Πω, πω ρε φιλε.... Δες αυτή που μπαίνει στο μαγαζι... Κλασικο Ωχ,ωχ, ωχ.... Θα μας ζαλίσει

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν ένα μωρό κλαίει κ ζητάει τη μαμά του ασταμάτητα.

Έλα σπίτι γρήγορα γιατί ο μικρός σε ζητάει ασταμαμάτητα.

Got a better definition? Add it!

Published