Further tags

Ημισεξουαλικός. Νέας κοπής λέξη. Δεν το πολυθέλω το γαμήσι, καλό είναι μεν, αλλά υπάρχουν κ πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή. Ο λοιπός ορισμός, εντός του παραδείγματος.

"Ένας νέος όρος για τον σεξουαλικό προσαναταλοσμό των ανθρώπων απαντάται ολοένα και πιο συχνά, κυρίως μέσω του Διαδικτύου: “Demisexual”. “Είναι οι άνθρωποι που αισθάνονται σεξουαλική έλξη πιο σπάνια σε σύγκριση με την πλειονότητα, ενώ ορισμένοι έχουν από μικρό έως και καθόλου σεξουαλικό ενδιαφέρον”. Αυτός είναι ο σύντομος ορισμός, σύμφωνα με την ιστοσελίδα demisexuality.org."
Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλική πράξη που γίνεται μετά μανίας από τη μεριά του άρρενος (ή του ενεργητικού ατόμου σε περίπτωση ομόφυλης συνουσίας) χωρίς να έχει προειδοποιήσει το ταίρι του.

Και που λες Χρηστάρα μου, πεταχτήκαμε με τη Σοφία τις προάλλες Μεταξουργείο,για ημιδιαμονή...και εκεί που όλα καλά όλα ωραία και κάναμε τα δικά μας,βαράω κάτι φρίκες και τρώει το Σοφάκι μια θεόπουτσα άλλο πράμα! Το λυπήθηκα το καημένο ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν η γυναίκα που έχει καιρό να γευτεί παγωτό, κάνει απεγνωσμένα ότι και αν της ζητήσουν τα αρσενικά που έχει μπροστά της μπας και πέσει κάποιο στην παγίδα και της ρίξει ένα ευχαριστήριο.

<<Μάλιστα κύριε Παπαδόπουλε, βεβαίως και θα ρίξουμε τις τιμές για σας και μόνο.>>
<<Άκου ρε την γελοία, πάλι πιπεύει ότι βρει μπροστά της.>>

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.

Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση

'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βίαια αυτή πράξη κατά την οποία κάποιο άτομο, ζώο ή πράγμα αρπάζει, πιάνει δηλαδή με τη μέγιστη ταχύτητα, το ανδρικόν μόριον. Η "ψωλοαρπαγή" συνήθως παρατηρείται κατά τους θερινούς μήνες που η λίμπιντο, η σεξουαλική διάθεσης ανεβαίνει σε κατακόρυφα επίπεδα. Το χειμώνα έχουν παρατηρηθεί ελάχιστες περιπτώσεις κατά τας εορτάς.

-Γεια σου Μαίρη καλώς ήρθες στο κλαμπς.
-Γεια σου ναύτη...
-Ααααργκ! Μη μωρή! Τι ψωλοαρπαγή ήταν αυτή... Φίλε μου παιδικέ! Δεν περίμενα ποτέ ότι μετατράπηκες σε ανδρογύναιο τύπου τραβεστί.
-Είδες ναύτη; [και τότε άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε μέσα στην άβυσσο]

λεζάντα εικόνας λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαλλικό ομοίωμα που χρησιμοποιείται για πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι ένα αντικείμενο από πλαστικό ή άλλο συνθετικό υλικό (παλαιότερα και από ξύλο, ακόμα και από ψωμί στην αρχαιότητα) που μοιάζει με πέος και χρησιμοποιείται ως sex toy, ως σεξουαλικό παιχνίδι δηλαδή. Παρεμπιπτόντως, τα παιχνίδια αυτά λέγονται και σεξουαλικά βοηθήματα, αν και νομίζω ότι ο άγαρμπος αυτός όρος μάλλον υποχωρεί.

Το πόσο το ντίλντο μοιάζει με πέος εξαρτάται. Μπορεί να είναι ανατομικά ακριβές και φωτορεαλιστικό στην όψη και στην αφή, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή μέχρι και ανάγλυφες φλέβες. Μπορεί, όμως να είναι και πιο αφαιρετικό ή ακόμα και αλλόκοτου σχήματος και χρώματος, διατηρώντας όμως έναν μακρόστενο κορμό. Αν δονείται, τότε συνήθως δεν λέγεται ντίλντο αλλά δονητής - χωρίς να λείπει ένα κάποιο ορολογικό μπέρδεμα.

Από το αγγλικό dildo, αβέβαιης ετυμολογίας.

  1. Από εδώ:
    Είναι τα κοριτσόπουλα που είναι ναι μεν στρέιτ, αλλά έχουν και μια περιέργεια για τις Κάτω Χώρες άλλων κοριτσόπουλων. Και εκεί μπαίνω εγώ κραδαίνοντας το ντίλντο που δεν έχω, βγάζοντας λεσβιακές ιαχές.

  2. Από εδώ:
    Επίσης, θα μπορούσες να βάλεις ένα ντίλντο ή απλά κάτι μακρόστενο στον κόλπο σου, και καθώς το κατευθύνεις μέσα και έξω από τον κόλπο, να παίζεις με την κλειτορίδα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.

Αβέλα κανικό σήμερα το απόγευμα γιατί αβέλα κράκρα για πούλη με πρόγευμα μουτζό και βαθιά τσαρουκού για να τζασάρω τα φλόκια μου. (Από καλιαρντή κριτική στο Μπου, λίγο ντεκαλιαρντέ αφού αναφέρεται σε ηρακλωτές ντάνες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαφάτισμα, το κουτούπωμα, το φίκι-φίκι, το απαύτωμα - για να αποφεύγουμε χυδαίες λέξεις όπως γαμήσι.

- Ήχησαν οι σειρήνες της αεράμυνας πάνω στο αποτέτοιωμα της αεροσυνοδού. Aeria interruptus που λένε και στο χωριό μου...

- Ο μπαρμπα-Κόναν αποτέτοιωνε την κυρα-περμαθούλα στο μαντρί, αλλά ο μπάρμπα-Μπρίλιος τους έκανε τσακωτούς με την τσουγκράνα. Pastoralis interruptus, που λένε και στο χωριό μου...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 30.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified