Further tags

Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.

Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση

'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βίαια αυτή πράξη κατά την οποία κάποιο άτομο, ζώο ή πράγμα αρπάζει, πιάνει δηλαδή με τη μέγιστη ταχύτητα, το ανδρικόν μόριον. Η "ψωλοαρπαγή" συνήθως παρατηρείται κατά τους θερινούς μήνες που η λίμπιντο, η σεξουαλική διάθεσης ανεβαίνει σε κατακόρυφα επίπεδα. Το χειμώνα έχουν παρατηρηθεί ελάχιστες περιπτώσεις κατά τας εορτάς.

-Γεια σου Μαίρη καλώς ήρθες στο κλαμπς.
-Γεια σου ναύτη...
-Ααααργκ! Μη μωρή! Τι ψωλοαρπαγή ήταν αυτή... Φίλε μου παιδικέ! Δεν περίμενα ποτέ ότι μετατράπηκες σε ανδρογύναιο τύπου τραβεστί.
-Είδες ναύτη; [και τότε άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε μέσα στην άβυσσο]

λεζάντα εικόνας λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαλλικό ομοίωμα που χρησιμοποιείται για πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι ένα αντικείμενο από πλαστικό ή άλλο συνθετικό υλικό (παλαιότερα και από ξύλο, ακόμα και από ψωμί στην αρχαιότητα) που μοιάζει με πέος και χρησιμοποιείται ως sex toy, ως σεξουαλικό παιχνίδι δηλαδή. Παρεμπιπτόντως, τα παιχνίδια αυτά λέγονται και σεξουαλικά βοηθήματα, αν και νομίζω ότι ο άγαρμπος αυτός όρος μάλλον υποχωρεί.

Το πόσο το ντίλντο μοιάζει με πέος εξαρτάται. Μπορεί να είναι ανατομικά ακριβές και φωτορεαλιστικό στην όψη και στην αφή, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή μέχρι και ανάγλυφες φλέβες. Μπορεί, όμως να είναι και πιο αφαιρετικό ή ακόμα και αλλόκοτου σχήματος και χρώματος, διατηρώντας όμως έναν μακρόστενο κορμό. Αν δονείται, τότε συνήθως δεν λέγεται ντίλντο αλλά δονητής - χωρίς να λείπει ένα κάποιο ορολογικό μπέρδεμα.

Από το αγγλικό dildo, αβέβαιης ετυμολογίας.

  1. Από εδώ:
    Είναι τα κοριτσόπουλα που είναι ναι μεν στρέιτ, αλλά έχουν και μια περιέργεια για τις Κάτω Χώρες άλλων κοριτσόπουλων. Και εκεί μπαίνω εγώ κραδαίνοντας το ντίλντο που δεν έχω, βγάζοντας λεσβιακές ιαχές.

  2. Από εδώ:
    Επίσης, θα μπορούσες να βάλεις ένα ντίλντο ή απλά κάτι μακρόστενο στον κόλπο σου, και καθώς το κατευθύνεις μέσα και έξω από τον κόλπο, να παίζεις με την κλειτορίδα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.

Αβέλα κανικό σήμερα το απόγευμα γιατί αβέλα κράκρα για πούλη με πρόγευμα μουτζό και βαθιά τσαρουκού για να τζασάρω τα φλόκια μου. (Από καλιαρντή κριτική στο Μπου, λίγο ντεκαλιαρντέ αφού αναφέρεται σε ηρακλωτές ντάνες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαφάτισμα, το κουτούπωμα, το φίκι-φίκι, το απαύτωμα - για να αποφεύγουμε χυδαίες λέξεις όπως γαμήσι.

- Ήχησαν οι σειρήνες της αεράμυνας πάνω στο αποτέτοιωμα της αεροσυνοδού. Aeria interruptus που λένε και στο χωριό μου...

- Ο μπαρμπα-Κόναν αποτέτοιωνε την κυρα-περμαθούλα στο μαντρί, αλλά ο μπάρμπα-Μπρίλιος τους έκανε τσακωτούς με την τσουγκράνα. Pastoralis interruptus, που λένε και στο χωριό μου...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 30.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ένα διπλόμουτζο που το κάνουν οι πατούσες σου στο ταβάνι βασικά σε μία περίσταση: Όταν κάνεις ιεραποστολικό σεξ ως ερωμένη/ος κι έχεις ανοίξει τα πόδια σου τόσο ώστε οι πατούσες σου να είναι φάτσα κάρτα με την οροφή. Αν έχεις τσιτωθεί πολύ απ' το σεχ φανταζόμαστε κιόλας τα δάχτυλα να ανοίγουν σαν επιδεικτική διπλόμουτζα ταρίφα ένα πράμα.

Ωσεκτουτού η έκφραση λέγεται για να περιγράψει με ποιητικό ευφάνταστο τρόπο ότι κάποιος κάνει σεξ ως ερωμένη/ος. Περαιτέρω δηλώνει μια πλήρη αυτοπαράδοση κι αυταπάρνηση τ. "με τα πόδια ανοιχτά, όλα τα περιφρονώ" ή ενίοτε και μια ορισμένου είδους μοιρολατρία. Η έκφραση βεβαίως έχει ενδιαφέρον όταν τη λέει γυναίκα ή γκέι πανηγυρίζοντας την εν λόγω κατά-σταση ή νοσταλγώντας/ επιθυμώντας την σε στυλ λουγκρητίας του Αρκά κ.τ.ό.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τη μόνη εγγυημένη μέθοδο ταβανοθεραπείας.

  1. Διαολεμένα κλισέ... Είναι μερικές φράσεις που δεν αντέχω να τις ακούω. Ανεβάζω νευροπίεση, τεταρταίο πυρετό, τρελαίνομαι, βγάζω φλύκταινες, παθαίνω αμόκ, χολέρα κι έμπολα μαζί! Παράδειγμα: Πες μου τι σου κάνω. Ειλικρινά, μόνη μου είμαι σ' αυτή την κατάσταση και μουτζώνω με τις πατούσες το ταβάνι; Σα να λέμε, από τσαντίλα για τον ιστό αράχνης που ανακάλυψα στη γωνία στο γύψινο λίγο πριν με πάρει ο ύπνος; Εσύ δεν ξέρεις τι μου κάνεις; Ρωτάς από έλλειψη αντίληψης, πλούσιου λεξιλογίου, από εγκεφαλική βλάβη που σου άφησε για κουσούρι μια μνήμη χρυσόψαρου ή λόγω πάθησης στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου που σε καθιστά ανίκανο να κάνεις αντιστοιχία λέξη με κατάσταση; Ξέρω, ξέρω βρε, για καμιά ξενέρωτη με περάσατε; Το ρωτάει γιατί του αρέσει να το ακούει... αλλά παρόλα αυτά, παραδεχτείτε το... Ακόμα κι έτσι όμως το ίδιο γελοίο ακούγεται, και ο πειρασμός να απαντήσεις "ειλικρινά κι εγώ την ίδια απορία έχω τόση ώρα" είναι μεγάλος! (Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιγραφούσα γυνή).
  2. Όποιος θέλει να δει τη Τζούλια να μουτζώνει με τις πατούσες το ταβάνι (προς το παρόν) πρέπει να πληρώσει είτε 15 ευρώ στα περίπτερα είτε 12 στο site του Σειρηνάκη. (Εδώ).
  3. Του Κοέλιου τα εννιάμερα! (σ.ς.: ανάλυση μισητών ατακών του Πάουλο Κοέλιο). -"Λοιπόν σε αγαπώ γιατί όλο το σύμπαν συνωμότησε να με βοηθήσει να σε βρω" -Έχω βλενόρροια Παυλάκη, πες του σύμπαντος να συνωμοτήσει να μου δώσεις καμιά πενικιλίνη γιατί άμα με πηδήξεις θα σου ξεκολλήσει και θα σου πέσει στο πάτωμα. Αυτό με το σύμπαν είναι τόσο απύθμενη μοιρολατρική παπάτζα που απορώ πως υπάρχει κόσμος που εν έτει 2013 το θεωρεί μεγάλη φιλοσοφία. Αλλά βέβαια, δε μπορούμε να καταφέρουμε τίποτα μόνοι μας. Δε μπορούμε να αντισταθούμε σε καμιά δυσκολία μόνοι μας. Ψάχνουμε πάντα να βρούμε μια φούστα να κρυφτούμε από κάτω, κάτι να μην έχουμε ευθύνη για τίποτα. Ε τώρα βρήκαμε το σύμπαν. (Που μεταξύ μας, μη σοκαριστείτε όμως, δε δίνει δεκάρα για σένα, αλλά φυσικά υπερφίαλο πλάσμα θεωρείς ότι είσαι τόσο σημαντικό που θα ασχολείται ολόκληρη συμπαντάρα με το πως θα μουτζώνεις το ταβάνι με τα πόδια το σαββατοκύριακο). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω με κάποιον/α σημαίνει συνουσιάζομαι, κάνω σεξ μαζί του/της. Ελλειπτικό στη διατύπωση (ολόκληρο θα ήταν κάτι σαν "πήγε μαζί του/της στο κρεβάτι να κάνει σεξ"), κλασικό και σχετικά άχρωμο ως προς τη φόρτιση, ούτε επίσημο, ούτε ιδιαίτερα σλανγκιάρικο.

Ότι έχει πάει με 4000 γυναίκες δήλωσε ο Γιάννης Σπαλιάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified