Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.

- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνόπανο ρε παιδιά, τι σερβιέτα και ευγένειες...

Άντε πηδήξου, μουνόπανο του κερατά!

(από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.

Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!

Βλ. και βρωμόμουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.

Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικά, ο πρωκτός είναι η απόληξης του εντέρου. Αυτός λοιπόν που βάλει τον πρωκτόν, με το πέος, του ονομάζεται εντερογάμης. Χρησιμοποιείται, όμως, υποτιμητικά και χλευαστικά γι’ αυτόν που καυχιέται συνέχεια ότι τις πηδάει όλες από τον κώλο.

-Μάγκες, πολύ εύκολη ήταν η Όλγα, την πήρα και αυτήν από πίσω όπως όλες τις υπόλοιπες!
-Άσε μας ρε Θωμά, μαλάκα, εντερογάμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ασχημη και δύσοσμη (μασχαλίλα, κακοσμία στόματος) γυναίκα.

Η γυναίκα που με τη συμπεριφορά της ή τη στάση της απωθεί τους άντρες ή λειτουργεί ξενέρωτα κι ανοργασμικά.

Η γυναίκα που δε τηρεί τα στοιχειώδη της θηλυκότητας (τρώει τα νύχια της, αφήνει τριχοφυία στο πρόσωπο κ.α.).

(Πραγματική περίπτωση με μια Αγγλίδα).

- Του τάδε δεν του σηκώθηκε...
- Εεε...βέβαια, αφου η τύπισσα ήταν σπερματοκτόνο. Μόλις τα κατέβασε, βρωμούσε τόσο που το παλικάρι έκανε τον άρρωστο για να ξεφύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή γύρω από τον πρωκτό, ήτοι γύρω από το σημείο από όπου βγαίνουν οι κλανιές.

Χρησιμοποιείται γενικά για τον πρωκτό.

Απαντάται κυρίως στο υβρεολόγιο των γηπέδων.

Άμα σε πετύχω, ρε σκουλήκι, θα σου ξεσχίσω το περικλανίδι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.

- Ρε συ, πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα από το περίπτερο...
- Πού να τρέχω τώρα... Άσε...
- Έλα ρε, απ' το μουνί στον κώλο είναι. Μέχρι να πας, γύρισες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified