Further tags

Ο θαμώνας οίκων ανοχής στις Κάτω Χώρες. Ο όρος οφείλεται στη γνωστή βιτρίνα των ολλανδικών μπουρδέλων.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα, τώρα που θα είμαστε Άμστερνταμ;
- Φύγε από 'δώ ρε βιτρινιάρη που θα πάμε στα μπουρδέλα, με τόσες μουνάρες Ολλανδέζες ολοτρίγυρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.

  2. Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.

-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.

Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!

Βλ. και βρωμόμουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατά κανόνα βρωμόσκυλο που συμμετέχει με μεγάλη χαρά σε κάθε είδους μουχαμπέτι. Είθισται να έχει ύψος άνω του 1,70, αδύνατο σώμα και έντονα χαρακτηριστικά προσώπου (σκυλί). Πολλές φορές είναι τόσο βρωμερά που δεν κάνουν ούτε για μουχαμπέτι.

- Ρε γέμισε η Θεσσαλονίκη βρωμόμουνα! Έλεος!
- Η παναγιά μαζί σας!
- Παναγία τριάς ελέησον ημάς!

Βλ. και βρωμομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα σκληρή προσβόλα σε βάρος κυρίως γυναικώνε, but not apoclestically.

Σ.ς.: ένα από τα ελάστιχα μπινελίκια του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα νανοψήγμα εν δυνάμει γουτσισμού ή χαριτωμενιάς.

  1. « Αχ, είναι πολύ τυχερό τό βρωμοπούτανο ...» έλεγε μέσα της η ζηλότυπος νεάνις, και η καρδία της εξεσχίζετο καθώς εσκέπτετο ότι αυτήν τήν εμέσσουσαν ωραίαν ψωλήν και αυτό τό αφειδώς εκτοξευόμενον εις τό στόμα τής Έθελ παχύ σπέρμα, όπως και τάς πράξεις που ωδήγησαν εις τήν εξακόντισιν τού ψωλοχυμού, τόσας φοράς τήν νύκτα εκείνην, θα ημπορούσε, με ολίγην καλήν τύχην, να τά είχε απολαύσει αυτή ...

2.
Δεν λεω οτι εισαι βρωμοπουτανο,αλλα τα γεγονοτα μιλανε απο μονα τους...

3.
Αντε γαμησου ρε βρωμοπουτανο της δαπ....θα σου παρω το μαλλι και θα σφουγγαρισω με αυτο ολους τους υπονομους της Αττικης...μετα θα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναικοπαρέα, ή απλά τις γυναίκες της παρέας. Ο αριθμός των υπό αναφορά γυναικών, πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο.

Αλλά για να δικαιολογήσει αυτή η παρέα/ομάδα τον χαρακτηρισμό (και τίτλο!), πρέπει να είναι όλες εμφανίσιμες. Ή τουλάχιστον γαμήσαμπλ.

Η έκφραση είναι η γνωστή παράφραση του «πιάσε τον έναν και χτύπα τον άλλο», που αναφέρεται φυσικά σε άτομα που δεν εγκρίνουμε γενικώς, είτε εμφανισιακά, είτε σαν προσωπικότητα κ.τ.λ.

- Χθες βγήκα με τη Μαιρούλα. Έφερε μαζί της και τρεις φίλες της...
- Έλεγαν τίπτις;
- Γάμα τη μία, πήδα την άλλη ήταν τα μωρά...
- Ωραίος ρε μαλάκα, και δεν έριξες κανένα τηλέφωνο στο φιλαράκι σου να κοπιάσει και αυτός στο φτωχικό σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Σύμφωνα με ψιλοορισμό κατά Δ.Π. σκιαγραφείται εκείνος ο τύπος ανθρώπα που ενώ γνωρίζει ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ύπαρξής του, η ιδιαίτερη ατομικότητά του, η ταυτότητά του, η μοναδικότητά του ανάμεσα στο Είδος, συμπυκνώνεται περισσότερο απ’ όλαωστην προσπάθεια κατάκτησης του Άλλου, στην αποπλάνηση του ποθητού αντικειμένου, στην αδιαπραγμάτευτη διασπερμάτευση και εντέλει στην κατάλυση των ορίων του σώματος, του νου και την ψυχής, παραμένει πάντα στο παρατρίχα. Γιατί δεν θέλει, ή γιατί δεν μπορεί, ή γιατί νομίζει ότι δεν θέλει, ή δεν μπορεί. Ή για λόγους αδιάγνωστους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, πίσω από το κοινωνικό προσωπείο που προβάλλει εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή συνεύρεση χωρίς συναίνεση δε λέει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, την κρίσιμη ώρα υπαναχωρεί… Βέβαια αν υπάρχει μια πιθανότητα να χώσει την εξαργυρώνει από πριν, πάει τη νέα στη Σχολή, στη λαϊκή, φιάχνει τα υδραυλικά, τις πρίζες, πάει πιμί πάει τα παιδιά φροντιστήριο (λέμε τώρα).Καληνυχτάκιας, αγκαλίτσας, νεροκουβαλητής, θυρωρός, γκομενοφύλακας, ποτεγαμήσης, καληνυχτυχεράκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα, συνώνυμα.

Β. Κουτουτουμουγού τώρα, και με δεδομένο την αμφισημία της γλώσσας, γαμησοχαμάλης είναι ο που γαμεί σα να τραβάει χαμαλίκι, εντελώς τελείως όμως και χωρίς ίχνος γκάβλας να διανθίζει την πράξη του αυτή, τόσο πιο σκληρός, όσο βασικότερο το ένστικτο, όσο πιο στοιχειώδεις οι ανάγκες που ικανοποιούνται.

Επιτομή του γαμησοχαμάλη ο χαρακτήρας του Τζ. Τζαννίνι στην ταινία “επτά ομορφιές» Pasqualino Settebellezze που αναγκάζεται να πηδήξει την νταλίκα-μπαζόλα- φράου-δίκα του στρ. συγκέντρωσης για να μη δει τα ραδίκια ανάποδα, ή στην πιο μπλακχιούμορ εκδοχή να μη δει τον κόσμο μέσα από τον φούρνο…

Ο χαρακτήρας αναγκάζεται να δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, να ξεπουλήσει τα πάντα, ακόμα και το ονόρε του (αφού για μια τιμή ζει ο άνδρας) για να επιβιώσει.

Στα καθ’ ημάς, σε πιο λάιτ κοινωνικές συνθήκες, γαμησοχαμάλης γίνεται κάποιος για να δει πρωτάθλημα στη νόβα, να δει μαγειρευτό φαΐ, να δει κάνα γεμάτο ψυγείο, κάνα πλυμένο σώβρακο, τις Σημειώσεις του κ. Απιθανόπουλου κ.α. ευτελή αγαθά. Τόσο πιο βαθειά χώνεται στη χαμαλίκα, όσο πιο πολύ το υπό εκμετάλλευση αντικείμενο αντιστέκεται…

Έχοντας την υποψία ότι πρόκειται για νεολογισμό ή λεξιπλασία (το αν η «λεξιπλασία» είναι νεολογισμός, αλλουνού παπά βαγγέλιο, δεν απασχολεί) έχω να επισημάνω ότι εδώ κάνουμε ρεπορτάζ, οπότε το ό,τι νά 'ναι είναι εκ των ουκ άνευ.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση, εκτός από την τυπογραφία, στηρίχτηκε και στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (pun intended)

Νονός, κουμπάρος και μπαμπάς του λήμματος Gatz από Δ.Π.

(υπογραφή: ο γαμησοχαμάλης της υπόθεσης)

- Ρε μαλάκα, η πατόζα δε μου δίνει τη γκούρσα να κατέβω, θέλει λέει νάρθει κι αυτή μαζί…
- Χέστην ρε, παπάρα, γαμησοχαμάλη, κατέβα με τη γαζγκάνα.

Οι επτά ομορφιές (από gaidouragathos, 16/04/11)εσχάτως και με ι (από johnblack, 17/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.

  1. Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..

  2. Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified