Selected tags

Further tags

Μια σημαντικότατη ιδιότητα που περιλαμβάνεται στο προφίλ του τέλειου άνδρα, του άνδρα του σωστού, μαζί με το αλαβάστρινο απολλώνιο κορμί, το εξαπάκετο, όπου η γκόμενα τρίβει πάνω του το τυρί για την μακαρονάδα, και το θεληματικό πηγούνι.

Πάσα: Χότζας, ένα είναι το σλανγκρ, και ο Χότζας ο προφήτης του!

Γνωρίζεις τον γκόμενο της ζωής σου στο Facebook. Η φωτογραφία τα λέει όλα. Νέος, ωραίος, ψηλός, αρρενωπός, θεληματικό τσουτσούνι, φέτες οι κοιλιακοί. Σου ζητάει το MSN σου για να κάνετε chat. Εσύ μην ξέροντας τι είναι το MSN αναρωτιέσαι αν αυτό είναι το πολυτιμότερο πράγμα που έχεις και αν πρέπει να το δώσεις.

Ρίτα Σακελλαρίου: Νέος, ωραίος, πράσινα μάτια... (από HODJAS, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπεμπεδοσλάνγκ/ μαμαδοσλάνγκ για το πουλάκι, το τσουτσουνάκι, το πεουλίνι. Προσοχή σ' αυτές τις μαμάδες, είναι ευάλωτες για οιδιποδοφραπέ!

Ο Χότζας εικάζει τα εξής ως προέλευση: «Παραφθορά του τσουτσούνα ή κουτσούνα = χαϊδευτικά η κουκλίτσα / μαριονέττα (κούκλα τουρκ. kukkla / kukka) ενώ συμφύρεται και η έννοια kucuk = μικρός / κούτσικος αλλά και ιταλ. ciccio (τσίτσο) = μικρός.
Οι Γάλλοι λένε mon cochone = γουρουνάκι μου (χαϊδευτικά) και οι Ιταλοί zozone (τσοτσόνε ή τζοτζόνε) = βρωμύλος».

Θα προσθέταμε ότι η πούτσα συχνά μοιάζει εντυπωσιακά με «κυρία τῆς καλῆς κοινωνίας, ἀρχόντισσα, μὲ τὴν ἀστικὴ ὅμως ἔννοια, τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀστικοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς Εὐρώπης», λόγω χάρης, φινέτσας, μεγαλοπρέπειας, αλλά και κάποιου νεοπλουτισμού, οπότε η παρομοίωση κρίνεται αρκούδως βάσιμη.

  1. Το μέγεθος μετράει; (Διερώτηση σε σάι):

OΠΟΥ ΑΚΟΥΣ ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΚΟΝΑ ΚΡΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΑΘΙ ΠΟΥ ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ!

  1. Από Βλόγιον:
    Τί σημαίνει κοκόνα; Πώς θα καταλάβω ότι είμαι τζούφιος; Πόσο καιρό να παίρνω viagra; Να κάνω σχέση με ψυχίατρο; Είναι μαλάκες οι άντρες;

ωρε, τι φρούτο να\'ν\' αυτή η Κοκώνα? (από MXΣ, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published

παπαροτούλι)

Η εσωτερική επένδυση του ανδρικού μαγιού (που μίσεψε) ή αθλητικού σορτσακίου, συνήθως καμωμένη από κάποιο συνθετικό πολυμερές και διάτρητο υλικό, προκειμένου να μην αιωρούνται ή να μην τσουγκρίζουν μεταξύ τους τα καμπανέλια, που όμως αποτελεί τον κύριο λόγο δημιουργίας τοπικών εκζεμάτων (μαζί με την απλυσσά)…

Αν το υλικό είναι καλύτερης ποιότητας (δηλ. στη σπάνια περίπτωση που δεν εισάγεται από κάποια μακρινή Λαϊκή Δημοκρατία), υποτίθεται ότι διευκολύνει την ομαλή εφίδρωση, ώστε να μην ζέχνουν τραγίλα τα αχνίζοντα γκογκόβια, π.χ. ιδίως μετά από ένα κοπιώδες μάτς ποδοσφαίρου το θέρος (εμένα μου λές;)

Εκ του ισπανικού ταυτοσήμου: Huevera (<huevo = αβγό, τομπολίνι).

Ρε συ τι περπατάς έτσι σαν καουμπόης; — Ναι ρε καλά σου λέει, τώρα ξεπέζεψες απ’ τη Ντόλη;
— Τους έφαγες όλους τους Ινδιάνους ρε;
Άει γαμηθείτε μαλάκες, όρεξη έχετε! Μ’ έκοψε το ρημάδι το λάστιχο της αρχιδιέρας…

Σκληρή αρχιδιέρα για μποξέρ (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Κλαπαρχιδιέρα (από Stravon, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρίτο μέρος της τριλογίας βάζω / τοποθετώ / μπαίνω. Προφανώς σημαίνει «συνουσιάζομαι».

Με δεδομένη τη (σωστή) θεωρία του Φρόυντ ότι όλα σ' αυτήν τη ζωή γίνονται για το σεξ, καταλαβαίνει κανείς γιατί η τριλογία αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και την Αγία Τριάδα του καθημερινού σλανγκίζειν.

  1. — Πήγες ταμείο χτες με τη Μαρία;
    — Φίλε, πρέπει να στήσουν ανδριάντα στο πουλί μου. Στην αρχή μπήκα μαλακά, αλλά μετά έβαλα αργά και δυνατά.

  2. — Καλά ρε, γιατί μιλάς σ' αυτήν την κωλόχοντρη;
    — Μάγκα, σημασία έχει να μπεις. Άλλωστε, σβησθείσης της λυχνίος πάσα γυνή ομοία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρυόκωλη, η ξενέρωτη, η σπαστικιά, η ανοργασμικιά. Αυτή που φοβάται να χύσει γιατί νομίζει πως θα κατουρηθεί. Μετά, αναρωτιούνται γιατί το γατάκι τους έχει πιάσει αράχνες. Πού πας αγάπη μου; Αφού είσαι άσχετη! Αν το πιάνεις το καυλί λες και είναι σακούλα σκουπιδιών, πώς να μην ξενερώσει ο άλλος.

Μια σπαστικιά που δουλεύει μαζί μας στο μαγαζί, και έχει μονίμως ξινισμένη φάτσα, κλασική στραβογαμημένη.

Αυτο το μήδι ως δώρο.Εχει κακές λεξούλες το λημματάκι... (από perkins, 31/05/10)(από Khan, 31/05/10)

βλ. και κακογαμημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Πρόελευσις
Τοιαύτο ρήμα αποτελεί άλλη μία συνεισφοράν του ομολογουμένως θαυμαστού λεξιλογικού πλούτου της καθ' ημάς ωχράς φυλής, κοινώς των ταξιτζίδων (γνωστών και ως ταρίφων, ταξίστας, κτλ). Θεωρείται δε ότι η πρώτη χρήση υπήρξε από την πλέον συμπαθή τάξη των περιοδικώς μετακινούμενων κτηνοτρόφων, κοινώς βοσκών.

2. Ερμηνεία
Ρητώς τε και κατηγορηματικώς, όσον και απερίφραστως, ανασκέλωνω σημαίνει προβαίνω σε ερωτική συνεύρεσιν μετά συντρόφου, ήτοι πηδάω, μαμάω κτλ. Προέρχεται δε παρά των λέξεων «ανά», επίρρημα που δηλοί την έναρξιν ισχύος ή την επανάληψιν του ρήματος το οποίο αποτελεί δεύτερο συνθετικό της λέξεως, και το ρήμα «σκελώνω», ήτοι το άνοιγμα εν γωνία άνωθεν των 60 μοιρών αμφοτέρων των ποδών, ίνα ισχωρήσει πέοντας ετοιμοπόλεμος εν τω... «στόχο» (εάν και εφόσον με εννοείται, αγγλιστί if you know what I mean!). Το ρήμα ούτο, δίδει ιδιαίτερη σημασία εις το ενεργητικό μέρος της ερωτικής πράξεως καθώς δε και εις την... πολλαπλή προσβολή του «στόχου» παρά του πέοντος (η πολύτιμη συμβολή του επιρρήματος «ανά»). Σημασία δε δίδεται εις την συναινετική φύση του «σκελώματος», εν αρχικώ τουλάχιστον στάδιω. Ως ελέχθη, επαρατηρήθη και συστάθη εις λέξιν παρά την κάστα των βοσκών...

3. Χρήσεις-Εφαρμογαί εν τω Πεδίω
Χρησιμεύει δια την περιγραφήν ερωτικής πράξεως, παρελθούσης ή μελλοντικής (στα πλαίσια επιθυμίας), και σπανίως αναφέρεται εις έτερο άτομο εν είδη προσβολής ή απαιτήσεως. Επίσης, δεν χρησιμοποιείται εις ερώτηση σχετικά με το αν αρέσκεται έτερο άτομο εις ερωτικαί συνευρέσεις διότι η ανασκέλωσις πράττεται, ουχί λέγεται.

4. Μετά-έρευνα
Προτείνεται έρευνα σχετικά με τις χρήσεις του ρήματος από έτεραι κοινωνικαί τάξεις εκτός των προαναφερθεισών, στα πλαίσια περαιτέρω τεκμηριώσεως και η συλλογή αποτελεσμάτων.

5. Βιβλιογραφικαί Αναφοραί
Hyper Super Duper Καρά Specs εις ταρίφα αγνώστον λοιπών στοιχείων με προφορά Χατζηχρήστου. Οπότε, ούτω λήμμα αποτελεί ύμνο τω αγνώστω ταρίφα.

Μήτρουλας, εν καφενείω: «... και που λεsh τάshο μ', μι ρουτάει η άλλιε η γκουόμενα στου κλάμπι, τι κάνω τις ελεύθερες οώρεsh!»

Τάσους: «Ουιιιιιιιι!!!! Κι της απήντησ' ουρέεε;»

Μήτρουλας: «Άκου τι κάνω! Ανασκελώνω τιsh περίεργεsh, αυτό κάνουω!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την ακρίβεια: Απ' όλων(ας). Πρόκειται για αγνώστου πατρός νεογνό του οποίου η σύλληψή επισυμβαίνει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες λιώματος, νταγκλαντές ή μειωμένων αναστολών γενικότερα. Η μητέρα δεν γνωρίζει την ταυτότητα του πατρός, καθώς είναι ελαφρών ηθών και με πολυπληθείς παρέες. Οπότε, όποιος πρόλαβε, το έσπειρε το μούλικο.

Είναι κάτι ανάλογο με τα τσιγάρα απόλλων ως προς την κοινοκτημοσύνη, άλλα με διαφορετικό αντικείμενο απόλαυσης.

- Να σου ζήσει Λίλιαν το μωρό. Πω πω ένας άντρακλας, θέλω να γίνω νονά του, αγάπη μου.
- Θα το βγάλουμε Απόλλων..ξέρεις εσύ, κάπου εκεί σε θυμάμαι κι εσένα!

Ναός για τις βαφτίσεις των Απ\'όλων(ων). (από perkins, 01/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμα: λέει μαλακίες, τον γράφω στα αρχίδια μου.

- Άμα έρθω εκεί θα σου πω εγώ ποιος είναι μαλάκας...
- Ρε δε πά' να γαμηθείς να ασπρίσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με διαφορά από την κανονική πίπα που γίνεται αμφάς, μετωπικά δηλαδή με το αντρικό μόριο, η κοτομπέικον συνεπάγεται από το τύλιγμα (πλαγίως) της γλώσσας γύρω από το αντρικό «ζαμπόν», παίρνοντας τη μορφή της γνωστής κοτομπουκιάς (γλώσσα=μπέικον).

Στη συγκεκριμένη φάση είθισται να μην βάζουμε οδοντογλυφίδα...

Έλα ρε μωρό μου, ξεκίνα με ένα κοτομπέικον γιατί μου μύρισε -και μετά θα κάνω ό,τι θες εσύ...

Πίπες γαριδομπέικο (από Vrastaman, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified